Έχω επισκεφθεί την Κύπρο πολλές φορές, κυρίως στο πλαίσιο περιβαλλοντικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, αλλά και, λιγότερο, για διακοπές. Γνώρισα το νησί όταν ακόμα υπήρχε το τείχος που εμπόδιζε έστω και την απλή επικοινωνία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Βρέθηκα κάποιες φορές στην πράσινη γραμμή, αλλά και είχα την ευκαιρία να περάσω στην «άλλη πλευρά» και να δω πώς εξελίσσονταν τα πράγματα χρόνο με το χρόνο. Κάθε φορά έβλεπα διαφορετικές εικόνες, όχι μόνο ως προς το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον αλλά και στα πρόσωπα των ανθρώπων. Πότε υπήρχε η ελπίδα και πότε η απογοήτευση αποτυπωμένες στα πρόσωπα.
Μια από τις σημαντικές εμπειρίες μου σε σχέση με το πολιτικό πρόβλημα και την διαίρεση του νησιού, αλλά και μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα είχα κατά την διάρκεια μιας επίσημης επίσκεψής μου στην Κύπρο (30/8-1/9/2012), όντας Πράσινος ευρωβουλευτής και ένας από τους αντιπροέδρους της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης του Ευρωκοινοβουλίου. Η επίσκεψή μας εκείνη (πράσινοι ευρωβουλευτές Rebecca Harms, Νίκος Χρυσόγελος, Ska Keller, Helene Flautre και Βούλα Τσέτση Γεν. Γραμματέας Πράσινων στο ΕΚ) είχε γίνει στο πλαίσιο της κυπριακής προεδρίας αλλά και της προσπάθειάς μας για αναζωογόνηση της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού.
Γνωρίζαμε τότε ότι οι προσπάθειες συνεργασίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, είχαν ουσιαστικά σταματήσει μετά το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν. Μια ομάδα πράσινων ευρωβουλευτών πιστεύαμε ότι ήταν ανάγκη να ανατραπεί η απαισιοδοξία και η στασιμότητα που είχαν επικρατήσει και για αυτό οργανώσαμε εκείνο το ταξίδι στην Κύπρο. Στόχος της επίσκεψής μας ήταν δηλαδή να διερευνήσουμε ως Πράσινοι αν υπήρχαν οι συνθήκες και οι δυνατότητες για αναζωογόνηση μιας διαδικασίας που θα έφερνε κοντά τις δύο κοινότητες και η στήριξη τέτοιων προσπαθειών από το ευρωκοινοβούλιο.
Η επανένωση του νησιού και η ειρήνη στην Κύπρο είναι κάτι που με κινητοποιεί από πολύ παλιά. Παρόλα αυτά, πάντα είχα την απορία γιατί τα όσα είχαν συμβεί στο νησί δεν είχαν συζητηθεί σε βάθος και πολλά από όσα είχαν συμβεί (την περίοδο των διακοινοτικών συγκρούσεων αλλά και του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής) κρύβονταν συχνά κάτω από το χαλί. Το ταξίδι αυτό με έκανε συγκρατημένα αισιόδοξο ότι κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει και κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, οι δύο κοινότητες θα ήταν πιο ώριμες για επανένωση σε ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας.
Συναντήσεις με φορείς και πολιτικούς από τις δύο κοινότητες
Κατά τη διάρκεια εκείνης της επίσκεψής μας είχαμε συναντήσει τον, τότε, πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Χριστόφια, καθώς και τους, τότε, υπουργούς Εσωτερικών, Γεωργίας – Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Εμπορίου – Βιομηχανίας και Τουρισμού. Μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που συνάντησα σε εκείνη την επίσκεψη ήταν ο Ανδρέας Μαυρογιάννης, υφυπουργός για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις και αρμόδιος για την Κυπριακή Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του 2012 και, αργότερα, από τον Σεπτέμβριο του 2013, Διαπραγματευτής της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας στις Διακοινοτικές Διαπραγματεύσεις για επίλυση του Κυπριακού στο πλαίσιο της Αποστολής Καλών Υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.
Μεγάλο ενδιαφέρον όμως είχαν και οι συναντήσεις με αντιπροσωπείες 4 τουρκοκυπριακών κομμάτων, στα γραφεία του καθένα χωριστά, ώστε να ενημερωθούμε για τις θέσεις τους για το Κυπριακό αλλά και να διερευνήσουμε τις δυνατότητες επανέναρξης των προσπαθειών για επανένωση του νησιού:
-İrsen Küçük, πρόεδρο του Εθνικού Κόμματος Ενότητας Ulusal Birlik Partisi (UBP)
– Αντιπροσωπεία του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος – Cumhuriyetçi Türk Partisi (CTP), αποτελούμενη από τον Γενικό Γραμματέα του Κόμματος Asim Akansas και τις/τους υπευθύνους για θέματα διεθνών σχέσεων, εκπαίδευσης και γυναικών.
-Αντιπροσωπεία του Σοσιαλδημοκρατικού – Κοινοτικού Δημοκρατικού Κόμματος (TDP), υπό τον πρόεδρο του και πανεπιστημιακό Mr Mehmet Çakıcı.
– Tahsin Ertuğruloğlu, πρόεδρο του κόμματος Δημοκρατίας και Εμπιστοσύνης, Demokrasi ve Güven Partisi (DGP).
Συναντηθήκαμε, επίσης, με εκπροσώπους πολλών επαγγελματικών, ερευνητικών, επιστημονικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών οργανώσεων από τις δυο κοινότητες. Συζητήσαμε για τις προσπάθειες, δυσκολίες αλλά κι επιτυχίες που υπήρχαν στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, για θέματα μετανάστευσης και ασύλου, ισότητας των φύλων, trafficking, προστασίας της βιοποικιλότητας σε ολόκληρο το νησί, διαχείρισης των απορριμμάτων, προστασίας της παράκτιας ζώνης και του θαλάσσιου οικοσυστήματος, αντιμετώπισης φορο-απάτης.
Διαφωτιστικές ήταν και οι συναντήσεις με τους επικεφαλής του Γραφείου Πληροφόρησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσώπους της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο καθώς και του τότε ειδικού αποσταλμένου του Γεν. Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό.
Επειδή και προσωπικά με ενδιέφερε πολύ η προοπτική επανένωσης του νησιού, είχα εκτεταμένες συζητήσεις για τις δυνατότητες αναζωογόνησης των συνεργασιών μεταξύ φορέων και από τις δυο κοινότητες σε συγκεκριμένα θέματα αλλά και με απώτερο στόχο την επανένωση του νησιού.
Η συνάντηση με τον Μεχμέτ Αλι Ταλάτ
Είχα ακούσει για τον ηγέτη των τουρκοκυπρίων Μεχμέτ Αλι Ταλάτ που έπαιξε βασικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων για την επίλυση του Κυπριακού και πράγματι είχε πολύ ενδιαφέρον το δείπνο μαζί του και η συζήτησή μας για το τι πήγε στραβά και γιατί δεν είχε αίσιο τέλος η διαδικασία στην οποία είχε συμμετάσχει με τον Χριστόφια.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες από τα «χρόνια του αίματος»
Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, όμως, είχε η συνάντηση με τον Πανίκο Νεοκλέους, καλλιτέχνη και συγγραφέα δυο βιβλίων-ιστορικών μαρτυριών, «Αγνοηθέντες» και «Μνήμες», με συγκλονιστικές προσωπικές μαρτυρίες ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων για τα όσα τραγικά συνέβησαν στο νησί τα χρόνια του αίματος (1963-1974)[1].
Αν και παρακολουθούσα πάντα τα θέματα και τις εξελίξεις γύρω από το Κυπριακό, είναι αλήθεια ότι συγκλονίστηκα όταν διάβασα το βιβλίο του Πανίκου Νεοκλέους «Μνήμες» (υπάρχει και η αγγλική έκδοσή του “Memories” καθώς και το σχετικό ντοκιμαντέρ με προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων και από τις δύο κοινότητες που περιγράφουν εκτελέσεις, βιασμούς και βασανιστήρια που υπέστησαν ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι από τους εξτρεμιστές των δύο πλευρών. Είναι ένα θέμα ταμπού, ακόμα στην Ελλάδα. Ελάχιστοι γνωρίζουν τα τρομακτικά περιστατικά, ότι έχουν εκτελεστεί εκατοντάδες άνθρωποι και από τις δύο πλευρές, από δολοφόνους «πατριώτες» σε περίοδο «ειρήνης». Αλλά άλλο είναι να διαβάζεις ένα βιβλίο ή να βλέπεις μια ταινία για το θέμα (έστω και αν βασίζεται σε προσωπικές μαρτυρίες) και άλλο να επισκέπτεσαι το εργαστήριο της Επιτροπής Αγνοουμένων και να βλέπεις «ταξινομημένα» τα οστά ανθρώπων εκτελεσμένων (επίσημα «αγνοουμένων») που έχουν εκταφιαστεί από σκουπιδότοπους, πηγάδια, πρόχειρους μαζικούς τάφους.
Επιτροπή Αγνοουμένων και η συνεισφορά της στη συμφιλίωση και στην επανένωση
Μια από τις συγκλονιστικές στιγμές έζησα κατά την επίσκεψη και ξενάγησή μας στα εργαστήρια και τις εγκαταστάσεις της Επιτροπής Αγνοουμένων στην Κύπρο, από τους δυο εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας που συγκροτούν μαζί με εκπρόσωπο του ΟΗΕ την Επιτροπή[2]. Τα εργαστήρια της Επιτροπής Αγνοουμένων βρίσκονται εντός της προστατευμένης από τα Ηνωμένα Έθνη περιοχής του παλαιού αεροδρομίου της Λευκωσίας. Η Επιτροπή λειτουργεί από τον Αύγουστο του 2006[5] και ασχολείται, με άρτια επιστημονική μεθοδολογία, με τους συνολικά 2001 καταγεγραμμένους αγνοούμενους, ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους. Η συνεισφορά της στην «απόδοση» των αγνοουμένων στις οικογένειες τους και στην επαναπροσέγγιση των δυο κοινοτήτων καταδικάζοντας τις ακρότητες είναι τεράστια.
Παραθέτω όσα έγραψα τότε (αρχές Σεπτεμβρίου 2012):
«Χάρη στη συστηματική δουλειά της Επιτροπής, με την ευθύνη Δικοινοτικής Ομάδας που αποτελείται από 55 αρχαιολόγους και ανθρωπολόγους, έχουν εκταθεί, μέχρι σήμερα, τα λείψανα 840 περίπου ατόμων από διάφορους χώρους ταφής σε ολόκληρο το νησί[6]. Από το Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, έχει συγκεντρωθεί αίμα από συγγενείς Ελληνοκυπρίων. Η συλλογή δειγμάτων αίματος από συγγενείς Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων και η εξαγωγή DNA από τα δείγματα αυτά, διεκπεραιώνεται τα τελευταία χρόνια σε Τουρκοκυπριακό εργαστήριο στο Νοσοκομείο Dr. Burhan Nalbantoğlu στη Λευκωσία. Το DNA που εξάγεται από τα δείγματα αίματος μεταφέρεται στο Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής στο ΙΝΓΚ.
Με τη συνεργασία ανθρωπολόγων και άλλων ειδικών επανασχηματίζεται από τα ευρήματα οστών που έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές (πηγάδια, ομαδικούς τάφους, σκουπιδότοπους)[8] ο σκελετός ανθρώπων που είναι μεταξύ των αγνοουμένων (συνήθως γυναίκες και παιδιά, αλλά και άνδρες). Μέχρι σήμερα έχουν διεκπεραιωθεί οι ανθρωπολογικές αναλύσεις οστών 527 ατόμων, σε μια προσπάθεια να επιτευχθούν τα προκαταρκτικά συμπεράσματα ταυτοποίησης.
Ακολούθως, δείγματα οστών στέλλονται στο Εργαστήριο Γενετικής Δικανικής Γενετικής για τη διεξαγωγή των γενετικών αναλύσεων. Η τυποποίηση των γενετικών δειγμάτων των συγγενών αγνοουμένων και η ταυτοποίηση των σκελετικών δειγμάτων διεκπεραιώνεται από ομάδα Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων γενετιστών. Τα γενετικά δεδομένα που ανακτούνται από την εξαγωγή DNA από σκελετικά δείγματα, συγκρίνονται με τα γενετικά δεδομένα των δειγμάτων αίματος συγγενών αγνοουμένων με στόχο την εξακρίβωση ατομικών ταυτοποιήσεων”.
Στο μεταξύ, η συνεργασία και η συστηματική εργασία έχουν παράξει σήμερα ακόμα πιο σημαντικά αποτελέσματα. Από τους 2001 αγνοουμένους (1.508 Ελληνοκύπριους και 493 Τουρκοκύπριους) έχουν εντοπιστεί οστά των 1192 και έχουν ταυτοποιηθεί μέχρι σήμερα 740 άτομα (556 Ελληνοκύπριοι και 184 Τουρκοκύπριοι) που περιλαμβάνονται στον επίσημο κατάλογο των αγνοουμένων[9].(Δείτε την έκθεση προόδου της Επιτροπής εδώ)
Οι οικογένειες των θυμάτων αυτών ενημερώθηκαν για το θάνατο των αγνοουμένων συγγενών τους και παρέλαβαν τα λείψανα των αναγνωρισθέντων ατόμων. Η επώδυνη αυτή διαδικασία συμβάλλει όχι μόνο στην αποσαφήνιση της τύχης των αγνοουμένων και την επανασύνδεσή τους με τις οικογένειες τους αλλά και στην καταδίκη των ακροτήτων που συνέβησαν από το 1963 (σφαγές κι εκτελέσεις κυρίως αμάχων από ακραία στοιχεία των δυο κοινοτήτων) μέχρι το 1974 (με το πραξικόπημα της χούντας και την τουρκική εισβολή)[10].
Η δουλειά της Επιτροπής αυτής είμαι σίγουρος πως έχει συμβάλει στη συνειδητοποίηση των λαθών και των εγκλημάτων που συνέβησαν στο παρελθόν και από τις δύο πλευρές[11]. Όταν βγήκα από τα εργαστήρια της Επιτροπής ήμουν σίγουρος ότι κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει στην Κύπρο, αν και ήταν τότε ακόμα νωρίς για να περιμένει κάποιος εξελίξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επανένωση της Κύπρου. Πάντως και ο Μπαν Κι Μουν, Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Η διακρίβωση της τύχης αγνοουμένων προσώπων διαδραματίζει όλο και σημαντικότερο ρόλο στην ειρήνευση, τη διατήρηση και την οικοδόμηση της ειρήνης μετά το τέλος των συγκρούσεων. Όταν τύχει ορθού χειρισμού, μπορεί να οικοδομήσει την εμπιστοσύνη και να προάγει τη συμφιλίωση, στοιχεία ζωτικής σημασίας για την επίτευξη μακροπρόθεσμης ειρήνης. Η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους στην Κύπρο είναι ένα μοντέλο επιτυχημένης συνεργασίας μεταξύ της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας».
Τότε στη δήλωσή μου είχα αναφέρει:
«Ελπίδα γεννούν πρωτοβουλίες, περιορισμένες αλλά υπαρκτές, ατόμων και φορέων που συναντήσαμε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας. Παρά τις δυσκολίες λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και την κούραση που φαίνεται να διακατέχει φορείς που αγωνίστηκαν στο παρελθόν για την επίλυση του Κυπριακού, αισιοδοξία γεννά η δουλειά της Επιτροπής Αγνοουμένων στην Κύπρο.
Αισιοδοξία γεννούν επίσης, οι κοινές πρωτοβουλίες σε περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα φορέων της κοινωνίας των πολιτών από τις δυο κοινότητες της Κύπρου.
Αισιοδοξία δημιουργεί η μεγαλύτερη αποδοχή και υποστήριξη από πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς των δύο κοινοτήτων την οποία μπορεί να έχει μια καλά προετοιμασμένη πρωτοβουλία για άνοιγμα της Αμμοχώστου και μετατροπή της σε παράδειγμα ειρηνικής και βιώσιμης συνεργασίας, επανένωσης των δυο κοινοτήτων, και υπόδειγμα πράσινης πόλης. Χρειάζεται, βέβαια, να γίνει ακόμα πολύ δουλειά μέχρι να μπορέσει να υλοποιηθεί αυτή η ιδέα».
Είμαστε για πρώτη φορά τόσο κοντά σε μία δίκαιη, βιώσιμη αλλά και συμβιβαστική λύση για την Κύπρο και τους πολίτες της. Δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία αυτή τη φορά.
[1] Στις 21 Ιουλίου 1974, όταν η Ε.Φ. έκανε την αποτυχημένη επίθεση στη Λεύκα, ο Γιάννης Μαραθεύτης τραυματίστηκε στο κεφάλι από σφαίρα του Φετχί, ο οποίος για 35 χρόνια θεωρούσε τον Γιάννη νεκρό. Για πρώτη φορά ο Φετχί έμαθε ότι ο Γιάννης βρίσκεται στη ζωή, πριν από λίγα περίπου χρόνια, όταν διάβασε το μεταφρασμένο στην τουρκική γλώσσα βιβλίο του Πανίκου Νεοκλέους «Αγνοηθέντες 1974». Μετά από τηλεφώνημα του Φετχί προς τον συγγραφέα, αυτός τους έφερε σε επαφή στις 06 Αυγούστου 2009 και έκτοτε οι δυο άντρες έγιναν αχώριστοι φίλοι και αγωνιστές της Ειρήνης. Το 2011, ο συγγραφέας, σε συνεργασία με τους Γιάννη και Φετχί, έκαναν την ιστορία αυτή ντοκιμαντέρ, την οποία προβάλλουν με κάθε ευκαιρία στην Κύπρο (και στις δυο κοινότητες), στην Ελλάδα και Τουρκία.
[2] Gülden Plümer Kücük, Τουρκοκυπριακό Μέλος, Nestoras Nestoros, Ελληνοκυπριακό Μέλος, Paul-Henri Arni, Τρίτο Μέλος (Ηνωμένα Έθνη), Florian von König, Ειδικός Σύμβουλος Τρίτου Μέλους (Ηνωμένα Έθνη)