Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο inside story και αναδημοσιεύεται στο πλαίσιο της προσφοράς του ενημερωτικού σάιτ: “Το δωρεάν άρθρο της εβδομάδας”
Η πλειονότητα των νέων γιατρών που σηκώνει στις πλάτες της την καθημερινότητα του γερασμένου ΕΣΥ, δεδομένης της τρέχουσας πίεσης βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη εκδοχή χρόνιων παθογενειών: μη συστηματική εκπαίδευση κατά τα χρόνια απόκτησης της ιατρικής ειδικότητας, υπερεργασία, ανάληψη δυσανάλογων ευθυνών και εργασιακή εξάντληση. «Μετά από δύο χρόνια, το “έχουμε πόλεμο” δεν είναι κάτι που μας καλύπτει πια» επισημαίνουν οι ειδικευόμενοι που μίλησαν στο inside story και τη Ραφαέλλα Μανέλη, εξηγώντας γιατί η πανδημία δεν νομιμοποιεί την έλλειψη οργάνωσης στα νοσοκομεία της χώρας.
Oι νέοι γιατροί που έφυγαν τα τελευταία χρόνια για το εξωτερικό αγγίζουν τους 18.000, όσος είναι ο πληθυσμός μιας ολόκληρης ελληνικής πόλης. Στις χρόνιες παθογένειες όπως η μη συστηματική εκπαίδευση, προστέθηκε από το 2020 το χάος της Covid-19.
Oι γιατροί αποτελούν τον πιο συχνά συσχετιζόμενο κλάδο με τις έννοιες «burnout» και «brain drain». Οι μικρότεροι από αυτούς, που σήμερα θα έπρεπε να εκπαιδεύονται στις ειδικότητές τους, σε μεγάλο βαθμό βάζουν πλάτη στο ΕΣΥ. «Ατμομηχανή και κινητήριο δύναμη των νοσοκομείων» τους χαρακτηρίζουν καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, ονομάζοντάς τους επιπλέον «αφανείς ήρωες» της πανδημίας. Πλέον περισσότερο από ποτέ, οι συνθήκες της εκπαίδευσής τους μοιάζουν θέμα καθαρής τύχης και η εργασία τους παιχνίδι αντοχών.
Η πλειονότητα των νέων γιατρών που σηκώνει στις πλάτες της την καθημερινότητα του γερασμένου ΕΣΥ, δεδομένης της τρέχουσας πίεσης βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη εκδοχή χρόνιων παθογενειών: μη συστηματική εκπαίδευση κατά τα χρόνια απόκτησης της ιατρικής ειδικότητας, υπερεργασία, ανάληψη δυσανάλογων ευθυνών και εργασιακή εξάντληση. Κι όλα αυτά είναι ήδη χιλιοειπωμένα: δημόσιες παρεμβάσεις και αρθρογραφία χαρτογραφούν για δεκαετίες ένα πρόβλημα πάνω στο οποίο προστέθηκαν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, η παραμέληση της δημόσιας υγείας και η πανδημία, ενώ ήδη από το 2014 σχετικές μελέτες ανάγουν τη συστηματικοποίηση της εκπαίδευσης και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους σε πρωτεύουσα ανάγκη.
Η πανδημία όμως διόγκωσε το ήδη πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Παρά τις όποιες βελτιωτικές κινήσεις, οι ειδικευόμενοι της Ελλάδας βρίσκονται σε μόνιμο καθεστώς εξάντλησης κι ανασφάλειας. Μπορεί να μην πλήττονται όλες οι ειδικότητες με τον ίδιο τρόπο, αλλά τα τελευταία δύο χρόνια οι ειδικευόμενοι Παθολογίας έγιναν «πασπαρτού για κάθε δουλειά μέσα στα νοσοκομεία», όπως σημειώνει ο Παναγιώτης Παπανικολάου, νευροχειρούργος στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, μέλος ΔΣ της Ένωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Αθήνας-Πειραιά και Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας. «Είναι πλέον γραμματείς, τραυματιοφορείς και αποκλειστικοί νοσηλευτές για περιστατικά Covid-19», προσθέτει ο ίδιος. Ενώ μεγάλο πρόβλημα φαίνεται να αντιμετωπίζουν και οι ειδικευόμενοι χειρουργικών ειδικοτήτων, που παραιτούνται μαζικά πλέον, εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού χειρουργείων. «Δεδομένου ότι τα περισσότερα χειρουργεία αναβάλλονται ή πραγματοποιούνται σε ιδιωτικές κλινικές, το αποτέλεσμα είναι οι ειδικευόμενοι χειρουργικής να μην εκπαιδεύονται» επισημαίνει ο κ. Παπανικολάου.
Ειδικευόμενοι μέσα στην πανδημία
Οι οργανωτικές δυσκολίες των νοσοκομείων είναι κι αυτές μια παλιά ιστορία, με αναμενόμενες επιπτώσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία των ειδικευομένων. Είναι από τα πρώτα πράγματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι νέοι γιατροί όταν εντάσσονται στο δυναμικό του ΕΣΥ – εάν πρώτα αντέξουν την αναμονή στις εξαντλητικές λίστες για την ειδικότητα.
Εν μέσω του σκληρού λόκνταουν τον προηγούμενο χειμώνα, σε ένα από τα κεντρικότερα νοσοκομεία των Αθηνών οι συνοδοί των ασθενών σταματούν ανήσυχοι τους γιατρούς που πηγαινοέρχονται στο διάδρομο. Αναρωτιούνται πού αναμένεται να μεταφερθούν οι δικοί τους άνθρωποι, από τη στιγμή που το νοσοκομείο μετατρέπεται αποκλειστικά σε κλινική Covid-19. Κανείς δεν φαίνεται να έχει καταλάβει πότε ακριβώς έγινε αυτό. Επιμελητές, ειδικευόμενοι γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό βρίσκονται σε σύγχυση. «Μόλις είχαμε μάθει από την τηλεόραση ότι ήμασταν πλέον νοσοκομείο αποκλειστικά για Covid-19. Το παράδοξο είναι ότι κάναμε τη γενική εφημερία το ίδιο βράδυ. Πρακτικά γεμίσαμε τη νύχτα για να αδειάσουμε το πρωί, μεταφέροντας ήδη εξασθενημένους ασθενείς. Δεν είχε λογική», λέει η Αναστασία, ειδικευόμενη Παθολογίας, περιγράφοντας μερικές από τις πιο έντονες μέρες στο νοσοκομείο κατά τον τελευταίο χρόνο.
Κι όσο η πανδημία προχωρά, η διαρκής αναστάτωση που επιφέρει δυσκολεύει την ήδη ασαφή εκπαιδευτική διαδικασία, σύμφωνα με ειδικευόμενους και ειδικούς: «η πανδημία έφερε τα πάνω κάτω στο νοσοκομείο. Κάθε μέρα στα γραφεία των γιατρών συζητάμε ότι το σύστημα δεν δουλεύει με τον τρόπο που είναι δομημένο. Κανονικά αυτά τα χρόνια, οι ειδικευόμενοι θα έπρεπε να εκπαιδευόμαστε και να μαθαίνουμε. Αντί για αυτό, καλύπτουμε πάγιες ελλείψεις στο προσωπικό και καλούμαστε συχνά να αναλάβουμε ευθύνες που δεν μας αναλογούν», τονίζει η Ειρήνη που επίσης ειδικεύεται στην Παθολογία σε κεντρικό νοσοκομείο των Αθηνών.
Όταν ζητάω να μάθω περισσότερα η Αναστασία μου εξηγεί, περιγράφοντάς μου μια τυπική μέρα από την περίοδο της πανδημίας: «Όταν γίναμε νοσοκομείο αναφοράς, Επιμελητές κάθε ειδικότητας – οφθαλμίατροι και ΩΡΛ – κλήθηκαν να εφημερεύσουν σε νοσοκομείο που εξυπηρετούσε αποκλειστικά περιστατικά Covid-19. Οι γιατροί αυτοί είχαν χρόνια να φορέσουν στηθοσκόπιο για να ακροαστούν ασθενή. Όταν εφημέρευα εγώ με Επιμελητή (δηλ. μεγαλύτερης ηλικίας και εμπειρίας ειδικευμένο γιατρό) οφθαλμίατρο, η ευθύνη για τα περιστατικά μετακυλιόταν σε εμένα, μοιραία. Το αν θα έπρεπε να διασωληνωθεί ένας ασθενής ή όχι, έπρεπε να το αποφασίσω εγώ παρά το γεγονός ότι είμαι ειδικευόμενη. Γιατί εγώ είχα την πρόσφατη γνώση για το αντικείμενο, όχι ο ΩΡΛ που έχει να ασχοληθεί με το αναπνευστικό από τότε που σπούδαζε» μου λέει εμφατικά. Η Ειρήνη φαίνεται να είχε ακριβώς την ίδια εμπειρία, σε άλλο νοσοκομείο.
Ιστορίες αναμονής και «δημιουργικής» ασάφειας
Όμως τα προβλήματα ξεκινούν νωρίτερα. Μετά το πτυχίο τους, οι απόφοιτοι Ιατρικής πρέπει να δηλώσουν την ειδικότητα στην οποία επιθυμούν να εκπαιδευτούν και το νοσοκομείο το οποίο την προσφέρει. Μετά από αυτό, εντάσσονται στις σχετικές λίστες αναμονής. Σύμφωνα με την ανασκόπηση του συστήματος υγείας της Ελλάδας από ειδικούς επιστήμονες, η αναμονή μπορεί να διαρκέσει από 1 έως 10 χρόνια ανάλογα την ειδικότητα. «Χαμένος εκπαιδευτικός χρόνος» είναι το κενό που δημιουργείται εξαιτίας των παθογενειών του συστήματος, αναφέρει ο δρ. Χαράλαμπος Μουτσόπουλος, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ωστόσο ακόμα και όταν ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο, η εκπαίδευση των ειδικευομένων είναι μη συστηματικοποιημένη και πολύπαθη.
Το παραπάνω ζήτημα έχει καταδειχθεί από διακεκριμένα μέλη της ιατρικής κοινότητας της χώρας, ως δομικό πρόβλημα του συστήματος υγείας με πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων. Σύμφωνα με τη νομοθεσία του ’83, έτους ίδρυσης του ΕΣΥ, τo Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) μεταξύ άλλων «καταρτίζει τα προγράμματα για την εκπαίδευση των ειδικευόμενων γιατρών και καθορίζει τα κριτήρια για τον ορισμό των μονάδων, που παρέχουν εκπαίδευση για την απόκτηση ειδικότητας, τον χρόνο εκπαίδευσης κατά ειδικότητα σε κάθε νοσοκομείο και τον αριθμό των εκπαιδευόμενων σε αυτό γιατρών». Ακόμα, με ΦΕΚ του 2018 ορίζεται ο απαιτούμενος χρόνος για κάθε ειδικότητα και τα επιμέρους στάδια. Όμως, κατά τους άμεσα ενδιαφερόμενους η υλοποίηση της εκπαίδευσης εξαρτάται από τον Διευθυντή της κλινικής που είναι υπεύθυνος για τους ειδικευόμενους και όπως επισημαίνει ο δρ. Μουτσόπουλος η ποιότητά της δεν παρακολουθείται και δεν ελέγχεται. Δηλαδή δεν υπάρχει περιοδική αξιολόγηση και διαπίστευση των νοσοκομείων που δίνουν ειδικότητα, ενώ η ύλη των ειδικοτήτων δεν περιγράφεται αναλυτικά, ούτε έχει συνταχθεί σε συνεργασία με τις Ιατρικές Σχολές της χώρας. «Όλα είναι θέμα τύχης», όπως σχολιάζουν οι ειδικευόμενοι.
Για την ιατρική κοινότητα το πρόβλημα δεν είναι άγνωστο. Τον περασμένο Ιούνιο, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος σε συνεργασία με τις Ιατρικές Σχολές της χώρας πρότεινε: «ενίσχυση των νοσοκομείων με το απαραίτητο προσωπικό του οποίου η έλλειψη επηρεάζει την εκπαίδευση, ορθή τήρηση και έλεγχο ημερολογίου εκπαιδευτικής άσκησης (logbook) στις κλινικές, μέσω της δημιουργίας ψηφιακού logbook πανελλαδικής εμβέλειας, το οποίο θα μπορεί να συμπληρώνεται από τον ίδιο τον εκπαιδευόμενο και τον εκπαιδευτή, με ταυτόχρονη αξιολόγηση και των εκπαιδευτών». Παρά το γεγονός ότι απόφαση για τη χρήση logbook υπάρχει ήδη από τον Ιούλιο του 2019, ο κ. Παπανικολάου εξηγεί ότι μόνο αναστάτωση έφερε στα νοσοκομεία, καθώς: «δεν συνοδεύεται από οδηγίες και μεταφέρει την ευθύνη για τα logbook των ειδικευομένων στις διοικήσεις των υγειονομικών περιφερειακών ενοτήτων, οι οποίες αναρτούν κατά το δοκούν οδηγίες για απόκτηση της ειδικότητας, για τις μισές μόνο ειδικότητες ιατρικής. Κάποια νοσοκομεία το εκτύπωσαν αυτό το φυλλάδιο (δηλ. το logbook) και το δίνουν σε κάποιους ειδικευόμενους, προκειμένου να το συμπληρώσει ο Διευθυντής τους, ενώ σε άλλα νοσοκομεία αυτό δεν έχει εφαρμοστεί». Όλοι οι ειδικευόμενοι που μίλησαν στο inside story επεσήμαναν ότι δεν τηρείται τέτοια διαδικασία κατά την τρέχουσα εκπαίδευσή τους.
«Τα περισσότερα τα μαθαίνουμε πάνω στη δουλειά. Δεν ακολουθούμε κάποιο πρόγραμμα, μόνο φέτος κάνουμε κάποιες παρουσιάσεις και συζητήσεις πάνω σε ιατρικά θέματα. Την περασμένη χρονιά όλα αυτά είχαν ανασταλεί» λέει η Αναστασία, εξηγώντας ότι η απόκτηση της ειδικότητας είναι όσα τυχαίνει να δεις. «Όλα είναι θέμα ανθρώπινου δυναμικού» μου λέει η Ειρήνη και σημειώνει «νομίζω ότι θα έπρεπε να υπάρχουν κύκλοι εκπαίδευσης, ώστε να είναι ελεγχόμενο το αποτέλεσμα». «Κατά το στάδιο της ειδικότητας οι Επιμελητές λειτουργούν ως μέντορες για τους ειδικευόμενους», λέει η Αναστασία. «Είναι απαραίτητο να γίνεται μια συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων και υλικού. Στο δικό μας νοσοκομείο αυτό δε γίνεται πάντα, είτε επειδή οι Επιμελητές είναι μικροί σε ηλικία και δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις, είτε γιατί δεν προλαβαίνουν, είτε γιατί δεν το θεωρούν δική τους δουλειά. Είτε γιατί πλέον είμαστε όλοι εξαντλημένοι και στο τέλος της μέρας θέλουμε απλά να πάμε σπίτι μας».
Μπορεί ο ρόλος του μέντορα στην ιατρική εκπαίδευση να είναι εξέχουσας σημασίας, αλλά δεν φαίνεται να λειτουργεί πάντα, ειδικά σε ένα ασαφές πλαίσιο. Η Αναστασία το περιγράφει ως εξής: «Έχει τύχει οι Επιμελητές μου να μην ξέρουν να μου διδάξουν κάποιες απαραίτητες δεξιότητες γιατί και οι ίδιοι δεν τις έχουν διδαχθεί». Όμως δεν είναι έτσι παντού στον κόσμο, όπως μού λέει: «την περίοδο που το νοσοκομείο στο οποίο δουλεύω μετατράπηκε σε αποκλειστική κλινική Covid-19, δούλεψε μαζί μας ένας συνάδερφος από τους Γιατρούς του Κόσμου με καταγωγή από τον Λίβανο. Όπως μας είπε, η εκπαίδευση στον Λίβανο είναι τελείως διαφορετική στο στάδιο της ειδικότητας. Ο ίδιος δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι δεν κάνουμε μαθήματα. Στον Λίβανο γίνονται δύο μαθήματα την εβδομάδα και δεν προάγεσαι στο επόμενο έτος αν δεν περάσεις τις ετήσιες εξετάσεις. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει πρόγραμμα που να ορίζει μια σειρά απόκτησης δεξιοτήτων». Όταν αναρωτιέμαι με ποια κριτήρια διάλεξαν κλινική για ειδικότητα, μου εξηγούν: «Ξέρουμε ότι στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία είναι πολύ διαφορετικά, τα μαθήματα των ειδικευομένων θεωρούνται ιερά. Ωστόσο, είναι κοινή πεποίθηση ότι στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία υπάρχει μεγαλύτερη αναμονή για ειδικότητα, λιγότερες θέσεις, εξαντλητικά ωράρια και υπέρμετρος ανταγωνισμός».
«Είμαστε αναγκασμένοι να τρέξουμε όλη την καθημερινότητα του νοσοκομείου, από το αίμα που θα πάρουμε μέχρι κάθε συνεννόηση που πρέπει να γίνει για τους ασθενείς και τη γραφειοκρατική δουλειά. Ακόμα και οι εφημερίες των νοσοκομείων στηρίζονται στους ειδικευόμενους. Υπάρχουν εφημερίες στις οποίες δεν υπάρχει καν Επιμελητής. Παίρνουμε ένα ρεπό την εβδομάδα, αν βγαίνει. Σε μερικά νοσοκομεία οι ειδικευόμενοι δεν παίρνουν καθόλου ρεπό. Αν δεν βγαίνει η δουλειά, δεν παίρνουμε ρεπό» μου λέει η Αναστασία με φυσικότητα, για να προσθέσει: «Όταν κάνουμε εφημερία δουλεύουμε από τις 8 το πρωί μέχρι τις 5 ή 6 την επόμενη μέρα, συνεχόμενα».
Ακόμα και σε κανονικές συνθήκες, οι ειδικευόμενοι καλούνται να παρακολουθούν ταυτόχρονα τα περιστατικά κορονοϊού και τα λοιπά περιστατικά, κατάσταση εξαιρετικά εξουθενωτική. Στην πρώτη γραμμή, στους θαλάμους, στην υποδοχή των περιστατικών, οι ειδικευόμενοι τρέχουν την καθημερινότητα του νοσοκομείου, όπως λέει ο Μηνάς, ειδικευόμενος Νεφρολογίας, με πρότερη εμπειρία στην Παθολογία σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Αττικής. «Υπήρχαν μέρες που φεύγαμε από το νοσοκομείο στις 6 το απόγευμα έχοντας ήδη δουλέψει 10 ώρες και νιώθαμε τυχεροί. Η ειδικότητα υποβαθμίζεται διαρκώς στο βωμό της υπερεργασίας» μου λέει για να εξηγήσει την κανονικοποίηση των υπερωριών και της επιπτώσεις της. Ο Μηνάς μεταφέρει ένα βίωμα που είναι κοινός παρονομαστής στις ζωές όσων ειδικευόμενων μίλησαν στο inside story. Κάποιες μέρες δουλεύουν έως και 12 ώρες, συχνά κάνουν περισσότερες από τις νόμιμες εφημερίες, ενώ ζουν με διαρκές άγχος για το μέλλον. «Αυτή τη στιγμή πέφτει πάνω μας ένα τεράστιο βάρος, παράλληλα όταν η ειδικότητα τελειώσει, θα έχουμε δουλέψει 7 χρόνια στο ΕΣΥ. Τότε, περίπου 33 χρονών, θα βγούμε ξεκρέμαστοι σε μια άγρια αγορά εργασίας, αφού δεν δημιουργούνται συνθήκες για να απορροφηθούμε στο σύστημα Υγείας του οποίου τις ανάγκες καλύπτουμε και εξυπηρετούμε όσο είμαστε ειδικευόμενοι γιατροί».
Οι γιατροί είναι η πλέον μετακινούμενη ομάδα επιστημόνων στην Ευρώπη και αποτέλεσαν έναν από τους βασικότερους πυρήνες για το πολυσυζητημένο ζήτημα του ελληνικού brain drain. Υπολογίζεται ότι οι νέοι γιατροί που έφυγαν τα τελευταία χρόνια για το εξωτερικό αγγίζουν τους 18.000, δηλαδή έναν πληθυσμό μεγαλύτερος από αυτόν μιας ολόκληρης πόλης, όπως η Σπάρτη. Στη Γερμανία, αν ο γιατρός που θα σε εξετάσει δεν είναι Γερμανός, τότε πιθανότατα είναι Έλληνας, λένε οι New York Times σε ρεπορτάζ τους μερικά χρόνια πριν.
Κυριότεροι προορισμοί είναι η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Σουηδία. Όμως, τι είναι αυτό που γίνεται διαφορετικά στο εξωτερικό; Για τον κ. Σωτηρόπουλο, που σήμερα εργάζεται στην Ελβετία και τελείωσε την Ιατρική στην Ελλάδα το 2005, η ειδικότητα απαιτούσε μια πεντάχρονη αναμονή. Ο ίδιος μου εξηγεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες απέκτησε ειδικότητα Καρδιολογίας στην Ελβετία: «Δεν γίνονται μαθήματα, αλλά τακτικά και προγραμματισμένα γίνονται παρουσιάσεις από ειδικευόμενους και Επιμελητές για τα νέα επιστημονικά δεδομένα, ώστε να προάγεται η επιστημονική γνώση και να υπάρχει εποικοδομητικός διάλογος. Στο τέλος κάθε έτους, οι ειδικευόμενοι συμπληρώνουν ένα φυλλάδιο που βαθμολογούν τις συνθήκες της ειδικότητάς τους: την ποιότητα της εκπαίδευσης, την τήρηση του ωραρίου, την πρόσβαση στους Επιμελητές και κάθε άλλο παράγοντα που επηρεάζει τις συνθήκες εκπαίδευσης. Από αυτή τη βαθμολόγηση προκύπτει μια μοριοδότηση της κλινικής που παρέχει την ειδικότητα. Αυτό βοηθάει τους μελλοντικούς ειδικευόμενους και συνδράμει στην αξιολόγηση των κλινικών. Όταν κάποια στιγμή στην κλινική που εργαζόμουν έγιναν παράπονα για τις συνθήκες εκπαίδευσης και εργασίας των ειδικευομένων, ο Ιατρικός Σύλλογος και το συνδικαλιστικό όργανο των ειδικευομένων κλήθηκαν να κάνουν έλεγχο. Το σύστημα καταγραφής και μοριοδότησης αποδείχθηκε εξαιρετικά ωφέλιμο. Το νοσοκομείο πλήρωσε τις υπερωρίες και αναγκάστηκε να προσλάβει προσωπικό προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες εκπαίδευσης των ειδικευομένων» μου εξηγεί ο κος Σωτηρόπουλος.
«Μετά από δύο χρόνια, το “έχουμε πόλεμο” δεν είναι κάτι που μας καλύπτει πια» επισημαίνουν οι ειδικευόμενοι που μίλησαν στο inside story, εξηγώντας πως η πανδημία δεν νομιμοποιεί την έλλειψη οργάνωσης στα νοσοκομεία της χώρας. Με αυτά τα δεδομένα εργασιακής εξουθένωσης, οποιαδήποτε συζήτηση για συστηματική εκπαίδευση μοιάζει πολυτέλεια. Η εκπαίδευση και η εργασία των νέων γιατρών φαίνεται να είναι έρμαια της τύχης και της πανδημίας. Παρά τις επανειλημμένες και επίμονες προσπάθειές μας, το υπουργείο Υγείας δεν απάντησε σε κανένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν από το ρεπορτάζ.
Γεννήθηκα στην Τρίπολη το 1995. Ζω στα Εξάρχεια. Είμαι απόφοιτη του ΕΚΠΑ και του Μεταπτυχιακού Πολιτική και Διαδίκτυο. Μ’ αρέσει να γράφω για όσα είναι οι άνθρωποι σήμερα, αγαπώ τις κοινωνικές επιστήμες και πιστεύω ότι όταν ερευνούμε την κοινωνία, ερευνούμε τον εαυτό μας.