Να αλλάξουμε πολλά για να έχουμε την υγεία μας

του Νίκου Χρυσόγελου

Είναι αλήθεια ότι η πανδημία του κοροναϊού προκάλεσε τεράστια ευαισθητοποίηση για τα θέματα υγεία. Σε αυτό συνετέλεσε ο φόβος μπροστά σε κάτι καινούργιο, όπως ήταν το πέρασμα ενός κοροναϊού που υπήρχε σε άγρια ζώα στον ανθρώπινο οργανισμό με ενδιάμεσα πιθανόν κάποια κατοικίδια ή κτηνοτροφικά ζώα. Αλλά και η μαζική εισβολή της επικοινωνίας. Τα θέματα υγείας και ασθένειας μπήκαν σε όλα τα σπίτια όχι μόνο ως ατομικό ζήτημα αλλά και ως δημόσιο, κοινωνικό ζήτημα.

Τώρα που μπαίνουμε σε μια νέα φάση, με τις αβεβαιότητες που έχει, ίσως είναι καιρός να θέσουμε τα θέματα υγείας και στο κέντρο της δημόσιας πολιτικής. Όχι με την έννοια μόνο της ασθένειας αλλά και το πώς διασφαλίζεται καλύτερη υγεία. Η καλή υγεία είναι στο κέντρο της γλώσσας, των ευχών που δίνουμε, του χαιρετισμού, δεν έχει όμως πάρει την διάσταση που της αξίζει στο δημόσιο ενδιαφέρον. Και όταν ασχολούμαστε με αυτήν, κυρίως αυτό συμβαίνει σε σχέση με γιατρούς, νοσοκομείο, περίθαλψη.

Σύμφωνα με τον ορισμό που διατυπώθηκε στο καταστατικό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (1946) η υγεία είναι «η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η απουσία  ασθένειας  ή αναπηρίας». Έτσι λοιπόν, η έννοια της υγείας, δεν αποδίδεται μόνο από την ιατρική, αλλά και από άλλους παράγοντες όπως είναι το περιβάλλον, η οικονομία, η εργασία κ.α.

Επομένως πρέπει να ξαναδούμε τόσο ως προς τον κοροναϊό, όσο όμως γενικότερα όλους τους παράγοντες που συμβάλλουν ή  προκαλούν προβλήματα στην υγεία: ιατρικούς/βιολογικούς όσο και κοινωνικούς, πολιτιστικούς, περιβαλλοντικούς, εργασιακούς, οικονομικούς, αν θέλουμε να συγκροτήσουμε από την αρχή μια πολιτική που προωθεί την υγεία και όχι απλώς αντιμετωπίζει ορισμένες από τις ασθένειες των πολιτών και του συστήματός μας.

Μπαίνοντας στην δεύτερη φάση της εποχής COVID-19 (οπότε ο νέος κοροναϊός θα γίνει ενδημικός, αλλά είναι απίθανο να εξαφανιστεί πλήρως) πρέπει να συζητήσουμε με ψυχραιμία και με βάση επιστημονικά δεδομένα και διεπιστημονική προσέγγιση (υγειονομική, βιολογική, οικολογική, κοινωνιολογική, ακόμα και ιστορική) την οικολογία της ασθένειας. τα θετικά, προβληματικά και ελλειμματικά χαρακτηριστικά κάθε μοντέλου ανάσχεσης της διάδοσης της επιδημίας στην Α’ φάση αλλά και το πώς θα συμμετάσχει η κοινωνία στην επόμενη φάση.

Πρέπει να δούμε, λοιπόν, την συνολική εικόνα. Σωστά, σε αυτή τη φάση και με τα συστήματα περίθαλψης να παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην αντιμετώπιση της πανδημία, επικεντρώθηκε η παγκόσμια προσοχή στον περιορισμό της διάδοσης της ασθένειας και στη μείωση των θανάτων. Αλλά ο κοροναϊός SARS-CoV-2 δεν είναι το μόνο πρόβλημα για την υγεία και η επιδημία COVID-19 δεν είναι η μόνη αιτία από την οποία νοσούν ή και πεθαίνουν οι άνθρωποι. Αλλά και η θνησιμότητα από τον κοροναϊό εξαρτιέται, όπως δείχνουν κάποιες πρώτες μελέτες, από πολλούς κοινωνικούς, πολιτιστικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως εξάλλου συμβαίνει με κάθε ασθένεια. Να δούμε τι είναι επιστημονικά τεκμηριωμένοπώς σχετίζονται οι επιπτώσεις του κοροναϊού με την υγειονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική προϊστορία κάθε χώρας, κυρίως για να είμαστε έτοιμοι για την επόμενη – πολύ πιθανή – επιστροφή αυτής ή κάποιας άλλης επιδημίας.

Η ατμοσφαιρική ρύπανση φαίνεται ότι συμβάλλει σημαντικά στην θνησιμότητα από τον κοροναϊό αλλά και γενικότερα

Ο αριθμός όσων νόσησαν αλλά και αυτών που πέθαναν στην Ιταλία προκάλεσε μεγάλη ανησυχία, ίσως και σοκ σε πολλούς. Τα ΜΜΕ παρουσίαζαν συνεχώς εικόνες με φέρετρα και νούμερα θανάτων κυρίως στη Β. Ιταλία. Η μαζική απώλεια ανθρώπινων ζωών προκαλεί φόβο. Όμως, μια τέτοια υγειονομική κρίση δεν είναι πρωτόγνωρη. Πολλές επιδημίες ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν, όχι μόνο σε προηγούμενους αιώνες, ήταν εξίσου ή και περισσότερο επικίνδυνες και θανατηφόρες. Ακόμα και στη Β. Ιταλία.

Στην Ιταλία είχαν καταγραφεί 225.435 περιστατικά νοσούντων από τον κοροναϊό, και 31.908 θάνατοι. Έχει σημασία να δούμε αν ο ιός από μόνος του ή και άλλες αιτίες συνέβαλαν στην υψηλή θνησιμότητα και αν αυτή είναι υψηλή για την περιοχή και σε άλλες περιπτώσεις ασθενειών.

Σύμφωνα με μια επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα,  περίληψη στο λινκ , διαπιστώθηκε ότι 68.000 θάνατοι από γρίπη καταγράφηκαν στην Ιταλία από το 2012 έως το 2017 και πιο συγκεκριμένα.

2013/2014: 7.027
2014/2015: 20.259,
2015/2016: 15.801
2016/2017: 24.981

Ο δείκτης ετήσιας θνησιμότητας ανά 100.000 άτομα ήταν 11.6 με 41.2, με τα περισσότερα άτομα που πέθαναν από αιτίες που συνδέονται με την γρίπη να είναι κυρίως ηλικιωμένοι. Όμως και στην περίπτωση της πανδημίας του κοροναϊού. Παρόλα αυτά, ο δείκτης θανάτων από αιτίες που σχετίζονται με τη γρίπη μεταξύ παιδιών ηλικίας μικρότερης από τα 5 έτη για τις δύο χρονιές που μελέτησαν οι ερευνητές 2014/15 και 2016/17 ήταν αντιστοίχως 1.05/100,000 και 1.54/100,000 (κάτι που ελάχιστα παρατηρήθηκε σε αυτή τη Ά φάση σε σχέση με τον νέο κοροναϊό).

Μπορεί να παίζει η γήρανση του πληθυσμού στην Β. Ιταλία καθώς και η υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση στην κοιλάδα του Πάδου κρίσιμο ρόλο – μαζί με άλλους κοινωνικούς παράγοντες – στη θνησιμότητα; Γνωρίζουμε ήδη ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην υγεία, άρα δημιουργεί κάποια από τα “υποκείμενα νοσήματα” που μπορεί να επηρεάσουν την εξέλιξη μιας άλλης ασθένειας αλλά έχει και άμεσες επιπτώσεις στη πρόωρη θνησιμότητα και χωρίς πανδημία. Εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης πεθαίνουν πρόωρα στην Ευρώπη 400.000 άτομα ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ, 48.000 από αυτούς στη Γαλλία, 6.500-13.500 στην Ελλάδα. Πράγματι κάποιες έρευνες συνδέουν την αυξημένη θνησιμότητα από την CONVID-19 σε ορισμένες πόλεις με την υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση.

Από την άλλη το lockdown συνέβαλε να μειωθεί – προσωρινά – η ατμοσφαιρική ρύπανση σε πολλές περιοχές και υπάρχουν, μάλιστα, εκτιμήσεις που δείχνουν  11.000 λιγότερους θανάτους στην Ευρώπη την περίοδο του κοροναϊού λόγω της μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης υπολογίζουν οι επιστήμονες.

Αναφέρω τα στοιχεία αυτά για να έχουμε πιο κριτική ματιά και να μην αναπαράγουμε στερεότυπα σε σχέση με τις επιπτώσεις της #COVID19 για παράδειγμα στην Ιταλία. Φυσικά δεν πρέπει να μεταφέρουμε άκριτα ένα συμπέρασμα του στυλ “ο SARS-CoV-2 είναι ίδιος με την γρίπη και άρα δεν έπρεπε να παρθούν μέτρα”. Το βασικό πρόβλημα ήταν/είναι ότι είναι καινούργιος στον άνθρωπο, δεν ξέραμε πώς θα συμπεριφερθεί στον οργανισμό μας, αν οι επιπτώσεις θα ήταν σοβαρές σε όλους ή σε κάποιους ανθρώπους, ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την νοσηρότητα και θνησιμότητα σε σχέση με τον νέο κοροναϊό και φυσικά δεν είχαν προετοιμαστεί τα συστήματα περίθαλψης σε πολλές χώρες για μαζικές εισαγωγές ασθενών.

Είναι σημαντικό επίσης να κατανοήσουμε ποιες είναι οι ασθένειες που σκοτώνουν σήμερα τους ανθρώπους και τι μπορούμε και σε ποιους τομείς ώστε να μειωθεί η θνησιμότητα από παράγοντες που μπορούμε να επηρεάσουμε. Σε σύνολο 150.000 θανάτων ημερησίως σε παγκόσμιο επίπεδο, σήμερα περίπου 7.000 άτομα πεθαίνουν από τον κοροναϊό, όμως τα πρωτεία κατέχουν κάποιες άλλες ασθένειες τις οποίες μπορούμε (πχ με άσκηση, καλύτερη διατροφή, καθαρότερο περιβάλλον να μειώσουμε καθοριστικά. Ο πίνακας είναι διαφωτιστικός

Μια νέα στρατηγική για την υγεία

Στη νέα φάση που μπαίνουμε θα ήταν καταστροφικό να παραμείνουμε ως χώρα στην ίδια στρατηγική, της εξατομικευμένης και μόνο συμπεριφοράς. Αντιθέτως, από σήμερα πρέπει να δούμε την οικολογία της ασθένειας και πώς θα αντιδράσουμε οργανωμένα και ολοκληρωμένα για να είμαστε ασφαλείς, κοινωνικά ενεργοί, με ένα αποτελεσματικό μοντέλο υγείας (και όχι απλώς με περισσότερες ΜΕΘ) και με μια βιώσιμη και ανθεκτική οικονομία, που πρέπει τώρα να χτίσουμε με σχέδιο και από την αρχή. Εξίσου σημαντικό, πώς θα επιδράσουμε στους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες που πιθανά έπαιξαν ρόλο στη νοσηρότητα και κυρίως στην θνησιμότητα σε διάφορες χώρες που ήταν πιο ανοικτές και έχουν τώρα δεδομένα.

Να δεχθούμε ότι το #ΜένουμεΣπίτι ήταν μια επιτυχής αλλά αναγκαστική λύση λόγω του γεγονότος ότι η διοίκηση, η κοινωνία και το σύστημα περίθαλψης δεν είχαν προετοιμαστεί, δεν ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την επιδημία. Η επόμενη μέρα δεν μπορεί να βασιστεί στην ίδια στρατηγική. Έτσι κι αλλιώς θα συνειδητοποιήσουμε τώρα όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα που έχουμε ως χώρα όχι μόνο στο επίπεδο το υγειονομικό αλλά και στο οικονομικό, εργασιακό, χρηματο-οικονομικό και κοινωνικό.

Δεν μπορεί, επίσης, να αντιμετωπιστεί καμία επιδημία ΧΩΡΙΣ ΕΝΕΡΓΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ και των πολιτών (όχι παθητική εφαρμογή κάποιων μέτρων) και ιδιαίτερα χωρίς εξειδίκευση μέτρων με τη συμμετοχή των διαφορετικών – και πιο ευάλωτων ομάδων.

Μπορούμε να κάνουμε πολλά για να μειώσουμε τους πρόωρους θανάτους από αιτίες που σχετίζονται με περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες

Οι πολιτικές για την υγεία πρέπει να προσεγγίζουν το θέμα ολοκληρωμένα, να αναγνωρίζουν ότι η υγεία μας εξαρτάται από κοινωνικούς, πολιτιστικούς και οικολογικούς παράγοντες (“οικολογία της ασθένειας“). Για να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία πρέπει να αντιμετωπίζονται από κοινού τα θέματα της ανθρώπινης υγείας, της υγείας των οικοσυστημάτων και αυτής του περιβάλλοντος (ΜΙΑ ΥΓΕΙΑ, One Health), σε όλα τα επίπεδα, ακόμα και στο θέμα της έρευνας.

 

Posted on 18/05/2020 in Άρθρα

Share the Story

Back to Top