Πρόσφατα η κυβέρνηση της Γερμανίας ανακοίνωσε την πρόθεση του τραπεζικού ομίλου ΚfW, που τυγχάνει βασικός χρηματοδότης των σχεδιαζόμενων λιγνιτικών μονάδων σε Πτολεμαΐδα και Μελίτη, να αναθεωρήσει την πολιτική της προώθησης του άνθρακα. Η ΚfW είναι πρωτοπόρος στη χρηματοδότηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τόσο στη Γερμανία, όσο και σε άλλα κράτη, στην Ελλάδα όμως επιμένει να στηρίζει το λιγνίτη. Ίσως όμως όχι για πολύ, μιας και ένας άλλος βασικός χρηματοδότης, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), απέσυρε τη στήριξή του στις νέες λιγνιτικές μονάδες, καθώς αυτές υπερβαίνουν κατά πολύ το ανώτατο όριο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που η ΕΤΕπ έχει θέσει ως κριτήριο για τη χρηματοδότηση νέων μονάδων.
Βλέποντας λοιπόν πως και χρηματοεπενδυτικοί κολοσσοί γυρίζουν πλέον την πλάτη τους στο λιγνίτη, ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ – Αλληλεγγύη, Δημιουργία, Οικολογία καλούμε την ελληνική κυβέρνηση να πάψει να παραμένει προσκολλημένη σε ένα αναχρονιστικό ενεργειακό μοντέλο, που είναι όχι μόνο κοινωνικά και περιβαλλοντικά καταστροφικό, αλλά και οικονομικά ασύμφορο. Έγκυρες διεθνείς μελέτες και αναλύσεις αποδεικνύουν τις αρνητικές επιπτώσεις της καύσης του λιγνίτη τόσο στην υγεία των κατοίκων που διαβιούν κοντά στο πεδίο εξόρυξης όσο και στην ατμόσφαιρα και τους υδάτινους πόρους των παρακείμενων περιοχών.
Το κόστος στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον ωστόσο, αν και υπολογίζεται σε 1,5 δις ετησίως, δεν αποτυπώνεται στην τιμή του καυσίμου, καθώς δεν υπάρχει καμία φορολόγηση του λιγνίτη. Αντίθετα η λιγνιτική κιλοβατώρα επιδοτείται από το ελληνικό κράτος. Την ίδια στιγμή η ευρωπαϊκή νομοθεσία αναγκάζει τη ΔΕΗ να πληρώνει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ το χρόνο σε δικαιώματα για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που παράγει, κόστος το οποίο η εταιρεία μετακυλίει στους καταναλωτές, μέσω της αύξησης των οικειακών τιμολογίων. Σα να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, η ποιότητα του καυσίμου σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι ικανοποιητική, γεγονός που αναγκάζει τη ΔΕΗ να εισάγει λιγνίτη καλύτερης ποιότητας από γειτονικές χώρες, αυξάνοντας επιπλέον το τελικό κόστος. Τέλος, οι εισαγωγές μαζούτ και ντίζελ για την κάλυψη των αναγκών των μη διασυνδεδεμένων νησιών φτάνουν ως και τα 700 εκατ. ευρώ ετησίως με το πολύ πλούσιο δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που διαθέτουν τα ελληνικά νησιά να μένει ανεκμετάλλευτο.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια εικόνα μη αντιπροσωπευτική του σχεδίου που χρειάζεται η Ελλάδα για να βγει επιτέλους από τη βαθιά οικονομική κρίση, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, που εμφανίζονται όλο και εντονότερα. Συχνότεροι καύσωνες, ακραίες βροχοπτώσεις και άνοδος της στάθμης της θάλασσας είναι μερικά από τα φαινόμενα, που εκτός από περιβαλλοντικό θα έχουν και έντονα οικονομικό αντίκτυπο: στη γεωργία και τον τουρισμό.
Για να αποφύγουμε τα παραπάνω ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ επιδιώκουμε τον εκσυγχρονισμό του ενεργειακού μοντέλου της Ελλάδας, λέγοντας όχι στο λιγνίτη και το πετρέλαιο και προτάσσοντας αντ’ αυτού τη βιομηχανία καθαρών τεχνολογιών. Και αυτό γιατί πιστεύουμε ότι οι φιλόδοξες κλιματικές και ενεργειακές πολιτικές μπορούν να βοηθήσουν την Ελλάδα να ανακτήσει στην πράξη την ανταγωνιστικότητά της.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις, η αγορά και το ευρωπαϊκό περιβαλλοντικό πλαίσιο, όλα δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση: Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να περάσει από τη ρυπογόνο στην πράσινη οικονομία. Και οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ είναι αποφασισμένοι να βοηθήσουν την Ελλάδα να κερδίσει το στοίχημα της μετάβασης.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες για τη συνεργασία στην Άλκηστη Φλώρου, EU Climate Policies Programme Assistant, European Climate Foundation.
(* Ελεάνα Ζιάκου, Υποψήφια Ευρωβουλευτής με το Κόμμα «Πράσινοι – Αλληλεγγύη Δημιουργία – Οικολογία)