Το Παρατηρητήριο Πολιτών για την Αειφόρο Ανάπτυξη σχολιάζει τις νομοθετικές ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση σχετικά με τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος.
Ο εντοπισμός και η πάταξη φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης, η διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του δημόσιου τομέα, με βάση ένα ανοικτό και διαφανές σύστημα διακυβέρνησης. ο έλεγχος τήρησης, εκ μέρους έργων και δραστηριοτήτων, ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, των περιβαλλοντικών όρων που τους έχουν τεθεί, ο συντονισμός των ελεγκτικών μηχανισμών, η ανεξάρτητη λειτουργία τους, χωρίς κομματικές ή άλλες εξαρτήσεις και επιδράσεις, η πλήρης εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και της περιβαλλοντικής ευθύνης, μεταξύ άλλων, συνιστούν απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να εξέλθει η Χώρα μας από την γενικευμένη κρίση, να καλλιεργηθεί αίσθημα εμπιστοσύνης στη διοικητική λειτουργία και να ανακτήσει το κράτος την αξιοπιστία του προς τους πολίτες του αλλά και προς το εξωτερικό.
Τις ως άνω έννοιες φαίνεται να αντιστρατεύεται το προτεινόμενο σχέδιο νόμου «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018», που κατατέθηκε στις 6 Οκτωβρίου στη Βουλή από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα (χωρίς να τεθεί σε διαβούλευση), όσον αφορά τουλάχιστον με τις διατάξεις που αφορούν στους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος (άρθρα 50 και 51). Και τούτο διότι υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο ο ήδη αποδυναμωμένος ελεγκτικός ρόλος των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, και με πρόσχημα την ενίσχυση της διαδικασίας συμμόρφωσης έναντι της επιβολής κυρώσεων στους παρανομούντες, αποδομείται σε μεγάλο βαθμό το ήδη απαξιωμένο σύστημα περιβαλλοντικών ελέγχων. Και ενώ τα άρθρα 50 και 51 θεωρητικά αφορούν στην εφαρμογή διατάξεων του νόμου 4014/2011, οι διατυπώσεις συνηγορούν σε μια αλλοίωση του σκεπτικού του νομοθέτη του ως άνω νόμου, διαχωρίζοντας τη συμμόρφωση από την τιμωρία του ρυπαίνοντος, σαν να πρόκειται για αντικρουόμενες έννοιες και πρακτικές.
Σε κάθε περίπτωση η συμμόρφωση επιτυγχάνεται με τον έλεγχο, την τεκμηρίωση, την παροχή κατευθύνσεων επί των αναγκαίων μέτρων, κλπ., όπου βεβαίως μπορεί να υπάρξει και στάδιο αναμονής για τον χρόνο που απαιτείται για την εφαρμογή των μέτρων που μπορεί να έχουν επιβληθεί από ένα Σχέδιο Συμμόρφωσης μετά από την υπόδειξη των Επιθεωρητών. Και αυτή η διαδικασία ήδη προβλέπεται. Όμως χωρίς την επιβολή προστίμου, όπως προωθεί το νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ, δύσκολα θα επιτευχθεί ουσιαστική συμμόρφωση, ενώ παράλληλα χάνεται και ο χαρακτήρας του προστίμου, που είναι η τιμωρία του παραβάτη, ο παραδειγματισμός άλλων, η απονομή δικαιοσύνης κλπ., όταν ακόμη και η προθεσμία συμμόρφωσης θα εξαρτάται από εξωγενείς – και άσχετους – παράγοντες, όπως το κόστος των διορθωτικών ενεργειών σε σχέση με τον κύκλο εργασιών του ρυπαίνοντος, ο τζίρος της επιχείρησης, κλπ.
Έως σήμερα το ύψος του προστίμου που εισηγούνται οι Επιθεωρητές (με την εισήγηση επιβολής προστίμου) υπολογίζεται βάσει συνεκτιμήσεων και συγκεκριμένων οριοθετήμενων κριτηρίων (συντελεστές βαρύτητας), τόσο περιβαλλοντικών (σοβαρότητα της ρύπανσης, υποβάθμιση περιβάλλοντος, κόστος αποκατάστασης, κλπ), όσο και κοινωνικών, όπου συμπεριλαμβάνονται το ιστορικό συμμόρφωσης και ο βαθμός συνεργασίας του ελεγχόμενου φορέα, κλπ., που ορθώς συνεκτιμούνται.
Όμως με τις ρυθμίσεις που προωθούνται οι επιθεωρητές μόνο σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις θα μπορούν να εισηγούνται πρόστιμα (το αν θα επιβάλλονται εξαρτάται από το εάν θα τα υπογράψει ο Υπουργός) και ειδικότερα όταν η παράβαση ενέχει άμεσο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, απειλή με άμεσες και σημαντικές συνέπειες για το περιβάλλον, κλπ. αλλά και αυτό με προϋποθέσεις, μια από τις οποίες περιγράφεται ως εξής ότι «η άμεση επιβολή μέτρων και κυρώσεων ενέχει κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον» (πως ορίζεται αυτό;) ή αφού συνεκτιμηθούν παράγοντες κάποιοι από τους οποίους είναι άσχετοι με την παράβαση και εισάγονται για πρώτη φορά, όπως εισοδηματικά κριτήρια ελεγχόμενου, τζίρος), και τέλος μια ακόμη προϋπόθεση η οποία αναφέρεται ως «οι συνέπειες να μην μπορούν να αποτραπούν χωρίς άμεση ενέργεια του ελεγκτή», μια διατύπωση ακατανόητη, η οποία ωστόσο ανοίγει «παράθυρα» υποκειμενικών ερμηνειών.
Με τον τρόπο αυτό, το νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ όχι μόνο ελαφραίνει και χαλαρώνει το πλαίσιο
περιβαλλοντικών ελέγχων, εκτός των άλλων, που χάνουν τον κατασταλτικό τους χαρακτήρα,
αλλά και αναιρεί πλήρως την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει εάν λάβουμε υπόψη ότι πλέον η υπόθεση δεν θα αποστέλλεται στον εισαγγελέα, όπως γίνεται σήμερα, για την τυχόν αναζήτηση ποινικών ευθυνών, αλλά ο επιθεωρητής θα επιλέγει (με ποια κριτήρια άραγε)
ποιες υποθέσεις μπορεί να ενέχουν ποινικές ευθύνες.
Εάν συνυπολογίσουμε ότι οι νέες αυτές διατάξεις συνδυάζονται άμεσα με ρυθμίσεις που ετοιμάζει το υπουργείο, με τις οποίες θα ενεργοποιήσει πρόβλεψη του Ν. 4014/2011 για τους «Ιδιώτες Επιθεωρητές Περιβάλλοντος», οι οποίο προβλέπεται ότι θα συνεπικουρούν την υπηρεσία, γεννάται εύλογα το ερώτημα: Γιατί αντί να ενισχυθεί ο ρόλος και οι αρμοδιότητες των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, οι οποίοι επιπλέον θα κληθούν να λειτουργήσουν και ως το κατεξοχήν επιτελικό όργανο ελέγχου των ιδιωτών ελεγκτών, υποβαθμίζονται ακόμη περισσότερο;
Γιατί είναι δεδομένο ότι όταν ενεργοποιηθεί ο θεσμός των ιδιωτών, οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος θα κληθούν να ελέγχουν και να εγκρίνουν ή να απορρίπτουν εισηγήσεις για
παραβάσεις, κλπ., που θα κάνουν οι ιδιώτες ελεγκτές και όχι οι ίδιοι, εφόσον δεν θα συμμετέχουν καν στις επιθεωρήσεις – αυτοψίες. Δηλαδή θα κληθούν να αναλάβουν και την
ευθύνη του ιδιώτη, διαφορετικά θα πρέπει να διενεργήσουν οι ίδιοι τις επιθεωρήσεις, αλλά
τότε με ποια μέσα και ποιους ανθρώπους, όταν πλέον ο αριθμός των ελεγχόμενων δραστηριοτήτων θα είναι πολύ μεγάλος; Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος είναι δεκατέσσερις στη Νότια Ελλάδα και επτά στη Βόρεια Ελλάδα, εκτελώντας περί τους 60-70 τακτικούς και άλλους τόσους έκτακτους ελέγχους ετησίως.
Οι ρυθμίσεις αυτές του ΥΠΕΝ μας εξέπληξαν. Συμμετέχοντας στον μέχρι σήμερα διάλογο και σε Επιτροπές του Υπουργείου δεν είχε διαφανεί αυτή η πρόθεση. Είναι εξόχως λυπηρό και άκρως απογοητευτικό. Και όμως έχει επανειλημμένα τονιστεί η ανάγκη βελτίωσης της οργάνωσης της Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, ώστε να λειτουργεί με καλύτερο τρόπο, καθώς οφείλει να επιλύει συγκρούσεις και αντιθέσεις και αντιμετωπίζει πολλά κρίσιμα προβλήματα, με βάση τη διαφάνεια και τη λογοδοσία, την πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση, την ίση και ισότιμη μεταχείριση των ελεγχόμενων, τη συμμετοχή και την εξασφάλιση κοινωνικής συναίνεσης.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι τα ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος έρχονται αντιμέτωπα με
ισχυρές αντιδράσεις και πιέσεις, που συχνά καταφέρνουν να αδρανοποιήσουν και να απαξιώσουν τις όποιες καλές προθέσεις της Πολιτείας.
Για το λόγο αυτό περιμέναμε να υπάρξει η αναγκαία πολιτική βούληση για την ουσιαστική αναβάθμιση του ρόλου των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος με στόχο την μετατροπή της Επιθεώρησης σε Ανεξάρτητη Αρχή, ώστε να δρα χωρίς καμία εξάρτηση με ενιαίο και αποτελεσματικό τρόπο, με πλήρη στελέχωση με το αναγκαίο εξειδικευμένο προσωπικό και τα κατάλληλα εργαλεία, κλπ., διορθώνοντας το σφάλμα του 2019 όταν δυστυχώς το Σώμα
Επιθεωρητών δεν υπήχθη στην νεοσυσταθείσα Αρχή Διαφάνειας του ν. 4622/2019 για το
επιτελικό κράτος, που απέδειξε για πολλοστή φορά την έλλειψη πολιτικής βούλησης για την
αναβάθμιση του ρόλου του περιβαλλοντικού ελέγχου στο ευρύτερο πλαίσιο του ελεγκτικού
ρόλου του κράτους.
Επιπλέον, θα πρέπει να θεσπιστεί ένα πλαίσιο μόνιμης και διαρκούς επικοινωνίας (διαρκής, ανοικτός διάλογος, δημοσιεύσεις, δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων, κλπ.) των Επιθεωρητών
Περιβάλλοντος με τοπικούς συλλόγους, κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς, κατοίκους περιοχών που βιώνουν προβλήματα και αγωνίζονται χρόνια για την επίλυσή τους (διαμόρφωση ισχυρής κοινωνικής συμμαχίας πολιτών), μέσα από την ενημέρωση, την συνεργασία και την αλληλοϋποστήριξη σε μια προσπάθεια αναζήτησης και εξεύρεσης κοινά
αποδεκτών λύσεων αλλά και θεμάτων διαχείρισης περιβαλλοντικών κρίσεων. Και βεβαίως δεν νοείται να μην διαθέτει τον δικό του διαδικτυακό τόπο όπου να μπορεί ο πολίτης να ενημερώνεται και να καταγγέλλει.
Για να περάσουμε σε μια κοινωνία νομιμότητας έχουμε ανάγκη από συστηματικό έλεγχο από Ανεξάρτητες και αυτοδύναμες αρχές με πλήρεις αρμοδιότητες παράλληλα με την εγκαθίδρυση ενός ικανού συστήματος έκθεσης των παρανομούντων, αλλά και επιβράβευσης των καλών πρακτικών. Ειδικότερα μάλιστα σε ότι αφορά στα θέματα περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη τα περιβαλλοντικά εγκλήματα που συντελούνται εδώ και χρόνια στον τόπο μας που έχουν οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη και εκτεταμένη ρύπανση εδάφους, υπόγειων και επιφανειακών νερών, υποβάθμιση βιοποικιλότητας και σε μεγάλη περιβαλλοντική ζημιά.
Ο έλεγχος της τήρησης της περιβαλλοντικής και εν γένει νομοθεσίας δεν ανταγωνίζεται ούτε
εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά αντίθετα την ευνοεί, διαφυλάσσοντας το φυσικό και τον πολιτιστικό πλούτο της χώρας μας επάνω στον οποίο βασίζεται η ανάπτυξή της. Οι νόμιμα λειτουργούσες δραστηριότητες δεν επιβαρύνονται από τους ελέγχους αυτούς, αντίθετα, προβάλλεται η ορθή πρακτική των επιχειρήσεων που λειτουργούν νόμιμα και με σεβασμό στο περιβάλλον.
Τέλος, μόνο ένας ουσιαστικός, αξιόπιστος έλεγχος και σαφείς διαφανείς διαδικασίες μπορούν να εγγυηθούν το σεβασμό στη νομοθεσία και τη συμμόρφωση και όχι μια απλή εποπτεία από όργανα που θα ελέγχονται από σειρά συντονιστικών και άλλων επιτροπών, αλλά και από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Ακολουθεί ένα ιστορικό της εξέλιξης του θεσμού, ιδιαίτερα χρήσιμο για την κατανόηση των ζητημάτων
Η συζήτηση σχετικά με το ρόλο και τις αρμοδιότητες των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος και της σημασίας του περιβαλλοντικού ελέγχου κρατάει από τη στιγμή της δημιουργίας του πρώτου φορέα Περιβαλλοντικών Επιθεωρήσεων στη χώρα, τέλος 2003 – αρχές 2004 με τον νόμο για τα ολυμπιακά έργα 2947/2001 (ΦΕΚ Α’ 228). Συγκροτήθηκε στο ΥΠΕΧΩΔΕ με τη μορφή Ειδικής Υπηρεσίας (ΕΥΕΠ), κάτω από έναν Γενικό Επιθεωρητή 5ετούς θητείας και απευθείας υπαγόμενη στον εκάστοτε Υπουργό, έχοντας ωστόσο διευρυμένο ελεγκτικό πεδίο, αλλά χωρίς αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων, πέραν της απλής εισήγησης προς τον υπουργό, ενώ έκτοτε παρέμεινε εμφανώς υποστελεχωμένη.
Να σημειωθεί ότι η χώρα μας το 2003 ήταν το μόνο κράτος – μέλος της ΕΕ που δεν είχε συγκροτήσει, ως το όφειλε, έναν μηχανισμό-φορέα για τον έλεγχο και τη συμμόρφωση τήρησης των περιβαλλοντικών όρων που τίθενται από την περιβαλλοντική αδειοδότηση προκειμένου να λειτουργήσει ένα έργο, μια δραστηριότητα, μια επιχείρηση είτε ήταν του δημόσιου ή και του ευρύτερου δημόσιου τομέα τη στιγμή που τα άλλα κράτη μέλη διέθεταν ήδη ισχυρές Ανεξάρτητες Αρχές Περιβαλλοντικής Επιθεώρησης.
Έτσι, έσπευσε να το πράξει αμέσως, μετά το τέλος της Ελληνικής Προεδρίας (1ο εξάμηνο 2001), υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εξελίξεων, ενόψει των προπαρασκευαστικών συνεδριάσεων για την προετοιμασία της Διάσκεψης Κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ για την Αειφόρο Ανάπτυξη, όταν η Ελλάδα ήταν μέρος της Τρόϊκα, υλοποιώντας τη διάταξη του ως άνω νόμου και εφαρμόζοντας την Σύσταση 2001/331/ΕΚ «για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη», η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της συμμόρφωσης των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων προς την περιβαλλοντική νομοθεσία.
Η συζήτηση παρέμενε ανοιχτή ως προς τον βέλτιστο τρόπο οργάνωσης και διακυβέρνησης της ΕΥΕΠ, έχοντας πάντα κατά νου την μετατροπή της σε Απεξάρτηση Αρχή, με αναφορά στη Βουλή (ώστε οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι να μην εξαρτώνται από υπουργικές υποδείξεις και κομματικές παρεμβάσεις), ακόμη και όταν το 2010 αναβαθμίστηκε ουσιαστικά, κρατώντας τον ανεξάρτητο ρόλο της, όταν εντάχθηκε στην νεοσύστατη Ειδική Γραμματεία Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας που δημιουργήθηκε στο νεοσύστατο Υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, στην οποία δημιουργήθηκαν και εντάχθηκαν και άλλες νέες υπηρεσίες, με τους Επιθεωρητές Ενέργειας, τους Επιθεωρητές Δόμησης, τους Επιθεωρητές Κατεδάφισης Αυθαιρέτων και το Συντονιστικό Γραφείο Αποκατάστασης της Περιβαλλοντικής Ζημιάς (ΣΥΓΑΠΕΖ) σε εφαρμογή του ΠΔ 148/2009 για την Περιβαλλοντική Ευθύνη.
Ωστόσο, εξακολούθησε να υπάρχει υποστελέχωση και επιπλέον ένα διαχρονικό έλλειμμα διαφάνειας με την Μη δημοσίευση στη Διαύγεια των αποφάσεων επιβολής περιβαλλοντικών
κυρώσεων, πρακτική που οριστικοποιήθηκε ειδικά μετά τις διατάξεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Εδώ και μία δεκαετία, με το πρόσχημα των προσωπικών δεδομένων, το υπουργείο Περιβάλλοντος «καλύπτει» τους παρανομούντες, μη δημοσιεύοντας στοιχεία για τους ελέγχους και τα πρόστιμα.
Η υποστελέχωση εξακολούθησε να αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα, ακόμη μετά τη συνένωση από το 2014 με την επιθεώρηση μεταλλείων, παρά το γεγονός ότι η Επιθεώρηση είχε πλέον
ένα εξαιρετικά διευρυμένο πεδίο ελέγχου.
Βέβαια, καταργήθηκε η Ειδική Γραμματεία και οι υπηρεσίες επιθεώρησης εντάχθηκαν στο οργανωτικό σχήμα του Υπουργείου ως Γενική Διεύθυνση (στις Υπηρεσίες που υπάγονται απευθείας στον Υπουργό), ως Σώμα Επιθεώρησης (Νοτίου και Βορείου Ελλάδος / ΣΕΝΕ και ΣΕ ΒΕ που υπάγεται πλέον στην Γενική Γραμματεία Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του ΥΠΕΝ.
Επιπλέον, η μη υπαγωγή του Σώματος Επιθεωρητών στην νεοσυσταθείσα Αρχή Διαφάνειας
του ν. 4622/2019 για το επιτελικό κράτος απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση για την αναβάθμιση του ρόλου του περιβαλλοντικού ελέγχου στο ευρύτερο πλαίσιο του ελεγκτικού ρόλου του κράτους.
Ωστόσο, το έργο που έχει προσφέρει η Επιθεώρηση Περιβάλλοντος, από το 2003 έως σήμερα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ανέδειξε τα πιο κρίσιμα περιβαλλοντικά προβλήματα και τα περιβαλλοντικά εγκλήματα που συντελούνται στη χώρα, μεταξύ των οποίων η ρύπανση των εδαφών και του υδροφόρου ορίζοντα από εξασθενές χρώμιο από την ανεξέλεγκτη εναπόθεση επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων από συγκεκριμένες δραστηριότητες στην περιοχή Οινοφύτων Σχηματαρίου (ρύπανση Ασωπού), τα ζητήματα παράνομης και ανεξέλεγκτης απόθεσης επικίνδυνων και μη αποβλήτων σε ρέματα, δάση, χωματερές, κλπ., η παράνομη διασυνοριακή διακίνηση επικίνδυνων και άλλων αποβλήτων, η ρύπανση που προκαλείται από βιομηχανικές και άλλες δραστηριότητες, η ελλιπής και προβληματική λειτουργία ΧΥΤΑ, κλπ., ενώ σημαντική είναι η συμβολή του επίσης υποστελεχωμένου ΣΥΓΑΠΕΖ σε ζητήματα απόδοσης ευθύνης στους υπαιτίους σημαντικών περιβαλλοντικών ζημιών (ο ρυπαίνων πληρώνει) και στον καθορισμό των κατάλληλων μέτρων αποκατάστασης, καθώς και η συνεισφορά του στη δημιουργία και καλή λειτουργία των αντίστοιχων Περιφερειακών Υπηρεσιών (ΠΕΑΠΖ).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά τα υπαρκτά προβλήματα και την έλλειψη πολιτικής στήριξης, οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος έχουν αναδείξει τη σημασία του ελέγχου και των επιθεωρήσεων για τη συμμόρφωση ελεγχόμενων στην περιβαλλοντική νομοθεσία, για την προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων, αλλά και της δημόσιας υγείας.