O Μιχάλης Δολαψάκης, από το Ηράκλειο Κρήτης, που τα τελευταία 20 χρόνια εργάζεται στη Βενετία και κατοικεί στο Τρεβίζο της Ιταλίας, έζησε την κρίση από κοντά (είχε ξαναμιλήσει σε ελληνικά ΜΜΕ) κι απέστειλε πρόσφατα επιστολή στον Ρ/Σ ΑΘΗΝΑ 984 και στη ραδιοφωνική εκπομπή του Γιώργου Σαχίνη, μέσω της οποίας εξηγεί κάποια ζητήματα σχετικά με τις σοβαρές επιπτώσεις της πανδημίας στην Ιταλία. Όμως επιχειρεί να διαφοροποιηθεί και από το κυρίαρχο αφήγημα περί «έγκαιρων μέτρων» που έλαβε η Ελλάδα. Στέκεται με πιο κριτική προσέγγιση απέναντι στην επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν πως χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, που βρέθηκαν στη δίνη της υγειονομικής κρίσης, δεν έλαβαν εγκαίρως μέτρα και γι αυτό θρηνούν πολλά θύματα. H γνώμη μας είναι ότι πρέπει να ακούμε προσεκτικά διαφορετικές προσεγγίσεις, να λαμβάνουμε υπόψη τις εμπειρίες των άλλων και να αναλύουμε προσεκτικά τα θετικά και αρνητικά που υπάρχουν και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες την πανδημία, χωρίς υπεροψία ή υπερφίαλες αντιλήψεις. Πολλά είναι αυτά που δεν έχουμε αναλύσει και συζητήσει ακόμα, ενώ οι έρευνες δεν είναι επαρκείς. Η επιδημία θα είναι εδώ για περισσότερο χρόνο, επομένως μέχρι να αντιμετωπιστεί πλήρως και όχι μερικώς όπως τώρα πρέπει να έχουμε ανοικτές τις κεραίες μας και να είμαστε σε εγρήγορση.
Ο κ. Δολαψάκης στην επιστολή του αναφέρει: «Δεν είναι σωστό να λέμε ότι τα έχουμε πάει τέλεια: Υπάρχουν παράγοντες που έχουν συμβάλει για να τα “πάμε καλά” από πολλές μεριές. Το γεγονός και μόνο ότι όλοι (σχεδόν) οι ειδικοί που έχω ακούσει στα ΜΜΕ μιλάνε για επιτυχή αντιμετώπιση δεν πείθει. Είναι και προσβλητικό για τις χώρες που σηκώνουν το βάρος των χιλιάδων θανάτων να ακούνε το “δεν είμαστε ευτυχώς Ιταλία ή Ισπανία”. Αυτές οι χώρες, με τα καλύτερα συστήματα δημόσιας Υγείας παγκοσμίως, γονάτισαν για να μπορούμε εμείς να λέμε ότι είμαστε καλύτεροι. Γιατί κανείς δεν αναφέρει το πόσες χιλιάδες ασθενείς έσωσαν αυτές οι χώρες;».
Ο κ. Δολαψάκης ανέφερε τους παράγοντες που καθορίζουν κατά την γνώμη του την επέκταση και εξάπλωση του ιού στην Ιταλία, που είναι:
- η πυκνότητα του πληθυσμού (γενικά και σε ειδικές γεωγραφικές περιοχές),
- η επισκεψιμότητα της χώρας, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου,
- το κατά πόσο είναι “σταυροδρόμι” η κάθε χώρα,
- τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης ( η συζήτηση στην Ιταλία και σε άλλες χώρες έχει αναδείξει το ρόλο που παίζει η ατμοσφαιρική ρύπανση στους θανάτους από κοροναϊό)
- και οι σχέσεις με την Κίνα (εμπορικές και πληθυσμιακές).
«Ποια μέτρα λοιπόν πήρε έγκαιρα η Ελλάδα; Τα πλοία από εξωτερικό δεν είχαν καμία απαγόρευση μέχρι αρχές Μαρτίου! Ποιο καρναβάλι δεν κάναμε και ποιος κόσμος δεν κατέβηκε στους δρόμους; Και στην Πάτρα και στο Ρέθυμνο μια χαρά βγήκε ο κόσμος κατά εκατοντάδες, σε αντίθεση με τις όποιες απαγορεύσεις. Στη Βενετία, Δευτέρα απόγευμα ανακοίνωσαν ότι ακυρώνεται το καρναβάλι (μια μέρα δηλαδή πριν το πανηγυρικό κλείσιμο) και την Τρίτη είχε αδειάσει η πόλη. Η Ελλάδα και στο καρναβάλι υπήρξε τυχερή, μιας και ήταν μια εβδομάδα μπροστά, εφόσον οι εορτασμοί ήταν μια εβδομάδα μετά. Στα τεστ για τον ιό είμαστε στις τελευταίες θέσεις, πάνω μόνο από Πολωνία, Κροατία και λίγες άλλες. Ας δούμε λίγο την Πορτογαλία, που συνορεύει με την Ισπανία, με τα σχεδόν 200.000 τεστ. Μη συγκρίνουμε λοιπόν ανόμοιες και ετεροχρονισμένες καταστάσεις, γιατί είναι σα να συγκρίνουμε παιχνίδια πρωταθλήματος με φιλικά προετοιμασίας. Το ότι πήραμε το EURO το 2004 δε μας έκανε και ποδοσφαιρομάνες ξαφνικά. Η έπαρση θα γυρίσει μπούμερανγκ».
«Στην Ελλάδα με 81 κατοίκους/km2 είμαστε σχετικά αραιοκατοικημένοι, με εξαίρεση τα αστικά κέντρα. Ίσως εκεί θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερο βάρος από το φθινόπωρο. Η Αθήνα θα αποτελέσει πολύ μεγάλο πρόβλημα, μιας και οι 18.000 κάτοικοι/km2 είναι μια κατάσταση που και μόνο τα μέτρα καραντίνας από μόνα τους δε θα καταφέρουν να περιορίσουν τίποτα. Θα πρέπει να υπάρξει σχεδιασμός υγειονομικών δομών που θα λειτουργήσουν ως ανάχωμα από τη μια, και βέβαια σαν επένδυση στο μέλλον της δημόσιας υγείας στη συνέχεια. Πρέπει να καταλάβει ο κόσμος ότι η Ελλάδα κερδίζει χρόνο τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά πρέπει να επενδύσει στο μέλλον οπωσδήποτε για να βγει νικήτρια», τονίζει στην επιστολή του ο κ. Δολαψάκης.
«Η επόμενη μέρα»
Σε σχέση με την επόμενη μέρα στην Ιταλία, ο κ. Δολαψάκης λέει: «είναι ήδη στην επόμενη μέρα. Τα μέτρα, με τα όποια λάθη και καθυστερήσεις, αποδίδουν. Στο χωριό Vo της Βόρειας Ιταλίας (πρώτη εστία του κορωνοϊού στην Ιταλία και πρώτη περιοχή σε απόλυτη καραντίνα) έχουμε μηδενικά κρούσματα πλέον. Γίνεται προσπάθεια σχεδιασμού για την ανάταξη της οικονομίας με χιλιάδες ελέγχους σε εργοστάσια και βιοτεχνίες ως προς τις προφυλάξεις για τον κορωνοϊό. Ήδη μπαίνουν βοηθήματα στους ελεύθερους επαγγελματίες (δείτε τα στοιχεία στην εφημερίδα “Sole 24ore”). Στο Βένετο, που διαμένω, έχουν ανοίξει βιβλιοπωλεία και καταστήματα παιδικών ρούχων, η απόσταση που θα κρατάει ο κόσμος θα είναι πλέον 2 μέτρα (σειρές σούπερ-μάρκετ, λαϊκές κ.τ.λ.), ενώ θα μπορούμε να βγούμε πέρα από τα 200 μέτρα για βόλτα ή άσκηση από το σπίτι μας, αλλά όχι και πολύ πέρα αυτών. Μάσκα, γάντια και αντισηπτικό θα είναι υποχρεωτικά. Όποιος έχει πάνω από 37,5 πυρετό θα απαγορεύεται να βγαίνει από το σπίτι. Η μερική χαλάρωση των μέτρων είναι αποτέλεσμα όχι μόνο του αριθμού των κρουσμάτων, αλλά και της τυφλής υπακοής στα μέτρα που έχει δείξει ο κόσμος μέχρι τώρα, τουλάχιστον εδώ».
Ο κ. Δολαψάκης στην επιστολή του υποστηρίζει πως «στην Ελλάδα επιμένουμε σε επιλεκτικό έλεγχο, που οφείλεται – κατά τη γνώμη μου – σε έλλειψη και όχι σε σχεδιασμό. Αντί λοιπόν να το παραδεχτούν ότι δεν έχουμε επαρκή αριθμό τεστ, δεν έχουμε αντιδραστήρια κ.τ.λ., λένε ότι “η στρατηγική μέχρι στιγμής έχει πετύχει”: Αυτό σημαίνει ότι βλέπουμε και κάνουμε μέρα με τη μέρα. Προσοχή η κριτική πάει παντού: Και στην Ιταλία έγιναν φρικτά λάθη. Όπως π.χ. να στέλνουν θετικούς από ιό στα γηροκομεία για να ελαφρύνουν τα νοσοκομεία, με τα γνωστά αποτελέσματα. Τώρα γίνεται το γνωστό παιχνίδι της ρίψης των ευθυνών. Ουδείς αλάνθαστος λοιπόν».
Ο κ. Δολαψάκης κλείνει με μια προσωπική ματιά όπως λέει: «Ίσως η Ελλάδα της τελευταίας στιγμής έχει μεγάλη εμπειρία σε καταστάσεις συναγερμού – σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές, οι γείτονες “φιλικές” χώρες – και αυτό το συνεχές ράβε-ξήλωνε στο Δημόσιο, στους φορείς και παντού ίσως να έχει συμβάλει στην ενεργοποίηση των απαραιτήτων αντανακλαστικών. Είναι τυχερή η χώρα μας που τυγχάνει να υπάρχουν στα νοσοκομεία της εξαίρετοι επιστήμονες και νοσηλευτικό προσωπικό, παρ’ όλες τις περικοπές και σε ορισμένες περιπτώσεις τον καθοδηγούμενο χλευασμό από την κοινή γνώμη. Χρειάζεται, όμως, επιτέλους να αξιοποιηθεί και το δυναμικό που υπάρχει σε αυτή τη χώρα για να μη βασιζόμαστε μόνο σε δανεικά τελευταίας στιγμής και στα αντανακλαστικά μας».