Του Αλέξανδρου Λασκαράτου
Γεν. Γραμμ. των Πράσινων Αλληλεγγύη
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί, τώρα που μπαίνει το καλοκαίρι, αν έχω αυτό που κλασσικά λέμε ¨δικό μου τόπο¨, κάποιο μέρος στο οποίο να βρίσκω τις ρίζες μου, κάπου που να επιστρέφω όποτε θέλω να γεμίσω τις μπαταρίες μου. Ειδικά το Καλοκαίρι, το Πάσχα, τα Χριστούγεννα.
Η απάντηση είναι αρνητική. Υπάρχει βέβαια ο (μικρός) τόπος στον οποίο έζησα τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής μου, μέχρι το 1960, στην Αίγυπτο. Τόπος αγαπημένος, αλλά τώρα πια τόσο μακρινός και σε απόσταση και σε χρόνο. Δεν έχει μείνει τίποτε δικό μου εκεί. Επισκέφτηκα την πόλη μου, τρεις φορές τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ένοιωσα ξένος. Το σπίτι, πάνω στη Διώρυγα του Σουέζ, δεν υπάρχει πια. Βομβαρδίστηκε στον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1967. Στη θέση του μια αλάνα. Οι Έλληνες φύγανε όλοι. Το ίδιο και oι άλλοι ξένοι, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία εργάζονταν στη γαλλική εταιρεία της διώρυγας του Σουέζ (Compagnie du Canal de Suez). Η οικονομική και εμπορική
σημασία της διώρυγας μειώθηκε δραματικά μετά την εμφάνιση των σούπερ-τάνκερς τα οποία περιπλέουν την Αφρική αλλά και την αύξηση των εμπορικών αερομεταφορών. Έτσι η πόλη μου, το Πορτ Τεουφίκ, που ήταν στην ουσία αυτό που ονομάζουν οι πολεοδόμοι, μια company city, έπεσε σε μαρασμό. Δήμευση περιουσίας και απέλαση, 1960. Άφιξη του πατέρα στην Αθήνα με αποσκευές δύο βαλίτσες ρούχα όλες κι’ όλες. Νέο ξεκίνημα, σκληρό για όλους. Ο πατέρας στο Λονδίνο, σε ναυτιλιακή εταιρεία. Νέος τόπος μου η Αθήνα; Όχι. Η μοίρα των ξεριζωμένων. Ξένοι στον καινούργιο τους τόπο, ξένοι και στον παλιό. Αφέλεια και πολιτισμικό σοκ. Με ρωτάγανε στο σχολείο πως και δεν είμαι μαύρος αφού έρχομαι από την Αίγυπτο!
Η Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Μια κατάσταση που θα τη χαρακτήριζα σαν «έντιμη πενία». Τα σημάδια της κατοχής και του εμφύλιου εμφανή. Ο κόσμος αγωνίζεται να ξαναστήσει τη ζωή του. Το ότι είμαι νεόφερτος στον τόπο αυτόν, μου δίνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Βλέπω και παρατηρώ πράγματα που, αν ήμουν μέρος τους, ίσως να μου διαφεύγανε. Δημόσιοι υπάλληλοι σχετικά φτωχοί αλλά με αξιοπρέπεια (το μεγάλο φαγοπότι δεν έχει αρχίσει ακόμη…). Ο πατέρας του φίλου μου, για να μη φθείρονται τα ρούχα του, τα έβγαζε και φόραγε την πυτζάμα του μόλις γύριζε σπίτι. Το παντελόνι κάτω από το στρώμα, για να κρατηθεί σιδερωμένο για την άλλη μέρα. Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο της γειτονιάς για το μεσημεριανό της Κυριακής. Ο πατέρας μιας άλλης φίλης πήγαινε στη δουλειά του, από τα Εξάρχεια στην Πειραιώς, με τα πόδια για εξοικονόμηση του εισιτηρίου που έκανε 1.20 δραχμές. Στο περίπτερο τσιγάρα χύμα, με το κομμάτι, για όσους δεν έχουν να αγοράσουν πακέτο. Λεωφορεία με εισπράκτορα που ανήγγειλε από το μικρόφωνο την επόμενη στάση. Μερικοί είχαν και χιούμορ: «παρακαλώ ετοιμάζεστε δια στροφή Αγίας Βαρβάρας». (γραμμή Σύνταγμα-Αμφιθέα). Του Αγίου Κων/νου και Ελένης, του Αγίου Γεωργίου, της Παναγίας και άλλες μεγάλες γιορτές, τα τρόλευ γεμάτα οικογένειες, με τα καλά τους ρούχα, να πηγαίνουν να ευχηθούν με το κουτί τις πάστες στο χέρι. Αρχή της ανάπτυξης του μικροαστισμού. Σοκολατάκι και πολύ τους πάει
που έλεγε κι’ ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στα «Μικροαστικά».
Από την άλλη, μια ολόκληρη μερίδα της κοινωνίας σε διωγμό. Αυτοί που ονειρεύτηκαν κάτι διαφορετικό, κάτι πιο ανθρώπινο, αυτοί που πάλεψαν για τις ιδέες τους αυτές (που να ξέρανε όλοι αυτοί τι θα μας περίμενε όλους έτσι και ο αγώνας αυτός ήταν νικηφόρος…). Αυτοί που σκοτώθηκαν και σκότωσαν στον εμφύλιο. Που υπέστησαν ακρότητες και που έκαναν οι ίδιοι ακρότητες. Και που χάσανε. Αποκλεισμός από το δημόσιο. Πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Πολλοί βρέθηκαν στην εξορία. Μερικοί δεν άντεξαν τα βασανιστήρια και πέθαναν. Μερικοί δεν άντεξαν τα βασανιστήρια και υπέγραψαν (ένας γλυκύτατος και πολύ αγαπητός θείος υπέγραψε για να κρατήσει τη δουλειά του. Του κόστισε μια δυνατή κατάθλιψη.)
Επαγγέλματα για τα οποία δεν χρειαζόταν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων γίνανε σχεδόν αποκλειστικά επαγγέλματα αριστερών. Έτσι τα στεγνοκαθαριστήρια βρέθηκαν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στα χέρια των λιγότερα μορφωμένων αριστερών. Οι μορφωμένοι αριστεροί, όσοι από αυτούς ήσαν καθηγητές, μη μπορώντας να διοριστούν στο δημόσιο άνοιξαν φροντιστήρια ή γίνανε καθηγητές σε ιδιωτικά σχολεία. Τότε τα ιδιωτικά σχολεία (Κολλέγιο, Μωραϊτη, Χιλλ, κ.ά.), ήσαν λίγα και απευθύνονταν στην αστική και κυρίως μεγαλοαστική κοινωνία. Έτσι
δημιουργήθηκε το εξής οξύμωρο σχήμα: Τα παιδιά των πλούσιων, και κατά κανόνα δεξιών οικογενειών, είχαν αριστερούς και προοδευτικούς καθηγητές!
Την ίδια εποχή, η αστυφιλία και η οικιστική πίεση που την συνοδεύει, φέρνει τη μαγική συνταγή της αντιπαροχής. Όνειρο το διαμέρισμα σε πολυκατοικία. Η Αθήνα εργοτάξιο. Λίγοι μηχανικοί και περισσότεροι εργολάβοι στήνουν τις βάσεις της σημερινής ασχήμιας της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων. Όνειρο το καλοριφέρ και το παρκέ (όχι ακόμα διαρκείας, αλλά αυτό που θέλει κάθε τόσο παρκετίνη και περπάτημα με μάλλινα πατάκια για να γυαλίσει). Η παρουσία θυρωρού μας εντάσσει σε κλίμακα κυριλέ μια και έχουμε έναν (δουλοπρεπή) δούλο που μας
κάνει διάφορες δουλειές και αγγαρείες. Κάνει βέβαια, πάνω απ’ όλα τον ρουφιάνο στην Ασφάλεια.
Αυτή ήταν η Αθήνα και η Ελλάδα των πρώτων χρόνων μου στον νέο μου «τόπο» όπως την είδα με τα παιδικά και πρώτα νεανικά μου μάτια. Βάζω εισαγωγικά, γιατί το αίσθημα ότι δεν ανήκω πραγματικά σε κανέναν τόπο δεν με έχει εγκαταλείψει ούτε και τώρα μετά από πενήντα χρόνια. Πολύ περισσότερο που αργότερα ήρθε και εγκαταστάθηκε το μεγάλο και ξέφρενο φαγοπότι, η ξιπασιά, και η κλεψιά ως κανόνας κοινωνικής καταξίωσης. Όλα αυτά που μας σαπίσανε σαν κοινωνία και μας φέρανε τα μνημόνια, την ανέχεια, την ανεργία, τη φτώχεια και τα αδιέξοδα που βιώνουμε σήμερα.
Σε λίγα χρόνια, το να έχεις “τόπο” ή “χωριό” θα γίνεται όλο και πιο σπάνιο, λόγω της κατάτμησης της κληρονομιάς, της ερήμωσης της επαρχίας ή το αντίθετο λόγω της εκμετάλλευσής της με μορφή “rooms to let” κ.ά. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία που θα συζητήσουμε άλλη φορά με άλλη ευκαιρία (ίσως με την επιστροφή των παραθεριστών από τον τόπο καταγωγής τους τον Σεπτέμβριο).
Καλό καλοκαίρι όπου και να βρεθείτε!!!