Από την ανάρτηση
Την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου, 2013, μετά από έξι χρόνια σχεδόν μεγάλης προσπάθειας, δεκατέσσερις άνθρωποι, όλοι από δομές φιλοξενίας αστέγων, ίσως και όλοι άνω των 50, φορώντας ένα κόκκινο γιλέκο, στήθηκαν σε κεντρικά σημεία της Αθήνας, κρατώντας ψηλά στα χέρια τους ένα περιοδικό που είχε στο εξώφυλλο έναν άνδρα που φορούσε κίτρινο γιλέκο και κρατούσε στα χέρια του ένα περιοδικό. Ο άνδρας του εξωφύλλου ήταν ένας πωλητής του αυστραλιανού περιοδικού δρόμου «The Big Issue», οι δεκατέσσερις εκείνοι πρωτοπόροι ήταν οι πρώτοι πωλητές του ελληνικού περιοδικού δρόμου, της «σχεδίας» μας. Στα χέρια τους κρατούσαν το πρώτο τεύχος.
Το βράδυ της προηγουμένης, είχαν πάρει από δέκα τεύχη ο καθένας αλλά και τον αριθμό του κινητού μου τηλεφώνου. «Αν συμβεί οτιδήποτε, σας παρακαλώ να με πάρετε αμέσως τηλέφωνο», είχαμε συνεννοηθεί. Η συνεννόηση ήταν ότι θα βγουν στα πόστα στις 8:00 ακριβώς.
Ήταν αργά. Εξαντλημένος, αγχωμένος, αλλά και με βαθιά πίστη για εκείνο το παρθενικό ταξίδι, για την έκβαση του νέου αγώνα που ξεκινούσε, έκλεισα την πόρτα του γραφείου, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στις ντάνες που μοσχομύριζαν χαρτί, βέλβετ 100άρι. Πριν καβαλήσω τη μηχανή για το σπίτι, διέσχισα τη Φαβιέρου, ήπια μια, μπορεί και δυο, μπίρες στο σουβλατζίδικο του Χρήστου, και ξαναδιάβασα, για πολλοστή φορά, όλο το τεύχος.
Είχα, ομολογώ, και μια φοβερή αγωνία. «Το γεγονός ότι εμείς πιστεύουμε ότι κάτι είναι καλό, ότι μπορεί να συμβάλει στον κοινό μας αγώνα για έναν καλύτερο, δίκαιο κόσμο, δεν σημαίνει, απαραιτήτως ότι το πιστεύουν και οι άλλοι» μονολογούσα, όλες εκείνες τις μέρες.
Ανησυχούσα, αλήθεια ανησυχούσα, ότι η κοινωνία, ήδη ταλαιπωρημένη και καχύποπτη από τόσες και τόσες κακουχίες, θα γύριζε την πλάτη στους δεκατέσσσερις εκείνους μεγάλους ήρωες της ζωής, ότι -ακόμη και με ένα ‘φανταχτερό’ κόκκινο γιλέκο να αγκαλιάζει τους ώμους τους- πάλι μοναξιά θα ένιωθαν. Αόρατοι. Δεν ήθελα να απογοητευτούν, να τους απογοητεύσω.
Στις 8:18 χτύπησε για πρώτη φορά το τηλέφωνο. Έτρεξα να το απαντήσω. Ήταν ο κ. Παναγιώτης από την πλατεία Συντάγματος. Μέσα σε λίγα λεπτά του είχαν τελειώσει τα περιοδικά. Είχε ξεπουλήσει! Ήθελε και άλλα. Στις 8:20 το τηλέφωνο χτύπησε για δεύτερη φορά. Ήταν ο Μανόλης, από τη στάση μετρό Πανεπιστήμιο. Τα είχε πουλήσει όλα, κι αυτός. Ήθελε περιοδικά. Ολη την ημέρα και για πολλές μέρες ακόμη ήμουν πάνω στη μηχανή να υποστηρίζω και να τροφοδοτώ τους διανομείς με «σχεδίες». Ενώ, από το μεσημέρι της ίδιας μέρας, άρχισαν να χτυπούν την πόρτα μας και άλλοι και άλλοι άνθρωποι, όλων των ηλικιών πια, ζητώντας να γίνουν πωλητές, να πιαστούν από μια «σχεδία» για να σώσουν ό,τι σώζεται. Για μια καλύτερη ζωή.
Όπως θα έλεγε και ο πρωταγωνιστής του πρώτου μας εξωφύλλου, the rest is history,
Θα είμαστε πάντα μα πάντα βαθιά ευγνώμονες σε όλες εκείνες και σε όλους εκείνους, που, από την πρώτη μέρα, είναι κοντά στη «σχεδία» μας, μέσα και έξω από το κόκκινο γιλέκο.
Α για αγάπη, για αλληλεγγύη, για αξιοπρέπεια.