Η πενταμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό και η εξωτερική πολιτική μας

 

 

Του Γιώργου Κανέλλη

Εκπαιδευτικού,

πρώην Περιφερειακού Συμβούλου Δυτικής Ελλάδας

Η έναρξη της πενταμερούς Διάσκεψης της Γενεύης (27 ώς 29 Απριλίου) με στόχο τη διερεύνηση προθέσεων και δυνατοτήτων για την επίλυση του Κυπριακού θέτει και πάλι εμφατικά το ζήτημα του γιατί παραμένουμε μια από τις ελάχιστες, αν όχι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα, ή ευρύτερα το μόνο ευρωπαϊκό έθνος, με διαφορές συνοριακού χαρακτήρα με γείτονα χώρα, που κρατούν ανοικτό το ενδεχόμενο πολεμικής ρήξης.

Πέρα από την πρακτική του σημασία, το γεγονός αυτό, η προετοιμασία δηλαδή μιας επόμενης, τελευταίας μάλλον, ουσιαστικής διαδικασίας επίλυσης του χρονίζοντος αυτού προβλήματος κατοχής μέρους του εδάφους μιας ευρωπαϊκής χώρας, συνιστά και έναν αλάθητο δείκτη της παθογενούς αντιφατικής δομής της εξωτερικής μας πολιτικής, τόσο της ελληνικής όσο και της κυπριακής.

Έπειτα από περισσότερα των 60 χρόνων, από σειρά ψηφισμάτων του ΟΗΕ, σχέδια λύσεων, έπειτα από δεκαετίες συνομιλιών και διακηρύξεων παίρνουμε μέρος σε μια Διάσκεψη μόνο και μόνο για να διαπιστωθεί αν είναι εφικτή μια επόμενη Διάσκεψη ουσίας, και μάλιστα με απαισιόδοξη πρόβλεψη!

Παρομοίως, στα εκτός Κυπριακού ελληνοτουρκικά, με κύριο πεδίο την οριοθέτηση των μεταξύ μας θαλασσίων ζωνών, έπειτα από 18 μήνες στρατιωτική ένταση με συνεχείς αντιπαραθέσεις στόλων και αεροποριών, κατορθώσαμε, μετά και από διεθνείς πιέσεις, να επαναλάβουμε τις αποκαλούμενες διερευνητικές συνομιλίες που είχαν διακοπεί, με ευθύνη της Τουρκίας πάντως, το 2016.

Αυτό που αποδείχτηκε απόλυτα και αυτονόητα βατό και ευχερές στις περιπτώσεις των επίσης γειτονικών μας κρατών, της Ιταλίας, της Αλβανίας και της Αιγύπτου, δηλαδή όχι απλά συνομιλίες αλλά διαπραγματεύσεις που ολοκληρώθηκαν με καθορισμό θαλασσίων ορίων (ή παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο) έπειτα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, φαντάζει ηράκλειο κατόρθωμα σε σχέση με την Τουρκία, παρά το οφθαλμοφανές τεράστιο αμοιβαίο συμφέρον από μια συμφωνημένη διευθέτηση, διότι πρέπει να περάσει από τις συμπληγάδες των εθνικιστικών ρητορικών και στις δυο πλευρές του Αιγαίου αλλά και στην Κύπρο. Επιτυχές παράδειγμα διμερούς συνεννόησης ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών που επέλυσε προς αμοιβαίο όφελος μια άγονη και διεθνώς αποσταθεροποιητική διαμάχη δεκαετιών, που μόνο τρίτους ωφελούσε.

Η γνωστή πρόσφατη on camera αντιπαράθεση Δένδια – Τσαβούσογλου  με τον εκατέρωθεν τονισμό των διαφορών, μπορεί να προκάλεσε ρίγη εθνικής συγκίνησης, είναι όμως άκρως αμφίβολο αν συμβάλλει στην καρποφόρο διεξαγωγή και ολοκλήρωση των διερευνητικών ελληνοτουρκικών συνομιλιών και της Πενταμερούς για το Κυπριακό.

Είναι φανερό όμως, σε όποιον δεν εθελοτυφλεί, ότι το εθνικό συμφέρον επιβάλλει τον τερματισμό των θεατρικών κινήσεων με αποδέκτες τα εσωτερικά ακροατήρια και την εγκατάλειψη των λογικών των ατέρμονων συζητήσεων χωρίς βούληση ολοκλήρωσης. Είναι επείγουσα ανάγκη μια εξωτερική πολιτική στο πλαίσιο της οποίας λόγοι και έργα θα συμβαδίζουν, με στόχο την επίτευξη λύσεων στο ορατό μέλλον – μια πολιτική δηλαδή που δεν θα αρκείται στο επικίνδυνο παιγνίδι της διαχείρισης αδιεξόδων υποτίθεται προσδοκώντας τέλειες λύσεις σε κάποιο θολό μακρινό μέλλον.

Πολιτικές πολυμερών συνεργασιών με άλλες χώρες της ευρύτερης γεωγραφίας μας έχουν νόημα μόνο αν δεν αγνοούν το θεμελιώδες γεγονός, ότι λύσεις των διαφορών στο τρίγωνο Ελλάδα – Τουρκία – Κύπρος απαιτούν πρωτίστως ευθείες διαπραγματεύσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων πλευρών, φυσικά και αυτονοήτως, μέσα στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και του διεθνούς δικαίου, με τις διεθνείς πιέσεις και συνεργασίες να συμβάλλουν μεν αλλά χωρίς αβάσιμες υπερεκτιμήσεις.

Επιβάλλεται να αμφισβητηθεί ξεκάθαρα η λογική που λέει ότι «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», η οποία φαίνεται να βρίσκεται πίσω από  απαράδεκτες συνεργασίες με καθεστώτα που έχουν αρνητικά ώς και αποκρουστικά χαρακτηριστικά. Δεν έχει μόνο τη δυσάρεστη, από ηθική σκοπιά, πλευρά των χειραψιών με δολοφόνους, αλλά πρόκειται για σοβαρό στρατηγικό λάθος: ο συσχετισμός δυνάμεων  και η διαπραγματευτική θέση της χώρας δεν βελτιώνονται με ευκαιριακές συμμαχίες, χωρίς αρχές και χωρίς στρατηγικό έδαφος κοινών αξιών και συμφερόντων, χωρίς ορατή στόχευση. Αντιθέτως, τέτοιες κινήσεις καλλιεργούν αυταπάτες ότι η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση μπορεί να διαιωνίζεται επ’ άπειρον, απορρίπτοντας ευκαιρίες αξιοπρεπών λύσεων σε πλαίσιο διεθνούς δικαίου και ευρωπαϊκού πλαισίου.

Επικίνδυνες αυταπάτες επίσης καλλιεργεί η εναπόθεση φρούδων ελπίδων στις υποτιθέμενες εξορύξεις υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, τη στιγμή που η ραγδαία πρόοδος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και αντίστοιχη υποχώρηση των ορυκτών καυσίμων αποδεικνύουν ότι αυτά δεν αξίζουν ούτε κατά διάνοια τον κίνδυνο μιας πολεμικής εμπλοκής. Ακόμη χειρότερα, οι ιστορικά παρωχημένες αυτές βλέψεις σε εξορύξεις δεν μπορεί να γίνονται πρόσχημα για να διευκολυνθούν οι πολιτικές της «ακινησίας» και της έμμεσης αποδοχής των τετελεσμένων του Αττίλα ή, ακόμη χειρότερα, αντιπερισπασμός της προσοχής του κοινού από τη διαφθορά και τα σκάνδαλα τύπου πώλησης κυπριακών (ευρωπαϊκών) διαβατηρίων σε διεθνώς διωκόμενα πρόσωπα.

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο αξιών και αλληλεγγύης είναι, μαζί με μια ορθολογικά σχεδιασμένη αμυντική αποτρεπτική ισχύ, το ασφαλές πλαίσιο για τη λύση των διαφορών Ελλάδας – Τουρκίας, όσο και του Κυπριακού. Μια τέτοια επίλυση, κυριότερο εμπόδιο για την οποία είναι οι εθνικιστικές ρητορικές και αυταπάτες, δεν συμφέρει μόνο τις τρεις χώρες αλλά και σταθεροποιεί γενικότερα την Ανατολική Μεσόγειο.

Αυτού του τύπου η εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από θάρρος και ρεαλισμό και υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα ασφάλειας και βιώσιμης ανάπτυξης, μακριά από άσφαιρα veto και αναξιόπιστες ευκαιριακές συμμαχίες.

Αντιθέτως, η επ’ αόριστον  παραπομπή των διαφορών με τη γείτονα σε μια «εις βάθος χρόνου» κάθε φορά διευθέτηση, όπου θα πετύχουμε τάχα 100 – 0 υπέρ μας, οδήγησε και  οδηγεί στη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων, τόσο σε ό,τι αφορά τις θαλάσσιες ζώνες όσο και σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, όπου κάθε προηγούμενη ευκαιρία ήταν καλύτερη από την επόμενη προσφερόμενη.

Οι λαοί των γειτονικών μας χωρών δικαιούνται να στραφούν προς ένα ειρηνικό αλλά και κλιματικά βιώσιμο μέλλον, χωρίς άσκοπες αιμορραγίες, οικονομικές ή ακόμη και ανοικτά πολεμικές. Η εναλλακτική δυνατότητα της διαχείρισης των εντάσεων σε χαμηλό  επίπεδο εμπεριέχει απαράδεκτο βαθμό κινδύνου άσκοπων θερμών επεισοδίων αλλά και αναγκαστικών διαπραγματεύσεων, μετά απ’ αυτές, υπό χειρότερους όρους.

Για να γίνει η στροφή αυτή, η χώρα χρειάζεται μια ενεργό, φιλειρηνική εξωτερική πολιτική, που να επιδιώκει την επίτευξη συμφωνημένων λύσεων  αντί της αντιπαράθεσης στόλων και κραυγαλέων ρητορικών. Πολιτικοί που τη στηρίζουν, σε όλους τους πολιτικούς χώρους, είναι αυτοί που υπηρετούν πράγματι το πατριωτικό και εθνικό συμφέρον και όχι εκείνοι που χαϊδεύουν το εθνικό «γινάτι», μονίμως πλειοδοτούντες στις διακηρύξεις αλλά βολευόμενοι με δυσμενή status quo, ως τάχα «second best».

Κάτι έχει πει για τους δεύτερους ο Samuel Johnson, πριν δυο αιώνες, το οποίο παραμένει δυστυχώς σε ισχύ.

Το άρθρο πρωτο-δημοσιεύθηκε εδώ: https://booksjournal.gr/gnomes/3229-h-pentameris-diaskepsi-kai-i-eksoteriki-mas-politiki

Posted on 25/04/2021 in Άρθρα

Share the Story

Back to Top