Η παρέμβαση της ομ. καθηγήτριας Π. Αιγαίου ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ-ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗ στη διαβούλευση για το σχέδιο Κλιματικού Νόμου
της ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ-ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗ,
ομ. καθηγήτρια Π. Αιγαίου
Διαδικαστικά και πρακτικά ζητήματα.
Δεν είναι σαφές αν οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις (εκπομπών και απορροφήσεων) θα γίνουν με μεθοδολογίες και δεδομένα κατάλληλα για το εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Ιδιαίτερα οι προβλέψεις με βάση παγκόσμια κλιματικά σενάρια χρησιμοποιούν μεγέθη που είναι παγκόσμιοι μέσοι όροι (μικρών και μεγάλων παραγωγών εκπομπών) και δεν λαμβάνουν υπόψη παράγοντες που είναι σημαντικοί σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Ίδια ζητήματα εγείρονται για την αξιολόγηση των επιπτώσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο με βάση παγκόσμια σταθερότυπα που δεν λαμβάνουν υπόψη τοπικές διαφοροποιήσεις.
Πρακτικά ζητήματα.
Το κύριο ζήτημα είναι η διαθεσιμότητα επαρκών, αξιόπιστων και πλήρων (για όλους τους παράγοντες ενδιαφέροντος) δεδομένων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο ικανών να υποστηρίξουν τη χρήση κατάλληλων μεθοδολογιών για την παραγωγή αξιόπιστων εκτιμήσεων και προβλέψεων.
Δεν είναι επίσης σαφές αν και πως λαμβάνονται υπόψη τυχαία / απρόβλεπτα γεγονότα που επηρεάζουν τη συλλογή των δεδομένων, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται μέσοι όροι τελευταίων (π.χ. 3-5) ετών ως βάση σύγκρισης.
Τα ζητήματα που αφορούν στο Άρθρο 15 (Ενδυνάμωση της διάστασης της κλιματικής αλλαγής στην περιβαλλοντική αδειοδότηση) σχολιάζονται στο ίδιο το άρθρο.
ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ, ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ
Τα παραπάνω ζητήματα αποτυπώνονται στις θεσμοθετούμενες ρυθμίσεις για απαιτούμενες παρεμβάσεις και δράσεις. Πιο συγκεκριμένα,
(α) θεσμοθετούνται μονομερείς, ομοιόμορφες και χωρικά αδιαφοροποίητες δράσεις αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής που εστιάζουν κυρίως σε συγκεκριμένα άμεσα αίτια μόνο (ποσοστά μείωσης ανθρωπογενών εκπομπών ΑτΘ, τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα)
(β) οι ομοιόμορφες μειώσεις εκπομπών, που αντίκεινται στην αρχή της οικονομικής αποδοτικότητας (γνωστό στα Περιβαλλοντικά Οικονομικά από το 1970), εφαρμόζονται άκριτα ασχέτως του πραγματικού ύψους εκπομπών ΑτΘ (που πιθανά είναι πολύ χαμηλό).
(γ) οι θεσμοθετούμενες δράσεις είναι ασαφείς και γενικές όσον αφορά στις επιλέξιμες δραστηριότητες, πλην εκείνων που αφορούν στη μείωση των εκπομπών από συγκεκριμένες δραστηριότητες (ορυκτά καύσιμα)
(δ) ιδιαίτερα ασαφείς είναι οι αναφορές σε δράσεις για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ένα θέμα που έχει μεγαλύτερη σημασία για την Ελλάδα που πλήττεται από ένα φαινόμενο το οποίο δεν έχει προκαλέσει. Εδώ αναδεικνύεται η πλημμελής έμφαση στη χωρική διάσταση του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής και της χωροταξικής διάστασης της αντιμετώπισης της με δράσεις προσαρμογής σε κρίσιμους τομείς όπως ο πρωτογενής αλλά και ο τριτογενής (παρά τις προβλέψεις για Περιφερειακά Σχέδια για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή).
(ε) απουσιάζουν σαφείς αναφορές στις αναδυόμενες τεχνολογικές λύσεις δέσμευσης και χρήσης άνθρακα (CCU) από διαδικασίες παραγωγής (π.χ. βιομηχανία, ηλεκτροπαραγωγή, ανθρακοδεσμευτική γεωργία) ή απευθείας από την ατμόσφαιρα (CO2) για την βιώσιμη παραγωγή προϊόντων μη ορυκτού άνθρακα .
(στ) δεν περιλαμβάνονται παράλληλες και ταυτόχρονες δράσεις συνεργειών που στοχεύουν στα έμμεσα αίτια όπως, π.χ. αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και διαχείριση της ζήτησης σε εθνικό ή/και περιφερειακό επίπεδο, που μπορεί να επιτύχουν μείωση εκπομπών, άμεσα ή έμμεσα, αύξηση απορροφήσεων, προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και βελτίωση του επιπέδου ευημερίας
(ζ) παρόλο ότι αναφέρονται, δεν τονίζεται η ανάγκη τόσο για περιβαλλοντική (κλιματική συγκεκριμένα) ενσωμάτωση (Environmental Policy Integration) όσο και, κυρίως, για ολοκλήρωση πολιτικών (Policy Integration).
(η) πολλές θεσμικές ρυθμίσεις στηρίζονται σε εκτιμήσεις μελλοντικών σεναρίων χωρίς να διευκρινίζεται αν υπάρχουν και χωρίς να υπογραμμίζουν την αβεβαιότητα και τους περιορισμούς τους
(η) συνολικά, το ΣΝ δεν προωθεί μετριοπαθείς παρεμβάσεις όπως επιτάσσει η αρχή πρόληψης (precautionary principle) της Ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής.
Τέλος, μια ανάγνωση του Άρθρου 10 (Γενικά Μέτρα Πολιτικής) δείχνει ότι η πιστή εφαρμογή της υφιστάμενης περιβαλλοντικής νομοθεσίας, και ο συντονισμός και η ολοκλήρωση της με, κατάλληλα τροποποιημένες, τομεακές και αναπτυξιακές πολιτικές, θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση εκπομπών ΑτΘ και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, δηλαδή, δεν θα συνέτρεχε η ανάγκη εισαγωγής πρόσθετου νόμου, του κλιματικού.
ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ, ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Η προτεινόμενη δομή λήψης αποφάσεων και κλιματικής διακυβέρνησης, το αντικείμενο των άρθρων 23-27 του Κεφαλαίου Δ, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Η παρουσίαση θα έπρεπε να αρχίσει με το άρθρο 26 (Κλιματική διακυβέρνηση), να είναι πιο καθαρή και δομημένη, να συνοδεύεται από ένα Σχήμα, με διακριτή παρουσίαση των φορέων λήψης αποφάσεων και των συμβουλευτικών/γνωμοδοτικών οργάνων.
Η προτεινόμενη δομή, παρά τις προβλέψεις για δημόσιο διάλογο και συμμετοχή, τείνει να είναι συγκεντρωτική.
Η εισαγωγή νέων φορέων λήψης αποφάσεων και συμβουλευτικών/γνωμοδοτικών οργάνων σε υφιστάμενα και νέα Υπουργεία εγείρει ζητήματα πλεονασμών και επικάλυψης αρμοδιοτήτων που παράγουν αναποτελεσματική διακυβέρνηση.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, απαιτείται αποσαφήνιση ρόλων και αρμοδιοτήτων και λεπτομερής παρουσίαση των:
(α) σχέσεων των προτεινόμενων διοικητικών και θεσμικών δομών, διαδικασιών, μέτρων και μηχανισμών εφαρμογής κλιματικής πολιτικής με τα αντίστοιχα των υφιστάμενων πολιτικών – περιβαλλοντικής, αναπτυξιακής, περιφερειακής, χωροταξικής, οικονομικής, μεταφορών, κ.λπ.
(β) ειδικότερα, των σχέσεων των προτεινόμενων ρυθμίσεων με τα Εθνικά, Ειδικά και Περιφερειακά Χωροταξικά Σχέδια, τα σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής, βιοποικιλότητας, κ.λπ.
Παράλληλα, οι δείκτες του άρθρου 25 (Ετήσια Έκθεση Προόδου) θα πρέπει να συμπληρωθούν με δείκτες απορροφήσεων από καταβόθρες και δείκτες κλιματικής ουδετερότητας.
Πρόσθετα ερωτήματα αφορούν:
(α) στα δικαιώματα στη λήψη αποφάσεων όσων συμμετέχουν στον διάλογο και στις διαβουλεύσεις
(β) στον έλεγχο ποιότητας και λειτουργίας των προβλεπόμενων φορέων λήψης αποφάσεων και των συμβουλευτικών/γνωμοδοτικών οργάνων
(γ) στην απαιτούμενη τεχνογνωσία των μελών τους
(δ) στα κριτήρια και τις προδιαγραφές για την εκπόνηση των προβλεπόμενων μελετών στη βάση των οποίων θα λαμβάνονται αποφάσεις και
(ε) στα κριτήρια και τις προδιαγραφές αξιοπιστίας και εγκυρότητας των χρησιμοποιούμενων δεδομένων και μεθοδολογιών ανάλυσης και εκτίμησης επιπτώσεων.
ΟΡΙΣΜΟΙ (ΑΡΘΡΟ 3)
Οι ορισμοί του Άρθρου 3 θα πρέπει να τεκμηριωθούν με βάση έγκριτες πηγές. Σημειώνεται ότι για κάθε έννοια υπάρχουν περισσότεροι του ενός έγκριτοι ορισμοί και αντίστοιχες ερμηνείες.
Το ΣΝ πρέπει να υιοθετήσει, αν και όχι άκριτα, ορισμούς ευρείας χρήσης και, κυρίως, που επιδέχονται πρακτικών επιχειρησιακών τρόπων μέτρησης με βάση διαθέσιμα δεδομένα σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Επίσης, αρκετοί άλλοι επιστημονικοί ή εξειδικευμένοι όροι πρέπει να ορισθούν. Π.χ., ανθεκτικότητα (χώρας και οικονομικών τομέων) στην κλιματική αλλαγή, τρωτότητα οικονομικών τομέων και δραστηριοτήτων, βιωσιμότητα φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος.
Κλιματική ουδετερότητα. Ο ορισμός (7) που παρατίθεται είναι χωρικά και χρονικά ασαφής, άρα δεν έχει πρακτική χρησιμότητα όπως θα αναμενόταν. Επίσης, παρόλη τη λογιστική προσέγγιση στην κλιματική ουδετερότητα που υιοθετήθηκε παγκόσμια (ισοζύγιο εκπομπών και απορροφήσεων), οι σχέσεις εκπομπών και απορροφήσεων δεν είναι γραμμικές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία της εκτίμησης της κλιματικής ουδετερότητας και τη χρήση της για λήψη αποφάσεων.
Ο ορισμός 9 (πράσινες υποδομές) αναφέρεται άπαξ στο κείμενο του ΣΝ.
Ο ορισμός 10 (προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή) είναι υπερβολικά απλοϊκός.
Οι ορισμοί 11 (Προϋπολογισμός άνθρακα) και 12 (Τομεακός προϋπολογισμός άνθρακα) δεν ευσταθούν. Δεν είναι δυνατόν ο προϋπολογισμός, σαν έννοια, να ορίζεται σαν μέγιστη ποσότητα εκπομπών (στην προκείμενη περίπτωση).
Σημειώνεται, ότι σε αρκετά σημεία του ΣΝ η χρήση ορολογίας δημιουργεί σύγχυση. Π.χ. τι σημαίνει «ασφάλεια δικαίου στους επενδυτές»; Η ασφάλεια δικαίου δεν αφορά την υπόλοιπη κοινότητα;
Στο Άρθρο 21 αναφέρονται ‘δράσεις που συμβάλλουν στην επίτευξη των κλιματικών στόχων’, ‘επιχειρήσεις τομέων και υποτομέων που εκτίθενται σε σημαντικό κίνδυνο διαρροής άνθρακα’ και ‘βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες’. Στο Άρθρο 22 αναφέρονται ‘δραστηριότητες με σημαντική συμβολή στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής’. Αυτές οι δραστηριότητες ούτε κατονομάζονται ούτε τεκμηριώνεται πως είναι δυνατόν εκ των προτέρων να κριθεί η αποτελεσματικότητα μιας δραστηριότητας στην επίτευξη κλιματικών στόχων όταν η αποτελεσματικότητα συναρτάται από πλήθος συστημικών και συγκυριακών παραγόντων.
ΣΥΝΟΨΗ – ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Αναγκαίες ουσιαστικές, διαδικαστικές και πρακτικές δράσεις για την διαμόρφωση ενός περιεκτικού και εφαρμόσιμου νομοθετήματος περιλαμβάνουν:
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ
Ολιστική, συμπεριληπτική, χωρική προσέγγιση στην κλιματική αλλαγή που θα διαπνέει όλο το κείμενο του Κλιματικού Νόμου.
Κλιματική ουδετερότητα – ισοβαρής αντιμετώπιση εκπομπών και απορροφήσεων ΑτΘ από καταβόθρες. Χωρική εξειδίκευση της κλιματικής ουδετερότητας.
Στόχοι του Κλιματικού Νόμου – προσθήκη στόχων για απορροφήσεις (όχι μόνο για εκπομπές ΑτΘ) στο άρθρο 1.
Τροποποίηση Άρθρων 2 (αντικείμενο) και 25 – προσθήκη αναφορών στις απορροφήσεις και στους σχετικούς δείκτες παρακολούθησης.
Σαφής αναφορά στο έδαφος, στις δραστηριότητες του πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία) και τις αντίστοιχες χρήσεις γης (καλλιέργειες, βοσκότοποι, δάση και δασικές εκτάσεις).
Σαφής αναφορά και εξειδίκευση προτάσεων που αφορούν θάλασσα και ακτές και τις σχετικές οικονομικές δραστηριότητες για τον έλεγχο εκπομπών και απορροφήσεων ΑτΘ.
Σαφής αναφορά στις αναδυόμενες τεχνολογικές λύσεις δέσμευσης και χρήσης άνθρακα (CCU).
Έμφαση και εξειδίκευση προτάσεων για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (συνολικά και ανά τομέα), βάσει σαφών κριτηρίων, όχι απλή μνεία του όρου.
Έμφαση στο ρόλο του χωροταξικού σχεδιασμού (χερσαίου και θαλάσσιου), και στη σχέση του με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, για τους παραπάνω σκοπούς. Προτάσεις για αλλαγές στο χωρικό πρότυπο των οικονομικών δραστηριοτήτων.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ
Εξειδίκευση σχέσεων και διαχείριση επικαλύψεων, συμπληρωματικότητας, αρμοδιοτήτων, κ.λπ. με τις προβλέψεις, μέτρα πολιτικής, διοικητικές δομές (Υπουργεία, υπηρεσίες), διαδικασίες λήψης αποφάσεων και μηχανισμούς εφαρμογής υφιστάμενων νόμων (περιβαλλοντικών, οικονομικών, χωροταξικών, κ.λπ.),
Εξειδίκευση σχέσεων με Σχέδια (χωροταξικά, διαχείρισης λεκανών απορροής, προστατευόμενων περιοχών, κ.λπ.)
Νομικές ρυθμίσεις για τα θέματα που δεν έχουν καλυφθεί (καταβόθρες, απορροφήσεις, έδαφος, πρωτογενής τομέας, θάλασσα, κ.λπ.)
Αποσαφηνίσεις προτεινόμενων θεσμοθετούμενων μέτρων
Κριτήρια για θεσμοθετούμενες λύσεις (π.χ. προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή)
Προδιαγραφές μελετών που προβλέπονται για λήψη αποφάσεων
Άρθρο 15 (Ενδυνάμωση της διάσταση της κλιματικής αλλαγής στην περιβαλλοντική αδειοδότηση) – ενδελεχής επεξεργασία και έλεγχος συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία (την αντίστοιχη Οδηγία).
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Για την ψήφιση και εφαρμογή του νόμου πρέπει να προηγηθούν και ελεγχθούν, με συμμετοχικές διαδικασίες, μελέτες για όλες τις εκτιμήσεις που προβλέπονται (και όσες προτείνεται εδώ να προβλεφθούν) στο υπό διαβούλευση ΣΝ.
Εξασφάλιση πλήρων και προσβάσιμων δημόσιων βάσεων δεδομένων
Αποθετήριο μεθοδολογιών και μοντέλων προσαρμοσμένων στην χωρική κλίμακα της χώρας
Αποσαφήνιση της προτεινόμενης δομής διακυβέρνησης, τροποποιήσεις στην κατεύθυνση της προσαρμοστικής διακυβέρνησης (adaptive governance)
Άρθρο 28: Εξειδίκευση προδιαγραφών για μελέτες και επιτροπές, προσθήκες
Σαφής και λιγότερο γενικόλογη γλώσσα.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Το συνοδευτικό κείμενο «Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης» είναι ανεπαρκές για την προκαταρκτική αποτίμηση των συνεπειών της προτεινόμενης ρύθμισης ενός τόσο σημαντικού και πολύπλοκου προβλήματος με κρίσιμες συνέπειες. Το τυπικό έντυπο είναι πρόχειρα συμπληρωμένο, με περιγραφές του περιεχομένου των άρθρων και απλουστευτικές, σύντομες ‘εκτιμήσεις’ που στερούνται τεκμηρίωσης και αιτιολόγησης, δεν στηρίζονται καν σε γνώμες ειδικών (expert opinion), ούτε παραπέμπουν στην ανάγκη ενδελεχούς ανάλυσης των συνεπειών της ρύθμισης.
Ένα τόσο βαρύνον νομοθέτημα απαιτεί πλήρη αιτιολογική έκθεση η οποία, με βάση έγκριτες μεθοδολογίες εκτίμησης, πρόβλεψης και αξιολόγησης επιπτώσεων πολιτικής και έγκυρα και αξιόπιστα δεδομένα, θα τεκμηριώνει τις θεσμοθετούμενες επιλογές και ρυθμίσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, εγείρονται σοβαρά ζητήματα εγκυρότητας και αξιοπιστίας του προτεινόμενου κλιματικού νόμου.