O Ετιέν Μπαλιμπάρ για τον πόλεμο στην Ουκρανία
Σε μια διαρκώς εξελισσόμενη κατάσταση τόσο τραγικής αβεβαιότητας πρέπει κανείς να παίρνει ξεκάθαρη θέση. Ή τουλάχιστον πρέπει να προσπαθήσει να το κάνει. Ο φιλόσοφος, στον οποίο συχνά πιστώνεται μια ιδιαίτερη ματιά, δεν είναι το καταλληλότερο πρόσωπο για να το κάνει. Διότι, αφενός, δεν έχει κανένα προνόμιο: είναι ένας πολίτης ανάμεσα σε άλλους που καλείται, όπως και αυτοί, να ανταποκριθεί στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης αναζητώντας πληροφορίες για να επιλέξει πλευρά στις πολιτικές διαμάχες. Ας θυμηθούμε το διάταγμα του Αθηναίου νομοθέτη Σόλωνα (5ος αιώνας π.Χ.), βάσει του οποίου εξορίζεται όποιος ισχυρίζεται ότι παραμένει ουδέτερος στις διαμάχες της πόλης. Αφετέρου, το «λειτούργημα» των φιλοσόφων περιλαμβάνει ένα είδος πολιτειακού καθήκοντος, ας πούμε παρρησίας (parresia), το οποίο συνίσταται στο να διαφωνούν ή να διαφοροποιούνται εντός του δικού τους πεδίου προκειμένου να εντοπίζουν τα τυφλά σημεία. Και αυτά δεν λείπουν ποτέ. Θα τολμήσω, λοιπόν, να προσεγγίσω ορισμένες επιπλοκές (χωρίς να επεκταθώ ιδιαίτερα).
1. Κατ’ αρχήν, θα πω ότι ο ουκρανικός πόλεμος κατά της ρωσικής εισβολής είναι ένας δίκαιος πόλεμος, με την πιο ισχυρή έννοια της λέξης. Γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι αμφιλεγόμενος και ότι η μακρά ιστορία του στη Δύση (από τον Άγιο Αυγουστίνο μέχρι τον Μάικλ Γουόλζερ) δεν είναι απαλλαγμένη από χειραγώγηση ή υποκρισία ούτε από καταστροφικές ψευδαισθήσεις, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ καμία άλλη που να ταιριάζει και την υιοθετώ με τις ακόλουθες διευκρινίσεις: δίκαιος πόλεμος είναι ένας πόλεμος για τον οποίο δεν αρκεί η αναγνώριση της νομιμότητας αυτών που αμύνονται από την επίθεση (κριτήριο του Διεθνούς Δικαίου) αλλά είναι ένας πόλεμος στον οποίο, ακόμη και εκείνοι (συμπεριλαμβανομένου και εμού) για τους οποίους κάθε πόλεμος (ή κάθε πόλεμος στην σημερινή κατάσταση του κόσμου) είναι απαράδεκτος ή καταστροφικός, δεν έχουν την επιλογή να παραμείνουν παθητικοί διότι η συνέπεια θα ήταν ακόμη χειρότερη. Δεν έχω λοιπόν κανέναν ενθουσιασμό, αλλά επιλέγω: εναντίον του Βλαντιμίρ Πούτιν.
2. Όπως εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, ο πόλεμος στην Ουκρανία (και συνεπώς στην Ευρώπη: Ουκρανία και Ρωσία είναι ευρωπαϊκά έθνη) έχει δύο πρόσωπα, δύο χαρακτηριστικά. Σε τοπικό επίπεδο, είναι ένας ολοκληρωτικός πόλεμος εναντίον ενός λαού, τον οποίο, ο κίνδυνος της εξόντωσης, έχει κινητοποιήσει σε μια πατριωτική ενότητα που διαγράφει τις παραδοσιακές διαιρέσεις του, ένας πόλεμος καταστροφής και τρόμου υπό την ηγεσία του Στρατού μιας μεγαλύτερης και ισχυρότερης γειτονικής χώρας, την οποία η κυβέρνησή της θέλει να εμπλέξει σε μια ιμπεριαλιστική περιπέτεια χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Επίσης, σε ευρύτερη κλίμακα, είναι ένας υβριδικός πόλεμος, στον οποίο αυτός ο ίδιος γείτονας με λίγους συμμάχους –με πολύ ετερογενή συμφέροντα και αρχές– διάσπαρτους ανά τον κόσμο, έρχεται αντιμέτωπος με την υπόλοιπη Ευρώπη η οποία αποτελεί επίσης το προωθημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ, δηλαδή, μιας στρατιωτικής συμμαχίας που είναι επίσης ιμπεριαλιστική, επιζήσασα μιας άλλης εποχής, αλλά επί του παρόντος αναπόφευκτη. Η αντιπαράθεση αυτή λαμβάνει χώρα στον τομέα των εξοπλισμών, της μετακίνησης των στρατευμάτων, της επικοινωνίας και της πληροφόρησης αλλά κυρίως στον τομέα των οικονομικών πιέσεων και των αντιπιέσεων που βρίσκονται στο επίκεντρο του σύγχρονου πολέμου. Όσο περισσότερο διαρκεί, τόσο πιο αξεδιάλυτες φαίνεται να γίνονται αυτές οι δύο πτυχές. Η καθεμία θα επιβάλει τη δική της λογική, υλικοτεχνική υποδομή και διάρκεια στην άλλη.
3. Μόνο τρομακτικά απαισιόδοξος για τις μελλοντικές εξελίξεις μπορεί να είναι κάποιος (εγώ είμαι), πράγμα που σημαίνει ότι οι πιθανότητες αποτροπής της καταστροφής είναι απειροελάχιστες, για τρεις τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, επειδή η κλιμάκωση είναι πιθανή, ιδίως αν η αντίσταση στην εισβολή παραταθεί, και μπορεί να μη σταματήσει στα συμβατικά όπλα (τα όρια μεταξύ αυτών και των όπλων μαζικής καταστροφής έχουν γίνει πολύ δυσδιάκριτα). Από την πλευρά του ολοκληρωτικού πολέμου, θα ολοκληρώσει την καταστροφή μιας χώρας και ενός πολιτισμού μπροστά στα μάτια μας. Από την πλευρά του υβριδικού πολέμου, θα έχει γιγαντιαίο κόστος σε ολόκληρο τον κόσμο (π.χ. όσον αφορά τους διατροφικούς πόρους για τους πληθυσμούς του Βορρά και, κυρίως, του Νότου). Δεύτερον, επειδή, αν ο πόλεμος έχει κάποιο αποτέλεσμα, αυτό θα είναι καταστροφικό σε κάθε περίπτωση: είτε ο Πούτιν πετύχει τους στόχους του –προφανώς συντρίβοντας τον ουκρανικό λαό και ενθαρρύνοντας άλλες παρόμοιες εγχειρήσεις– είτε αναγκαστεί να σταματήσει ή να υποχωρήσει, επιστρέφοντας στην πολιτική των στρατοπέδων, όπου ο κόσμος θα παγώσει. Και στις δύο περιπτώσεις, εξαιτίας της έξαρσης του εθνικισμού και του μίσους στο οποίο θα βυθιστούμε για πολύ καιρό ακόμη. Τρίτον και τελευταίο, επειδή ο πόλεμος (και τα επακόλουθά του) καθυστερεί την κινητοποίηση του πλανήτη κατά της κλιματικής καταστροφής και, επιπλέον, συμβάλλει στην επιτάχυνσή της ενώ έχει ήδη χαθεί πολύς χρόνος.
4. Ο πόλεμος δημιουργεί μια εντελώς νέα πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη και για την Ευρώπη δηλαδή για τη συγκρότηση και την οικοδόμησή της. Η πλέον τονισμένη πτυχή είναι η προσπάθεια ενίσχυσης της κρατικής συνοχής από τα πάνω, κυρίως, μέσω της στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αναζωπύρωσης της συζήτησης για την κυριαρχία της. Επιπλέον, υπάρχουν συζητήσεις που απέχουν πολύ από το να καταλήξουν σχετικά με το κατά πόσον είναι συμφέρουσα η άμεση προσφυγή στη διεύρυνσή της σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης: αποτελεί ή δεν αποτελεί εγγύηση ασφάλειας; για ποιον; είναι μια μορφή κλιμάκωσης; Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, εξίσου καθοριστικό μακροπρόθεσμα: η εισροή Ουκρανών προσφύγων στην ΕΕ, πρωτοφανής από τον εκτοπισμό των ανθρώπων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό ακριβώς είναι που, το 2015 (όταν η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ πήρε την απόφαση, μόνη της και ενάντια σε όλα τα προγνωστικά, να δεχτεί πρόσφυγες από τη Συρία), ονόμασα δημογραφική διεύρυνση της ΕΕ, τώρα σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα. Καθώς το ουκρανικό έδαφος (ιδίως οι πόλεις που έχουν καταστραφεί από την αεροπορία) καθίσταται ακατοίκητο, αυτά τα εκατομμύρια των προσφύγων δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα σπίτια τους σύντομα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει επίσης να είναι «στο σπίτι τους» στην ΕΕ. Τα τρέχοντα μέτρα έκτακτης ανάγκης είναι ένα πρώτο βήμα αλλά θα πρέπει να υπάρξουν περισσότερα. Με άλλα λόγια: η Ουκρανία έχει ήδη εισέλθει, στην πράξη, στην Ευρώπη, μέσω ενός μέρους του πληθυσμού της που βρίσκεται στην εξορία. Τα σύνορα έχουν μετατοπιστεί προς τα δυτικά. Μένει να βρεθεί η θεσμική φόρμουλα για αυτή την ολοκλήρωση…
5. Ένας σημαντικός κίνδυνος – ίσως ο κυριότερος, αν λάβουμε υπόψη αυτό που ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς ονόμασε ηθικό παράγοντα του πολέμου– έγκειται στον πειρασμό να κινητοποιηθεί η κοινή γνώμη, η οποία δικαίως συμπάσχει με τους Ουκρανούς, με τη μορφή μιας ρωσοφοβίας της οποίας τα συμπτώματα είναι εμφανή εδώ και εκεί, τροφοδοτούμενη από τη λειψή γνώση της ρωσικής και σοβιετικής ιστορίας και από τη σύγχυση, εκούσια ή ακούσια, μεταξύ των συναισθημάτων του ρωσικού λαού και της ιδεολογίας του σημερινού ολιγαρχικού καθεστώτος. Η έκκληση για επιβολή κυρώσεων ή μποϊκοτάζ σε καλλιτέχνες, πολιτιστικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα με αποδεδειγμένους δεσμούς με το καθεστώς και τους ηγέτες του είναι ένα προφανές όπλο (αν και θα πρέπει να παρατηρήσουμε χωρίς εφησυχασμό το μεγάλο χάσμα που ανοίγεται μεταξύ των αδιάλλακτων εκκλήσεων για πολιτιστικά μποϊκοτάζ και της πραγματικότητας των συμβιβασμών που εξακολουθούν να γίνονται στον τομέα των οικονομικών κυρώσεων, ιδίως όσον αφορά την αγορά φυσικού αερίου και τη χρηματοδότησή του). Όμως ο στιγματισμός της ρωσικής κουλτούρας, ως τέτοιας, είναι μια παρεκτροπή, αν αληθεύει ότι μια από τις λίγες δυνατότητες να ξεφύγουμε από την καταστροφή βρίσκεται στην ίδια τη ρωσική κοινή γνώμη. Και το να ζητάμε από τους πολίτες μιας αστυνομικής δικτατορίας να πάρουν θέση αν θέλουν να παραμείνουν ευπρόσδεκτοι στις δημοκρατίες μας είναι αισχρό.
6. Όποιες φιλοσοφικές διαστάσεις κι αν επιθυμεί κάποιος να εισάγει (και θα υπήρχαν και άλλες), με βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη προοπτική, δεν μπορούν ωστόσο να κρύψουν τον επείγοντα χαρακτήρα. Το επείγον, η άμεση επιτακτική ανάγκη, είναι η ουκρανική αντίσταση να παραμείνει σταθερή και να νοιώσει ότι πραγματικά εισπράττει υποστήριξη με πράξεις και όχι μόνο με συναισθήματα. Ποιές πράξεις; Εδώ αρχίζει η συζήτηση για την τακτική, ο υπολογισμός της αποτελεσματικότητας και του κινδύνου, της άμυνας και της επίθεσης. Οποιοσδήποτε τρόπος συμμετοχής σε έναν πόλεμο ή επηρεασμού της πορείας του δεν αποτελεί ευφυή τακτική (ένας ακόμα αφορισμός του φον Κλάουζεβιτς που έρχεται στο μυαλό: η διαχείριση του πολέμου είναι «η ευφυία του Κράτους προσωποποιημένη). Αφθονούν παραδείγματα τακτικών που μπορούν να επισπεύσουν την ήττα. Ή το χειρότερο. Όμως δεν είναι ευφυές να αφήνεις τα πράγματα να έρθουν. Περίμενε και θα δες (Wait and see) δεν αποτελεί επιλογή.
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Philosophie Magazine. Εδώ αναδημοσιεύεται από το Rednblack