της ‘Ολγας Θεοδωρικάκου
Συμπροέδρου των Πράσινων-Αλληλεγγύη
Human trafficking είναι το εμπόριο ανθρώπων, συνήθως για σεξουαλική σκλαβιά, αναγκαστική εργασία ή εμπορική σεξουαλική εκμετάλλευση για τον διακινητή ή άλλους. Μπορεί να περιλαμβάνει αναγκαστικό γάμο, απόσπαση οργάνων ή ιστού κα. Το εμπόριο ανθρώπων δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει μετακίνηση ενός ατόμου από ένα μέρος σε άλλο. Το εμπόριο ανθρώπων (human trafficking) έχει ένα τζίρο 7-9,5 δις δολαρίων ετησίως (2004). Είναι από τις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες δραστηριότητες των διεθνών εγκληματικών οργανώσεων. Κάθε 30 δευτερόλεπτα ένα ακόμα πρόσωπο προστίθεται στον κατάλογο των θυμάτων trafficking.
Το trafficking είναι ένα ιδιαιτέρως σύνθετο φαινόμενο που συνδέεται με διάφορα πεδία: όπως αυτό της μεταναστευτικής πολιτικής, το οργανωμένο έγκλημα, την πορνεία, την εξαναγκαστική εργασία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη βία αλλά και την αντανακλώμενη σ’ αυτό κοινωνική παθολογία. Η επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά στην εμπορία ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στενά συνδεδεμένη με τις εκάστοτε οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις που διέρχονται ορισμένες χώρες και περιοχές. Άτομα ευάλωτα, εξαιτίας ψυχοπαθολογίας, κοινωνικών παραγόντων και κυρίως λόγω οικονομικής δυσπραγίας και ανεργίας, προωθούνται από τη χώρα προέλευσής τους παράνομα, με την υπόσχεση και την ελπίδα ευρέσεως εργασίας και μιας καλύτερης ζωής και πέφτουν θύματα σεξουαλικής και οικονομικής εκμετάλλευσης. Στις μέρες μας η εκμετάλλευση των θυμάτων γίνεται όλο και πιο επιδεικτική, συνεργώντας σ’ αυτό ο γενικός εφησυχασμός και η γενική απάθεια των κοινωνιών μας.
Η εμπορία ανθρώπων δεν αποτελεί λοιπόν, μόνο ένα επεισοδιακό φαινόμενο που θίγει μερικά μεμονωμένα άτομα. Πρόκειται για διαρθρωτικής φύσεως φαινόμενο με εκτεταμένες επιπτώσεις στον κοινωνικό, τον οικονομικό και πολιτικό ιστό των κοινωνιών μας. Είναι ένα πρόβλημα που απειλεί και προκαλεί σε διεθνές επίπεδο, ενώ δυναμιτίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα, τη δικαιοσύνη και τη διεθνή έννομη τάξη. Παράλληλα με την κατοχύρωση ενισχυμένης και αρκούντως ρητής νομικής προστασίας όλων των ατόμων και την υιοθέτηση μέτρων που θα εξασφαλίζουν επαρκή προστασία και βοήθεια στα θύματα, πρωταρχικής σημασίας είναι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή πολιτικών πρόληψης.
Η πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας τους μπορεί να επιτευχθεί ουσιαστικά και αποτελεσματικά μέσω της καταπολέμησης των αιτιών που ευνοούν την ανάπτυξη του φαινομένου. Τα αίτια αυτά είναι, κατά κύριο λόγο, όμοια με εκείνα που οδηγούν στην εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και τα οποία συνοψίζονται στην οικονομική εξαθλίωση που αγγίζει ορισμένες περιοχές του πλανήτη, την ανεργία, την άγνοια και τις χαλαρές κρατικές δομές, που διευκολύνουν ιδιαίτερα το έργο των δραστών. Αποτελεσματικές, συνακόλουθα, πρακτικές για την πρόληψη του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων είναι εκείνες οι οποίες στοχεύουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση των γενεσιουργών παραγόντων και προς το σκοπό αυτό προσανατολίζονται οι περισσότερες δράσεις που αναπτύσσονται σε διεθνές επίπεδο, σε αντίθεσή με τις δράσεις πρόληψης που ουσιαστικά απουσιάζουν στην Ελλάδα. Η πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που συμβάλλουν στην εξάλειψη ή στη μείωση της εγκληματικότητας ως κοινωνικού φαινομένου, τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική πλευρά, είτε με μόνιμα και διαρθρωμένα μέτρα συνεργασίας είτε με ad hoc πρωτοβουλίες.
Το πρώτο βασικό στάδιο για την πρόληψη του φαινομένου είναι η κατανόησή του. Η έρευνα, άλλωστε, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάρτιση και υλοποίηση ολοκληρωμένων στρατηγικών πρόληψης. Μια έρευνα για την εμπορία θα πρέπει να προχωρά σε βάθος, να στοχεύει σε συγκεκριμένα αποτελέσματα, να μελετά τοπικά προβλήματα αλλά και τις γενεσιουργές αιτίες, καθώς επίσης, να διερευνά τις σχέσεις με άλλα φαινόμενα, όπως η έμφυλη ανισότητα και το εθνικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η έρευνα θα πρέπει να ακολουθείται από τη διάχυση της πληροφόρησης και ιδιαιτέρως την ένταξη στους αποδέκτες αυτής, των «ειδικών», των προσώπων που έρχονται σε επαφή με τα θύματα κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, όπως αστυνομικοί, γιατροί, δικαστικοί υπάλληλοι κ.λπ, διότι αποκτούν με αυτόν τον τρόπο εξειδικευμένες γνώσεις και εξειδικευμένη εκπαίδευση, σχετικά με διάφορες πτυχές της εμπορίας ανθρώπων. Η εμπειρία μας έχει αποδείξει ότι τέτοιου είδους στοχευμένη εκπαίδευση έχει ιδιαιτέρως θετικά αποτελέσματα.
Άλλη μορφή μέτρων με προληπτικό χαρακτήρα, τα οποία επιβάλλεται να λάβουν ή να ενισχύσουν τα συμβαλλόμενα μέρη είναι, και κατά το άρθρο 6 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2005 για τις δράσεις καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων, τα μέτρα που έχουν στόχο να αποθαρρύνουν τη ζήτηση η οποία ευνοεί όλες τις μορφές εκμετάλλευσης προσώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών, που οδηγούν στην εμπορία. Με τη διάταξη αυτή, οι συντάκτες της Σύμβασης, στοχεύουν να καταπολεμήσουν από μία άλλη πλευρά την εμπορία ανθρώπων, εκείνη των πιθανών αποδεκτών κάθε μορφής υπηρεσίας, που ευνοεί την εμπορία ανθρώπων. Είτε πρόκειται για σεξουαλικές υπηρεσίες, είτε για υπηρεσίες που προσφέρονται από θύματα υπό καθεστώς εξαναγκαστικής εργασίας ή δουλείας, καθώς και τα προϊόντα που έχουν παραχθεί από τα πρόσωπα αυτά υπό καθεστώς εκμετάλλευσης, είτε πρόκειται για απόκτηση οργάνων του ανθρωπίνου σώματος που έχουν παράνομα αφαιρεθεί.
Τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν για την πραγματοποίηση του στόχου της εν λόγω διάταξης μπορεί να είναι νομοθετικά, διοικητικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά ή άλλης μορφής. Απαραίτητη θεωρείται και σε αυτήν την περίπτωση η έρευνα για την κατανόηση του προβλήματος της «ζήτησης», όπως και των κινήτρων που δημιουργούν πελατεία για υπηρεσίες και προϊόντα που προέρχονται από θύματα εμπορίας, με σκοπό την απόκτηση πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την ενημέρωση και εκπαίδευση των εμπλεκομένων προσώπων και, περαιτέρω, την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες ήδη γίνονται εκστρατείες ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης των (εν δυνάμει) πελατών σεξουαλικών υπηρεσιών σχετικά με την εμπορία και χρησιμοποιούνται πρακτικές που έχουν θετικά αποτελέσματα, όπως η χρήση ανοιχτών γραμμών επικοινωνίας (hotlines), το διαδίκτυο, η πρόβλεψη δεικτών για την αναγνώριση γυναικών – θυμάτων εμπορίας. Αντιθέτως, όμως, λίγες φαίνεται να είναι προς το παρόν οι καλές πρακτικές για την καταπολέμηση της ζήτησης φθηνής εργασίας και φθηνών προϊόντων που προέρχονται από εξαναγκαστική εργασία.
Μιλώντας για παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών, δεν μπορούμε επ’ άπειρον να παραλείπουμε διακριτικά τους αποδέκτες αυτών των υπηρεσιών. Ίσως πιο ανησυχητική από την αύξηση του αριθμού θυμάτων – ή τουλάχιστον άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν – είναι η αύξηση και διαφοροποίηση της ομάδας των πελατών. Μέχρι πρότινος, μιλούσαμε για συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, με τα δικά τους κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, αλλά και κίνητρα. Τώρα, μιλάμε για ένα εκατομμύριο Έλληνες χρήστες σεξουαλικών υπηρεσιών, δηλαδή, το ένα τρίτο του σεξουαλικά ενεργού ελληνικού πληθυσμού. Μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων πρέπει να ενταχθούν στα μέτρα για τη διαχείριση της μετανάστευσης. Είναι αναγκαίο να εξεταστούν τρόποι για την αύξηση της νόμιμης μετανάστευσης οικονομικών μεταναστών, προκειμένου να ελαττωθεί η χρησιμοποίηση παράνομων μέσων για μετανάστευση.
Μια θυματοκεντρική προσέγγιση του φαινομένου επιβάλλει τη μακροπρόθεσμη και βιώσιμη αντιμετώπιση της διάσωσης, προστασίας, αποκατάστασης και επανένταξης των θυμάτων. Η εμπορία ανθρώπων έχει καταστροφικές επιπτώσεις στα θύματα, που συχνά υφίστανται σωματική και συναισθηματική κακοποίηση, βιασμούς, απειλές κατά των ίδιων και των οικογενειών τους, ακόμα και θάνατο. Αλλά ο αντίκτυπος της εμπορίας ανθρώπων ξεπερνά τα ίδια τα θύματα· υπονομεύει την υγεία και την ασφάλεια όλων των χωρών. Μια ουσιαστική και ολοκληρωμένη παρέμβαση σε έναν ιδιαίτερα ευάλωτο πληθυσμό, με πλήθος πιεστικών αναγκών, δεν μπορεί να περιορίζεται στην στείρα παροχή στέγης και στην παροδική ανακούφιση βασικών αναγκών. Επιβάλλεται μία ολιστική προσέγγιση αυτή της προστασίας, πάντα λαμβάνοντας υπόψη ότι μεγάλο ποσοστό των θυμάτων χρίζει ψυχολογικής και ψυχιατρικής στήριξης, ιδιαίτερα σε εποχές οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, όπως η σημερινή, τόσο στην Ευρώπη, όσο και ειδικότερα στην Ελλάδα.
Κλείνοντας το κείμενο αυτό θα ήθελα να εκφράσω μία προσωπική ισχυρή μου πεποίθηση, ότι το έργο της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και των εμπλεκόμενων επαγγελματιών για την αντιμετώπιση του φαινομένου, δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο από την ανοχή μιας κοινωνίας που θεωρεί τη διακίνηση και εμπορία ατόμων από τα «φτωχότερα» κράτη του πλανήτη, σαν κάτι μάλλον φυσιολογικό. Μιας κοινωνίας εθισμένης στην ύπαρξη ενός παράνομου κόσμου, ο οποίος όμως δεν είναι πλέον κρυφός.