Πολιτική άποψη: Ένταση στην Ουκρανία και δημοκρατική απάντηση στον Πούτιν

Τ

ου ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΣΙΚΑ*

Με την Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975) και την Χάρτα των Παρισίων (1990), που είχαν υπογράψει ΗΠΑ, Καναδάς, Σοβιετική Ένωση και ευρωπαϊκές χώρες, κατοχυρώθηκαν στην Ευρώπη δύο αρχές: το απαραβίαστο των συνόρων και το δικαίωμα κάθε χώρας να αποφασίζει για το μέλλον της. Η Ρωσία, κυρίως υπό το αυταρχικό καθεστώς Πούτιν, παραβίασε την πρώτη αρχή και αμφισβητεί εμπράκτως την δεύτερη.

Έχει εισβάλει και διατηρεί υπό στρατιωτικό έλεγχο κατεχόμενα εδάφη της Γεωργίας (Αμπχαζία και Νότια Οσετία) και της Μολδαβίας (Υπερδνειστερία). Στην Ουκρανία έχει επιτεθεί δύο φορές. Όταν επιτέθηκε στην Κριμαία, την οποία «προσάρτησε» παράνομα, γεγονός που έχει καταδικαστεί από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Και όταν ενίσχυσε με στρατιωτικό προσωπικό και εξοπλισμούς τους αποσχιστές ρωσόφωνους της Ανατολικής Ουκρανίας, δύο επαρχίες της οποίας είναι σήμερα αποκομμένες από την υπόλοιπη χώρα, ευρισκόμενες σε εμπόλεμη κατάσταση (Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ).

Με τον εκβιασμό της Ευρώπης μέσω του φυσικού αερίου και την συσσώρευση 130.000 στρατιωτών σε επιθετική διάταξη εναντίον της Ουκρανίας, πιέζει την διεθνή κοινότητα ώστε να γίνει αποδεκτή μια νέα «Γιάλτα», με επανένταξη χωρών Ανατολικής Ευρώπης και Καυκάσου στην σφαίρα επιρροής της ή σε αποδοχή καθεστώτος ουδετερότητας από θέση αδυναμίας, μιας «φινλανδοποίησης» τους. Στο πλαίσιο αυτό, αμφισβητεί το δικαίωμα των παραπάνω χωρών να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, εφόσον το επιθυμούν.

Αναφέρει ο ιστορικός ηγέτης των Πρασίνων και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ («Project Syndicate»): «Στην καρδιά της σημερινής κρίσης βρίσκεται το γεγονός ότι η σημερινή Ρωσία, υπό τον Πούτιν, έχει καταστεί μια αναθεωρητική δύναμη. Δεν είναι ότι απλώς έχει πάψει να ενδιαφέρεται για την τήρηση της σημερινής τάξης πραγμάτων – είναι πρόθυμη να απειλήσει, ακόμα και να κάνει χρήση στρατιωτικής ισχύος, προκειμένου να την αλλάξει προς όφελος της».

Ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της έχει αποδειχθεί. Στην ανάμιξη σε εκλογικές αναμετρήσεις πολλών χωρών με διασπορά fake news μέσω καθοδηγούμενων διαύλων στα social media (βλέπε στήριξη του Τραμπ στις ΗΠΑ). Στην χρηματοδότηση ακροδεξιών κομμάτων- από την Λεπέν της Γαλλίας έως τους ακροδεξιούς της Αυστρίας. Στην ενίσχυση των «ανελεύθερων δημοκρατιών» (illiberal democracies), όπως του Όρμπαν στην Ουγγαρία. Στην υποκίνηση εθνικιστικών κινητοποιήσεων στην μετέπειτα Βόρεια Μακεδονία, για να υπομονευθεί η Συμφωνία των Πρεσπών. Ωθεί τις εθνικιστικές δυνάμεις των Σέρβων της Βοσνίας να αποσχιστούν από την Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, γεγονός επικίνδυνο για την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή μας.

Με την επιθετική και επεκτατική πολιτική της οδηγεί σε αυτό, που υποτίθεται θέλει να αποφύγει: χώρες που έχουν υποστεί επίθεση ή απειλούνται, σπεύδουν να βρουν «ομπρέλα ασφαλείας» στον μόνο που μπορεί να την παράσχει, κι αυτό είναι το ΝΑΤΟ. Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που εντάχτηκαν στο ΝΑΤΟ, το έκαναν με την θέληση τους και χωρίς καμία πίεση. Οι λόγοι ήταν ότι ιστορικά οι απειλές για την ασφάλεια τους προέρχονταν από την Ρωσία, τόσο την τσαρική, όσο και την σοβιετική (π.χ. διαμελισμοί Πολωνίας, βίαιη προσάρτηση Λιθουανίας, Λετονίας, Εσθονίας από τον Στάλιν κλπ).

Εδώ υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή. Αφενός μεν είναι λογικό να συζητηθούν -ανάμεσα στην Ρωσία και ΗΠΑ/Ευρωπαίους-θέματα τοποθέτησης ή μη ορισμένων οπλικών συστημάτων, ελέγχου εξοπλισμών και στρατιωτικών ασκήσεων, καθώς και εγγυήσεις ασφαλείας, σε εδάφη κοντά στα σύνορα των εκατέρωθεν χωρών. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να αφορά διασφαλίσεις μόνο από τις «δυτικές» ώρες, αλλά και από την Ρωσία, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα των γειτόνων της.

Αφετέρου όμως, παρότι η πιθανότητα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι μακρινή υπόθεση, θα ήταν απαράδεκτο να γίνει αποδεκτό από δημοκρατικές χώρες, ένα άμεσο ή έμμεσο «βέτο» της Ρωσίας για τον διεθνή προσανατολισμό ή και για το πολιτικό καθεστώς της Ουκρανίας, της Γεωργίας ή άλλων χωρών. Κάτι τέτοιο θα ήταν παραβίαση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, του προνομίου που έχουν όλα τα κυρίαρχα κράτη να επιλέγουν τις συμμαχίες τους.

*Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, 9/2/2022

Posted on 09/02/2022 in Άρθρα

Share the Story

Back to Top