Μετά την εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν, η προσοχή του κόσμου δικαίως εστιάστηκε στην Ουκρανία. Οι Ουκρανοί έχουν δείξει ότι είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για να υπερασπιστούν τη πατρίδα τους, και αυτό – αναμφίβολα προς έκπληξη της επίσημης Ρωσίας – περιλαμβάνει πολλούς ρωσόφωνους πληθυσμούς. Είναι πιθανόν ότι με τη στρατιωτική βοήθεια της Δύσης η Ουκρανία θα βγει στο τέλος αυτής της διαδικασίας νικήτρια. Μακροπρόθεσμα, αυτό σημαίνει ότι οι Ουκρανοί θα πρέπει να ξαναχτίσουν τη χώρα τους, να τιμήσουν τους νεκρούς τους, να αντιμετωπίσουν τον εθνικισμό (αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου) και να βρουν τη θέση τους ως πλήρη μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Τι θα συμβεί όμως εντός της Ρωσίας; Για να απαντήσει κανείς πρέπει να εξετάσει τις ρωσικές αφηγήσεις που δικαιολογούν τον πόλεμο. Σε γενικές γραμμές, οι αφηγήσεις τονίζουν ότι η Ρωσία έχει περικυκλωθεί από τη Δύση και αντιστέκεται, όπως ακριβώς έκανε κατά τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Το Μαϊντάν (η εξέγερση κατά του τότε Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανούκοβιτς) θεωρείται πραξικόπημα από ναζί και άλλες ακραίες οργανώσεις. Οι ρωσικές μειονότητες του Ντονμπάς παρουσιάζονται ως θύματα γενοκτονίας. Και οι Ουκρανοί σε γενικές γραμμές ως πιόνια της Δύσης.
Η Ρωσία του Κιέβου
Σε ό,τι αφορά το παρελθόν, η Ρωσία του Κιέβου (το μεσαιωνικό κράτος των Ρως, 9ος-13ος αι.) θεωρείται ιερό θεμέλιο για τη μετέπειτα ρωσική πολιτεία. Οι Ουκρανοί περιγράφονται ως «αδελφός λαός», αλλά η Ουκρανία ως χώρα κατανοείται ως κατασκευή του σοβιετικού καθεστώτος. Το αποτέλεσμα των αφηγήσεων, που μεταδίδονται μέσω των ελεγχόμενων από το κράτος ΜΜΕ, είναι η διόγκωση της αίσθησης ότι η Ρωσία είναι θύμα, και του αισθήματος μιας αδικίας που συνδέεται με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης.
Δεν είναι αβάσιμες όλες αυτές οι προαναφερθείσες αφηγήσεις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, για παράδειγμα, να μη θεωρηθεί η Ρωσία του Κιέβου ως κοιτίδα τόσο της Ουκρανίας όσο και για τη Ρωσία. Ωστόσο, η έλλειψη επαρκούς συζήτησης στη ρωσική δημόσια σφαίρα ευθύνεται για τις αντιφάσεις που έχουν χαρακτηρίσει τη ρωσική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια. Έτσι:
1. Το ρωσικό κράτος αντιτάχθηκε στην καθαίρεση του προέδρου Γιανουκόβιτς για λόγους συνταγματικότητας, ωστόσο προχώρησε στην αγνόηση των εκκλήσεών του αλλά και του συνταγματικού και διεθνούς δικαίου κατά την προσάρτηση της Κριμαίας.
2. Το ρωσικό κράτος επέμεινε στην ομοσπονδιοποίηση της Ουκρανίας μετά την εξαιρετικά ευνοϊκή για τη Ρωσία συμφωνία του «Μινσκ ΙΙ», ενώ είχε προσαρτήσει την Κριμαία, η οποία ήταν η περιοχή της Ουκρανίας όπου είχαν ήδη εφαρμοστεί στοιχεία μιας τέτοιας ομοσπονδιοποίησης.
Περισσότερο από έναν αιώνα πριν, ηττημένα ρωσικά στρατεύματα επέστρεφαν αγανακτισμένα στις πόλεις και στα χωριά τους – ακολούθησε η Επανάσταση του 1917.
3. Η προσάρτηση της Κριμαίας και η εξέγερση στο Ντονμπάς είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθεί κατά το ήμισυ ο «φιλορωσικός» πληθυσμός της Ουκρανίας – βασικής σημασίας εξέλιξη σε μια δημοκρατία.
4. Πιο πρόσφατα, η Ρωσία εγκατέλειψε το ισχυρότερο επιχείρημά της, βασισμένο στην εφαρμογή του «Μινσκ ΙΙ», και αποφάσισε να προχωρήσει στη χρήση βίας χωρίς προσφυγή ούτε στη συνταγματικότητα ούτε στο διεθνές δίκαιο.
Αυτές οι αντιφάσεις και τα λάθη που προκάλεσαν υποδηλώνουν ένα κατεστημένο αποκομμένο από τον ευρύτερο κόσμο. Αλλά συγκεκριμένα και από τους ρωσόφωνους Ουκρανούς. Αντί να τονίζει τις νόμιμες διεκδικήσεις των ρωσόφωνων Ουκρανών, για παράδειγμα όσον αφορά το γλωσσικό ζήτημα, η επίσημη Ρωσία προτίμησε έναν αλυτρωτισμό βασισμένο στη στρατιωτική ισχύ. Ως αποτέλεσμα, οι αφηγήσεις της επίσημης Ρωσίας λειτούργησαν ως αποτελεσματικός καταλύτης για την ενοποίηση των Ουκρανών στο σύνολό τους.
Δεν πρέπει να υπάρξει αμφιβολία ότι θα μπορούσαν να είχαν εφαρμοστεί πιο αποτελεσματικές ρωσικές πολιτικές έναντι της Ουκρανίας. Απαιτούσαν όμως έναν διαφορετικό τύπο πολιτικής. Μιας πολιτικής όπου οι επίσημες αφηγήσεις αμφισβητούνται στον δημόσιο χώρο. Η αδυναμία του ρωσικού καθεστώτος να προσφέρει ένα ελκυστικό εκσυγχρονιστικό παράδειγμα, που να βασίζεται στον σεβασμό των απόψεων των πληθυσμών τόσο της Ουκρανίας όσο και της Ρωσίας, αποτελεί κεντρικό στοιχείο στην επικείμενη ήττα της Ρωσίας.
Παραμένει ύψιστης σημασίας να τονίσουμε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν πρέπει να θεωρηθεί από τους Ρώσους ως πόλεμος μεταξύ της Δύσης και του ρωσικού λαού. Οχι μόνο λόγω των δύο εκατομμυρίων και πάνω Ρώσων που έχουν ήδη υπογράψει κατά του πολέμου. Οχι μόνο λόγω των δεκάδων χιλιάδων Ρώσων που έχουν τεθεί υπό κράτηση. Οχι μόνον επειδή υπάρχουν έγκυρες πληροφορίες για Ρώσους στρατιώτες που αρνούνται να πολεμήσουν. Και όχι βεβαίως επειδή η συντριπτική πλειονότητα των Ρώσων δεν έχει πρόσβαση σε εξωτερικές πηγές πληροφοριών. Πάνω από όλα, επειδή ο πόλεμος δεν θα τελειώσει με τη νίκη της Ουκρανίας.
Με τα φέρετρα των Ρώσων στρατιωτών να πολλαπλασιάζονται, με περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο Ρώσους να έχουν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα τους, με τη ρωσική οικονομία σε ελεύθερη πτώση – η εμφύλια διαμάχη για το μέλλον της Ρωσίας αρχίζει τώρα. Περισσότερο από έναν αιώνα πριν, ηττημένα ρωσικά στρατεύματα επέστρεφαν αγανακτισμένα στις πόλεις και στα χωριά τους – ακολούθησε η Επανάσταση του 1917. Σήμερα, έναν αιώνα αργότερα, όσοι Ρώσοι αντιτίθενται στο καθεστώς χρειάζονται όλη τη βοήθεια και όλο τον σεβασμό που μπορούμε να τους προσφέρουμε.
* Ο κ. Γιάννης Καρράς διδάσκει ρωσική και ουκρανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας