Ο πετρελαϊκός κολοσσός ExxonMobil υποχρεώθηκε σε οικονομική συμφωνία με 11 χωρικούς από την επαρχία Aceh της Ινδονησίας μετά από δικαστική διαμάχη δύο δεκαετιών με κατηγορίες για βασανιστήρια, σεξουαλικές επιθέσεις και ξυλοδαρμό.
Όσα αναφέρονται στις καταγγελίες των χωρικών φαίνεται να έχουν συμβεί γύρω από τις επιχειρήσεις της ExxonMobil στο κοίτασμα Arun στο βορρά της επαρχίας Aceh, στο νησί Σουμάτρα, ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα (ορυκτού) αερίου στον κόσμο. Μάλιστα αναφέρονταν ως το “κόσμημα” των εξορύξεων της εταιρίας και τις έχει αποφέρει σημαντικά κέρδη. Οι εξορύξεις στην Aceh παρείχαν το 15% των συνολικών εξαγωγών της Ινδονησίας και η αξία των κοιτασμάτων πετρελαίου και (ορυκτού) αερίου εκτιμήθηκε το 2003 ότι απέφεραν 1,2-1,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ ετησίως. Στις αρχές της δεκαετίας του 90 η Ινδονησία κάλυπτε κυρίως από το κοίτασμα αυτό το 40% της παγκόσμιας ζήτησης υγροποιημένου αερίου LNG.
Τα κοιτάσματα είχαν εντοπιστεί το 1971 από την Mobil – η εταιρία δούλευε στην περιοχή από το 1968, σε πεδία που ανήκαν στην κρατική Pertamina. Αργότερα δημιουργήθηκε η ExxonMobil – με έδρα το Τέξας – που το 1999 ανέλαβε τις εξορύξεις του νέου πεδίου. Μέχρι το 1977, η Βιομηχανική Ζώνη Lhok Seumawe (ZILS) που δημιουργήθηκε όχι μόνο στέγαζε τις δραστηριότητες της Mobil Oil, αλλά φιλοξενούσε και το PT Arun, ένα διυλιστήριο υγροποιημένου “φυσικού” αερίου (LNG) που ανήκε από κοινού στη Mobil Oil, την ινδονησιακή εθνική εταιρεία φυσικού αερίου Pertamina και Ιάπωνες επενδυτές. Αρκετές ινδονησιακές εταιρείες λιπασμάτων προσχώρησαν επίσης στη Mobil Oil και την PT Arun στο ZILS.
Σύμφωνα με τη συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της κυβέρνησης του Σουχάρτο και της εταιρίας, μόνο το 5% των εσόδων από το ZILS πήγε στην επαρχιακή κυβέρνηση του Aceh. Κατά συνέπεια, οι κάτοικοι δεν έλαβαν σχεδόν τίποτα από το ZILS εκτός από σημαντική περιβαλλοντική υποβάθμιση και διάλυση των παραδοσιακών επαγγελμάτων που τους διασφάλιζαν κάποιο εισόδημα. Μια από τις συνέπειες των εξορύξεων και της βιομηχανικής ζώνης ZILS ήταν η μεγάλης κλίμακας ρύπανση τόσο της γης όσο και του νερού. Για παράδειγμα, στα μέσα του 1991, το 60% των ψαράδων της περιοχής ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Περαιτέρω έρευνα αποκάλυψε ότι αυτές οι συνθήκες οφείλονταν στη μείωση του μεγέθους των αλιευμάτων λόγω της απόρριψης των βιομηχανικών ρύπων του ZILS στα τοπικά ύδατα. Μια περίπτωση που τεκμηριώνει αυτή τη ρύπανση αφορούσε έναν υπόγειο αγωγό που μετέφερε απόβλητα από το εργοστάσιο λιπασμάτων PT Iskandar Muda στη θάλασσα. Ο αγωγός “έσπασε στο άκρο του προς τη θάλασσα, απορρίπτοντας παχύρρευστο κίτρινο υγρό στην ακτή και στα γύρω νερά”. Πριν από το περιβαλλοντικό αυτό συμβάν, οι κάτοικοι της περιοχής δεν είχαν ιδέα ότι ο αγωγός περνούσε τόσο κοντά από τα σπίτια τους. Το 1991, τα χημικά απόβλητα της Mobil Oil Indonesia (MOI) θεωρήθηκαν επίσης υπεύθυνα για τη ρύπανση των υδάτων: το MOI είχε εντοπιστεί να απορρίπτει βιομηχανικά απόβλητα σε δημόσια αποχετευτικά κανάλια, μια πράξη που οδήγησε στην καταστροφή δεκάδων εκταρίων λιμνών γαρίδων και ψαριών. πί τα οποία ζούσαν 240 αγρότες.
Οι κάτοικοι της περιοχής επλήγησαν επίσης ως αποτέλεσμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από ZILS. Τα εργοστάσια λιπασμάτων που βρίσκονται στη βιομηχανική ζώνη ήταν γνωστό ότι ελευθέρωναν στην ατμόσφαιρα τακτικά επιβλαβή αέρια (αμμωνία κα), με αποτέλεσμα εκατοντάδες χωρικοί να υποφέρουν από αναπνευστικές παθήσεις. Σύμφωνα με εκθέσεις του 1992, το 68% των παιδιών που νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο είχαν προσβληθεί από αναπνευστικές ασθένειες – ένας ανησυχητικός αριθμός. Το Ινδονησιακό Ινστιτούτο Νομικής Βοήθειας και το Ινδονησιακό Περιβαλλοντικό Φόρουμ προσπάθησαν να μηνύσουν τις εταιρείες που εγκαταστάθηκαν στη βιομηχανική ζώνη ZILS για λογαριασμό των πληγέντων οικογενειών. Ωστόσο, η καταστολή και το διεφθαρμένο ινδονησιακό νομικό σύστημα απέκλεισαν τη λήψη οποιωνδήποτε ουσιαστικών ενεργειών. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις της Ινδονησίας δεν είχαν ούτε τους υλικούς και ανθρώπινους πόρους ούτε τη δύναμη για να επηρεάσουν την κατάσταση.
Η ανάπτυξη του ZILS οδήγησε στην απαλλοτρίωση γης από τις εταιρίες, η οποία με τη σειρά της απαιτούσε την αναγκαστική μετεγκατάσταση οικογενειών. Πολλές από τις οικογένειες που μετεγκαταστάθηκαν αντιμετώπισαν σημαντικές δυσκολίες να προσαρμοστούν στα νέα τους περιβάλλοντα και να βρουν ουσιαστική απασχόληση στις νέες περιοχές τους. Για παράδειγμα, όταν κατασκευάστηκε το εργοστάσιο λιπασμάτων ASEAN Aceh εντός του ZILS, περισσότερες από 400 οικογένειες χρειάστηκε να μετεγκατασταθούν σε άλλο μέρος του Aceh. Αυτός ο χώρος επανεγκατάστασης κατέληξε τελικά έρημος: είτε οι χωρικοί δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν σε έναν νέο τρόπο ζωής, είτε συνειδητοποίησαν ότι η νέα γη που τους είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση δεν επρόκειτο να παραδοθεί.
Ορισμένοι κάτοικοι αρνήθηκαν τους παραδοσιακούς τρόπους εργασίας και προσπάθησαν να βρουν δουλειά στις εταιρείες που εγκαταστάθηκαν στη βιομηχανική περιοχή του ZILS. Ωστόσο, αυτές οι θέσεις εργασίας τείνουν να είναι προσωρινές θέσεις χαμηλής δεξιότητας. Εργασίες που απαιτούν περισσότερες δεξιότητες και εκπαίδευση καλύπτονταν από μετανάστες από το εξωτερικό, κυρίως από το νησί της Ιάβας. Τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης του ZILS, το δέλεαρ της απασχόλησης έφερε χιλιάδες μετανάστες στην περιοχή, επιβαρύνοντας την ικανότητα της περιοχής να φιλοξενήσει την αύξηση του πληθυσμού. Τα στοιχεία πληθυσμού από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 καταδεικνύουν το μέγεθος αυτής της αύξησης: μεταξύ 1974 και 1987, ο πληθυσμός της περιοχής (όπου βρίσκεται το ZILS) αυξήθηκε σχεδόν κατά 50%. Στις τρεις υποπεριοχές στο κέντρο του ZILS, ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 300% κατά την ίδια περίοδο. Αυτή η μαζική εισροή μεταναστών όχι μόνο υπερφόρτωσε τις ήδη ελλιπείς υποδομές των χωριών των επαρχιών (ύδρευση, παροχή ρεύματος, αποχέτευση κ.λπ.), αλλά είχε οδηγήσει και σε ένταση με τους γηγενείς για θέσεις εργασίας εντός της ζώνης.
Οι χωρικοί υποστήριζαν ότι όσα υπέστησαν συνέβησαν από τον στρατό της Ινδονησίας με ευθύνη της ExxonMobil. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Aceh της Ινδονησίας σημειώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η ExxonMobil προσέλαβε ινδονησιακές στρατιωτικές μονάδες για να φρουρούν το πεδίο αερίου Arun. Η περιοχή έγινε μάρτυρας μιας (συχνά και ένοπλης) αντίστασης που οργανώθηκε από το “Κίνημα Ελεύθερης Aceh”. Από το 1989 έως το 1998, η κυβέρνηση της Ινδονησίας χαρακτήρισε το Aceh ως “Περιοχή Στρατιωτικής Επιχείρησης”, με χιλιάδες στρατεύματα που ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν το κίνημα ανεξαρτησίας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ExxonMobil Corporation, μαζί με τις εταιρείες, Mobil Oil Corporation και Mobil Oil Indonesia, προσέλαβαν ινδονησιακές στρατιωτικές μονάδες για να παρέχουν ασφάλεια στο κοίτασμα αερίου Arun στο Aceh της Ινδονησίας. Αυτές οι στρατιωτικές μονάδες έκαναν επιδρομές και κατέστρεψαν τοπικά χωριά. Οι κυβερνητικές έρευνες έχουν τεκμηριώσει εκτενώς αυτές τις καταχρήσεις. Τα θύματα ισχυρίζονται ότι η ExxonMobil γνώριζε για τις φρικαλεότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν επίθεση, βασανιστήρια και δολοφονίες, και κατά συνέπεια θα έπρεπε να είναι υπεύθυνη για αυτές.
Η εταιρία ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται η ίδια για αυτές τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τις σεξουαλικές επιθέσεις και τους ξυλοδαρμούς. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνέβησαν, ισχυρίζεται, “δεν ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένης πρόθεσης της εταιρείας” και “επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη”. Τελικά φαίνεται ότι προχώρησε σε “μυστική” συμφωνία για αποζημιώσεις.
Το BBC αναφέρει ότι ο χωρικός “John Doe I” έχασε το χέρι του και ένα μάτι σύμφωνα με τα έγγραφα της δίκης. Πέθανε το 2023. Οι χωρικοί αναφέρουν μαρτυρίες εκτελέσεων μπροστά σε μάρτυρες, εξαναγκασμό γυναικών να πηδάνε πριν βιαστούν (σε μια περίπτωση μάλιστα ήταν έγκυος), ενώ άνδρες υποβλήθηκαν σε ηλεκτροσόκ, εγκαύματα και γκράφιτι στην πλάτη τους με μαχαίρι.
Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι χωρικοί επέμεναν πάνω από 20 ολόκληρα χρόνια στην προσπάθεια να δικαιωθούν, παρά το στρατό δικηγόρων και ένδικων μέσων που έχει στη διάθεσή του ένας τέτοιος κολοσσός. Μάλιστα η δίκη επρόκειτο να αρχίζει στο τέλος του μήνα στην Ουάσινγκτον, αλλά τελικά η εταιρεία προχώρησε στο συμβιβασμό. Το 2001 οι 11 χωρικοί που επηρεάστηκαν άμεσα από τη βία ξεκίνησαν την δικαστική υπόθεση John Doe v. Exxon Mobil Corp. στις ΗΠΑ. Η ExxonMobil προσπάθησε να σταματήσει την δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης 9 φορές, σέρνοντας τη δίκη για πάνω από 20 χρόνια.Τον Ιούλιο του 2022, ένα δικαστήριο US District Court δεν ενέκρινε τις προσπάθειες της ExxonMobil να σταματήσει η εξέταση της υπόθεσης, ανοίγοντας τον δρόμο για την εκδίκαση της αγωγής, αν και δεν ορίστηκε τότε ημερομηνία εκδίκασης. Στο μεταξύ η εταιρία πούλησε το 2015 τις εγκαταστάσεις της στο Aceh στην κρατική ινδονησιακή εταιρεία πετρελαίου Pertamina.
Οι χωρικοί είχαν τη στήριξη του Διεθνούς Ταμείου Εργατικών Δικαιωμάτων (International Labor Rights Fund – ILRF) που ανέλαβε την υπόθεση. Το 2001, η ILRF κατέθεσε την προσφυγή Doe v. Exxon Mobil Corp. βάσει του νόμου Alien Tort Claims Act (ATCA) στο Ομοσπονδιακό Περιφερειακό Δικαστήριο της Περιφέρειας της Κολούμπια για λογαριασμό των χωρικών που ισχυρίζονταν ότι ήταν θύματα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από δυνάμεις ασφαλείας που προσελήφθησαν από την ExxonMobil. Η μήνυση ισχυρίζονταν ότι η ExxonMobil χρησιμοποίησε στρατεύματα για να προστατεύσει τις δραστηριότητές της και ότι βοήθησε και υπέθαλψε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσω οικονομικής και άλλης υλικής υποστήριξης στις δυνάμεις ασφαλείας. Επιπλέον, η μήνυση ισχυρίζονταν ότι οι δυνάμεις ασφαλείας είτε ήταν υπάλληλοι είτε πράκτορες της Exxon Mobil, και επομένως η Exxon Mobil είναι υπεύθυνη για τις ενέργειές τους. Το 2005 ένας ομοσπονδιακός δικαστής των ΗΠΑ έκρινε ότι η υπόθεση θα μπορούσε να προχωρήσει με βάση το νόμο της Περιφέρειας της Κολούμπια, συμπεριλαμβανομένου του αθέμιτου θανάτου, της κλοπής με εξαναγκασμό και της επίθεσης, αλλά απέρριψε αξιώσεις βάσει του ATCA και του νόμου περί προστασίας θυμάτων βασανιστηρίων. Το 2006 μια πρόταση απόρριψης που κατατέθηκε από την ExxonMobil απορρίφθηκε, όπως και η έφεση το 2007. Το 2008 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, αφού κάλεσε τον Γενικό Δικηγόρο των ΗΠΑ να σχολιάσει, απέρριψε μια νέα έφεση. Το 2009 το Περιφερειακό Δικαστήριο αποδέχθηκε την πρόταση της Exxon για απόρριψη, λόγω της έλλειψης υποστήριξης των εναγόντων σε δικαστήριο των ΗΠΑ. Αυτό ανατράπηκε το 2011 από το εφετείο. Το 2014, ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε ότι η υπόθεση μπορούσε να προχωρήσει και το 2015 ότι οι αξιώσεις «αγγίζουν και αφορούν» επαρκώς τις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να μπορούν να προσφύγουν οι χωρικοί ενώπιον αμερικανικού δικαστηρίου.
Η Greenpeace αναφέρει σε ανακοίνωσή της: “Πόσα ακόμη εγκλήματα κατά των ανθρώπων και του πλανήτη χρειάζονται για να σταματήσουν όλα τα έργα ορυκτών καυσίμων; Η ώρα για την #ClimateJustice είναι τώρα”.