της Ελεάνας Ζιάκου
μέλος του προεδρείου των Πράσινων Αλληλεγγύη
Μετά τις τελευταίες δηλώσεις του Πρωθυπουργού της Αλβανίας, Έντι Ράμα, η περιοχή της Χειμάρρας στην Αλβανία έχει μετατραπεί σε ένα είδος Ιεροσολύμων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Για την Ελλάδα η Χειμάρρα αποτελεί έναν σημαντικό πυρήνα του ελληνισμού στην Αλβανία, στο οποίο συμβάλλει η παρουσία ενός σημαντικού τμήματος ελληνόφωνου πληθυσμού στην περιοχή αυτή, η γειτνίαση με τις ελληνικές ακτές και ή ύπαρξη στενών ιστορικών σχέσεων των κατοίκων της με τους Έλληνες σε κομβικές περιόδους κοινής σύμπραξης. Για την Αλβανία η Χειμάρρα αποτελεί μια γεωγραφική και πολιτισμική αναφορά ενός ιδιαίτερου αλβανισμού, που παρά το πέρασμα διαφόρων «κατακτητών» και της σημαντικότητας της περιοχής ως στρατηγικό σημείο θαλάσσιων και εμπορικών σχέσεων των κατοίκων της με άλλα μέρη, διατηρεί τον πρωτόγονο αλβανικό της χαρακτήρα.
Η ιδιαιτερότητα της περιοχής της Χειμάρρας έγκειται στο γεγονός, ότι σε αντίθεση με τις άλλες ελληνόφωνες περιοχές στην Αλβανία, οι οποίες βάσει του αλβανικού Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων αναγνωρίζονται ως μειονοτικές, υπό τον όρο «Ελληνική Εθνική Μειονότητα», η περιοχή αυτή δεν απολαμβάνει μειονοτικό καθεστώς, με αποτέλεσμα η Αλβανία να επικαλείται κάθε φορά το επιχείρημα ότι συμπίπτει αποκλειστικά στην εσωτερική αρμοδιότητα του αλβανικού κράτους. Οι εν λόγω αναγνωρισμένες μειονοτικές περιοχές, οι οποίες περιλαμβάνουν ένα μεγάλο αριθμό ελληνόφωνων χωρίων στις περιοχές του Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα, βάσει των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους, έχουν το δικαίωμα υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην ελληνική γλώσσα τις πρώτες τέσσερεις τάξεις του δημοτικού, όπου η αλβανική διδάσκεται ως ξένη γλώσσα αρχικά, το δικαίωμα άσκησης πολιτικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών ελευθεριών και λειτουργιών στην ελληνική γλώσσα, και πρωτίστως το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων τους ως Έλληνες της Αλβανίας. Ενώ, στην περιοχή της Χειμάρρας για πολιτικούς και ιστορικούς λόγους που χρίζουν ειδικής μελέτης, οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της δεν αναγνωρίζονται ως «Έλληνες μειονοτικοί», με αποτέλεσμα η Αλβανία να απαγορεύει κατηγορηματικά κάθε ανάμειξη των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων στα αποκαλούμενα «τα του οίκου της».
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι διαμαρτυρίες των κατοίκων της Χειμάρρας πέφτουν στο κενό γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να επικαλεστεί επίσημα το δικαίωμα της να παρεμβαίνει και να ρυθμίζει τα μειονοτικά δικαιώματα των Ελλήνων της Χειμάρρας σύμφωνα με τους νόμους το αλβανικού Συντάγματος και τις εθνικές πολιτικές της χώρας. Πέραν του δι-εθνικού χαρακτήρα της υπόθεσης της Χειμάρρας, η πολιτική κατεδαφίσεων που ακολουθείται στη Χειμάρρα με το πρόσχημα της ανάπλασης της πολεοδομικής φυσιογνωμίας της περιοχής προς όφελος των κατοίκων της, δεν πληροί τις βασικές προϋποθέσεις της διαφάνειας, της νομικής εγκυρότητας, των κριτηρίων αποζημίωσης και πρωτίστως της διαβούλευσης με τους κατοίκους της, θιγόμενους και μη. Η τελευταία διπλωματική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Ράμα έρχεται για να συμπληρώσει όλα αυτά τα κενά που υπάρχουν στην μετακομμουνιστική πολιτική της Αλβανίας, όπου η έλλειψη μιας έγκυρης νομοθεσίας για τα περιουσιακά και ιδιοκτησιακά ζητήματα που αναδύθηκαν μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, η άνθιση της παραοικονομίας και της διαφθοράς, η αυξανόμενη φτώχεια, επουλώνονται με την χειραγώγηση της εσωτερικής κοινής γνώμης και τον άσο της ιστορίας στο μανίκι.
Οι εθνικιστικές ρητορικές στην περιοχή των Βαλκανίων έχουν δείξει ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνετε ως φάρσα, αλλά ως τύμπανο ανάφλεξης αστάθειας και φιλοπολεμικών γλωσσάριων. Στόχος των δύο χωρών πρέπει να είναι η αποκατάσταση των ομαλών διπλωματικών σχέσεων και η εγκαθίδρυση ενός κοινού μέλλοντος εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας, όπου ιστορικά πρόσωπα όπως ο Γιώργος Δουσμάνης ή Gjergj Dushmani θα αποτελούν σημείο κοινής βαλκανικής πορείας στο διάβα της ιστορίας.