του Νίκου Χρυσόγελου
πρώην Ευρωβουλευτή των Πράσινων/ EFA
Μέλος του Συμβουλίου του νέου κόμματος ΠΡΑΣΙΝΟΙ
Είναι γεγονός ότι η ειρήνη δεν είναι μια παθητική κατάσταση μεταξύ χωρών που δεν έχουν προβλήματα μεταξύ τους. Αυτός ο ιδανικός κόσμος στις διακρατικές σχέσεις δεν υπάρχει. Η ειρήνη είναι αντιθέτως αποτέλεσμα μιας ενεργητικής διαδικασίας εξεύρεσης λύσεων που προλαμβάνουν κρίσεις και διαμορφώνουν κοινά συμφέροντα. Πολύ συχνά ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα της αδράνειας, ψευδαισθήσεων και ακινησίας, υποτίμησης των προβλημάτων αλλά και μη κατανόησης των συνθηκών που μπορεί να οδηγήσουν σε κλιμάκωση βήμα βήμα που δεν μπορεί να σταματήσει γιατί έχει δημιουργηθεί σταδιακή δυναμική σύγκρουσης. Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε άσχετα αν η δική μας πλευρά κατηγορεί τον Ερντογάν για “τσαμπουκά” και η τουρκική πλευρά την Ελλάδα ότι “δεν έχει διάθεση για διάλογο”. Τα μέσα ενημέρωσης και στις δύο πλευρές ρίχνουν συνεχώς λάδι στη φωτιά με αποτέλεσμα σταδιακά οι πολιτικές ηγεσίες να μην έχουν εύκολα τη δυνατότητα να αλλάξουν πλεύση. Πολύ περισσότερο αν επενδύουν στην ισχύ και όχι στην προετοιμασία της ειρήνης,
Η ευρωπαϊκή εμπειρία είναι χαρακτηριστική. Μέσα στον προηγούμενο αιώνα συνέβησαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι που ξεκίνησαν στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Όμως λίγα χρόνια μετά από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι κύριοι αντίπαλοι – Γερμανία και Γαλλία – για διάφορους λόγους αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν όσα οδηγούσαν συχνά σε πολεμικές αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Με όλες τις αντιφάσεις και αδυναμίες του “πρότζεκτ” έχουμε σήμερα μια Ευρωπαϊκή Ένωση και θεωρούμε πλέον δεδομένο ότι Γερμανία και Γαλλία (και οι άλλες χώρες της ΕΕ) είναι αδύνατον να βρεθούν σε πόλεμο μεταξύ τους, ενώ οι συνοριακές περιοχές που άλλαζαν “αφέντη”, σήμερα επιλύουν τα προβλήματά τους συνεργαζόμενες, υπάρχουν κοινές συνεδριάσεις των κοινοβουλίων τους, σχεδιάζουν από κοινού τις υποδομές τους που συνδέονται οικονομικά, πολιτιστικά, περιβαλλοντικά μεταξύ τους, Στην πραγματικότητα δεν έχουν πλέον διαχωριστικά σύνορα μεταξύ τους. Και όμως αυτό δεν ήταν αυτονόητο το 1946 ή το 1947.
Από την άλλη, στο υπογάστριο της ΕΕ, η Ανατολική Μεσόγειος μετατράπηκε τα τελευταία χρόνια στην πιο επικίνδυνη θάλασσα του κόσμου – εξαιτίας και της προώθησης των αγωγών και εξορύξεων υδρογονανθράκων που έθεσαν σε άλλη βάση τα γεωπολιτικά προβλήματα της περιοχής και τους ανταγωνισμούς. Έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο αλλά το πιο επείγον είναι να βρούμε τα εργαλεία για να αλλάξουμε το προδιαγεγραμμένο μέλλον, την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση είτε λόγω σκοπιμότητας είτε από ατύχημα, ασχέτως αν ο υπεύθυνος για την πρώτη σπίθα θα είναι ο Ερντογάν ή κάποια ατύχημα. Παρά τα “ηρωικά ξεσπάσματα” στο διαδίκτυο, δεν μπορώ να φανταστώ ότι η ελληνική πλευρά θα είχε την πρωτοβουλία να ξεκινήσει μια πολεμική περιπέτεια που θα οδηγούσε σε εθνική τραγωδία.
Φαίνεται ότι μετά από μια περίοδο έντονης στρατιωτικής κινητοποίησης, το λόγο τώρα θα έχει ο “διάλογος” (για νιοστή φορά εναλλασσόμενος με την ένταση) , όχι κατά ανάγκη σε επίπεδο επιδίωξης ενός σοβαρού αποτελέσματος όπως θα ήταν για πράδειγμα η επίλυση των όποιων διαφορών και η δρομολόγηση μιας πάγιας ειρήνης, συνεργασίας και καλής γειτονίας. Όλοι μιλάνε για διάλογο: Ο Ερντογάν, η ελληνική κυβέρνηση, η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, όσοι κήρυσσαν μέχρι σήμερα τον πόλεμο από τα κανάλια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τώρα που όλοι θα μιλάνε για “ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσα από διάλογο” (για πόσες μέρες άραγε) αρχίζουν τα δύσκολα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα που πρέπει να πάρει σαφή θέση και να μην συνεχίζει να πετάει την μπάλα στην εξέδρα. Αλλιώς θα βρεθεί υπό ασφυκτική πίεση. Ωραία να πατάς σε δύο βάρκες αλλά τώρα θα πρέπει να αποφασίσει ξεκάθαρα. Η ώρα της κρίσης φτάνει:
– Τελεσίγραφο 30 ημερών στην Τουρκία είχε δώσει η ΕΕ για να εγκαταλείψει τις προκλήσεις και να προσέλθει σε διάλογο στο παρελθόν. Ναι μεν οι διεθνείς παίχτες πιέζουν για αποκλιμάκωση των προκλήσεων από τον Ερντογάν – που μπορεί να οδηγήσουν σε πολεμικές περιπέτειες από σκοπιμότητα ή ατύχημα – αλλά όσον αφορά την ουσία των ελληνικών απόψεων πουθενά δεν έχει εκφραστεί ότι οι θέσεις μας είναι 100% σωστές. Όλες οι τοποθετήσεις αφορούν “την επίλυση των διαφορών μέσα από διάλογο”, κάτι που δεν είναι φυσικά ταυτόσημο με την επίσημη ελληνική θέση (συζητάμε μόνο για την υφαλοκρηπίδα και την οριοθέτηση της ΑΟΖ).
– Ο Ερντογάν πότε γυρίζει το κουμπί στις απειλές και τον τσαμπουκά, πότε το γυρίζει στο “διάλογος χωρίς προαπαιτούμενα”. Αφού παίξει το χαρτί της ισχύος και το τραβάει στα άκρα, μετά παίξει το χαρτί της διπλωματίας και του “διαλόγου” για να δείξει ότι είναι “κήρυκας της λογικής και του διαλόγου” ώστε είτε να αναγκάσει την Ελλάδα να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου επί όλων πλέον των θεμάτων (που και με δική μας ευθύνη άνοιξαν) είτε να την εκθέσει ως αρνούμενη τον διάλογο, οπότε η χώρα μας θα μείνει μόνη της (με τα εξοπλιστικά της προγράμματα!!!). Το σχήμα είναι απλό, το είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν οι Τούρκοι διπλωμάτες, πολύ πιθανόν να το επαναλάβουνουν τώρα: “Εμείς λέμε Ναι, η Ελλάδα λέει Όχι“. Όποιος έχει διδαχθεί από τις κινήσεις της τουρκικής διπλωματίας είναι εύκολο να κατανοήσει την στρατηγική της: “Όποιος έχει δίκιο δεν αποφεύγει το διάλογο” (άρα …”όποιος αποφεύγει το διάλογο έχει άδικο”)
– Η Γερμανική προεδρία είχε αναλάβει πρωτοβουλίες για έναρξη ελληνο-τουρκικού διαλόγου (με την συμμετοχή και της ίδιας ή και της ΕΕ;) αλλά δεν κατέληξε πουθενά. Είναι πιθανόν ότι το ΝΑΤΟ είτε οι ΗΠΑ να πιέσουν το επόμενο διάστημα για “διάλογο”. Θα ήταν αδιανόητο με τον πόλεμο στην Ουκρανία να βρίσκεται σε εξέλιξη, την ένταση σε παγκόσμιο επίπεδο, δύο χώρες μέλη μιας “συμμαχίας” να φτάσουν είτε σκοπίμως είτε από ατύχημα σε πόλεμο. Ούτε να το σκεφτούν δεν θα ήθελαν εκεί στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ. Λέγεται ότι και μόνο στην πιθανότητα να γίνει κάποιο ατύχημα που θα μπορούσε να οδηγήσει για λίγο σε πολεμικές περιπέτειες, οι ΗΠΑ θα μπλόκαραν τα ηλεκτρονικά συστήματα των δύο χωρών. Ποιος ξέρει σε τι βαθμό είναι αυτό αληθινό, πάντως δεν μοιάζει και απίθανο. Η Γερμανική προεδρία είχε προετοιμαστεί μια ισχυρή παρέμβαση στα θέματα της ελληνο-τουρκικής αντιπαράθεσης με στόχο να φέρει τους δύο στο τραπέζι του διαλόγου. Η Μέρκελ είχε θέσει φυσικά όρια στην επίδειξη ισχύος από την πλευρά του Ερντογάν αλλά όποιος είχε διαβάσει προσεκτικά τις προτάσεις για κυρώσεις κατανοούσε εύκολα ότι αυτές είχαν συμβολικό χαρακτήρα, δεν μπορούσαν να ανατρέψουν πολιτικές που έχει σχεδιάσει η Τουρκική διπλωματία, αν δεν υπάρχει άλλη “προσφορά προς την Τουρκία” ώστε να προσδεθεί εκ νέου στην ευρωπαϊκή προοπτική που μπορεί να έχει διάφορες όψεις, πάντως όχι (τουλάχιστον στο ορατό μέλλον) με την μορφή της ένταξής της στην ΕΕ. Γιαυτό δεν εφαρμόστηκαν τελικά ούτε οι πιο ελαφριές “κυρώσεις”, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα κατευθυνόμενα ελληνικά ΜΜΕ μιλούσαν για σκληρές κυρώσεις, απομόνωση της Τουρκίας κ.ά.
– Η Ελλάδα φαίνεται ότι έχει ήδη δρομολογήσει αγορές νέων εξοπλιστικών συστημάτων ύψους 11 δις για τα επόμενα 2-4 χρόνια (από τις μεγαλύτερες αγορές σε παγκόσμιο επίπεδο, περίπου 7% του ΑΕΠ της σήμερα) σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού, ενεργειακής φτώχειας, κατάρρευσης της οικονομίας και υψηλής ανεργίας. Είναι προφανές ότι το κυνήγι των εξοπλισμών δεν σταματάει πουθενά, με αποτέλεσμα να εξαντλούνται και οικονομικά οι δύο χώρες χωρίς να είναι ρεαλιστικό η μία από τις δύο να επιβληθεί πλήρως με την στρατιωτική ισχύ της επί της άλλης.
–
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ είχε αναλάβει πρωτοβουλία για δημιουργία “τεχνικών επιτροπών” που θα αντιμετώπιζαν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ τις ελληνοτουρκικές διαφορές (το περίφημο μήνυμα στο twitter του Jens Stoltenberg “Following my discussions with Greek & Turkish leaders, the two Allies have agreed to enter into technical talks at
#NATO to establish deconfliction mechanisms and reduce the risk of incidents & accidents in the
#EastMed“. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο ΓΓ του ΝΑΤΟ είχε επιβεβαιώσει ότι “Μόνο… τεχνικές συζητήσεις σε στρατιωτικό επίπεδο στο ΝΑΤΟ διεξάγονται, αυτή τη στιγμή, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας”, που ίσως μπορεί να αποτρέψουν μια κλιμάκωση σε περίπτωση ενός “ατυχήματος, αλλά προφανώς δεν είναι αυτές οι “τεχικές συζητήσεις” που μπορεί να οδηγήσουν σε ειρήνη, συνεργασία και σχέσεις καλής γειτονίας. Σε κάθε περίπτωση άλλοι είναι οι συσχετισμοί και δομές “διαλόγου” μέσα στο ΝΑΤΟικό πλαίσιο και άλλο το διεθνές δίκαιο (Χάγη) ή οι απευθείας συνομιλίες με την συμμετοχή της ΕΕ για την επίλυση των Ελληνο-Τουρκικών διαφορών.
Η Ελλάδα θα έπρεπε να επιδιώκει τις συνομιλίες με την ενεργή παρέμβαση της ΕΕ που στάθηκε στο πλευρό της και την πίεση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ που ενδιαφέρονται για άλλους λόγους να αποκλιμακωθεί η ένταση. Όσο και να βγαίνουν σήμερα κάποιοι και να προσπαθούν να πιέσουν για σκληρή στάση, εξοπλιστικά, ανυποχώρητη στάση, αργά ή γρήγορα η κυβέρνηση πρέπει να απαντήσει ξεκάθαρα αν είναι υπέρ των συνομιλιών και της Χάγης για την επίλυση των προβλημάτων ή όχι. Το να λέει ότι είναι αλλά να μην υπάρχει στρατηγική για αυτό είναι το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Οι συνομιλίες, όμως, οδηγούν σε συμβιβασμούς, καλύτερους ή χειρότερους, όπως έγινε με Ιταλία και Αίγυπτο (ή με την Βόρεια Μακεδονία).
Πόσο έτοιμη είναι η ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί ότι δεν έχουμε σε όλα 100% δίκιο και ότι θα απαιτηθούν υποχωρήσεις ή συμβιβασμοί με βάση το διεθνές δίκαιο ή την ανάγκη ισορροπημένων παραχωρήσεων από τις δύο πλευρές ώστε να λύσουμε επιτέλους τα ελληνοτουρκικά – συμπεριλαμβανομένου του Κυπριακού – και να ξεκινήσει μια νέα εποχή ελληνοτουρκικών σχέσεων;
Πόσο έτοιμο είναι το ελληνικό πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) να προωθήσουν στην πράξη μια τέτοια πολιτική αλλά και να παραδεχτούν ότι οι υδρογονάνθρακες και οι εξορύξεις στην Αν Μεσόγειο όχι μόνο δεν ενίσχυσαν την βιωσιμότητα, την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή (όπως διαφήμιζαν για να μας πείσουν) αλλά αντιθέτως είναι ο καταλύτης που μπορεί να οδηγήσει σε αντίδραση που θα τινάξει όλη την περιοχή στον αέρα, να προκαλέσει δηλαδή την “τέλεια καταιγίδα”;
Είναι έτοιμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα να βάλει στο τραπέζι του διαλόγου
– ένα “πράσινο σχέδιο συνεργασίας στην Αν. Μεσόγειο προς όφελος όλων των κοινωνιών και των πολιτών της περιοχής“, να πιέσει για να παγώσουν όλα τα σχέδια έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων και τα διαλυθούν τα “μέτωπα” που δημιουργήθηκαν γύρω από αυτά τα συμφέροντα;
– πάγωμα των εξοπλιστικών προγραμμάτων από όλους και διάθεση αυτών των τεράστιων ποσών για την ανάκαμψη της οικονομίας, των επιχειρήσεων, της εργασίας και του περιβάλλοντος στην περιοχή;