Τα στρατηγικά λάθη της κυβέρνησης. Ήταν η λιτότητα και η βαριά φορολογία ο μόνος δρόμος;

Athens Voice

23/07/2015 

http://www.athensvoice.gr

 

Του Νίκου Χρυσόγελου

Συμπροέδρου των ΠΡΑΣΙΝΩΝ – ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Πρώην ευρωβουλευτή των Πράσινων

www.chrysogelos.gr

www.facebook.com/nikos.chrysogelosb

 

Δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε αυτό που ως ΠΡΑΣΙΝΟΙ-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ επισημαίναμε την προηγούμενη περίοδο, ότι για να ξεπεραστεί η λιτότητα χρειάζονταν εναλλακτικό σχέδιο και πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων βασισμένο σε οικονομική, κοινωνική και οικολογική καινοτομία, διαφορετικά θα οδηγούνταν η χώρα εκ νέου σε ένα εξίσου αναποτελεσματικό και σκληρό πρόγραμμα που θα βασίζονταν είτε σε οριζόντια λιτότητα είτε σε φορο-επιδρομές. Ασχέτως με τις προθέσεις της η κυβέρνηση –με ευθύνη και των βασικών διαπραγματευτών– οδήγησε τη χώρα σε μια αδικαιολόγητα κακή συμφωνία, μοναδική επιλογή ελάχιστα πριν την πτώση στον γκρεμό.

Ας δούμε όμως τα στρατηγικά λάθη που οδήγησαν σε αυτή την αποτυχία:

Σε πολλές εκθέσεις του το Ευρωκοινοβούλιο έλεγε κάτι πολύ απλό: όταν τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής αποτυγχάνουν ή έχουν μη επιθυμητά αποτελέσματα, αυτά πρέπει να αναπροσαρμόζονται μετά από διάλογο όχι μόνο με την κυβέρνηση του κράτους μέλους αλλά και με τους κοινωνικούς εταίρους. Στην Ελλάδα μέσα στα 7 χρόνια της κρίσης παρόμοια συζήτηση δεν έγινε. Και η ευθύνη βαραίνει όλα τα κόμματα αλλά και τους επαγγελματικούς και κοινωνικούς φορείς, που δεν στάθηκαν ικανοί να επεξεργαστούν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα στήριζε την έξοδο της χώρας από την κρίση με ένα δίκαιο και ορθολογικό τρόπο.

Μετά από μια συστηματική δουλειά 4 μηνών –που περιλάμβανε ακροάσεις κοινωνικών, επαγγελματικών φορέων και συνδικάτων, συναντήσεις του ευρωκοινοβουλίου και εκπροσώπων των εθνικών κοινοβουλίων, ουσιαστικό πολιτικό διάλογο – το ευρωκοινοβούλιο ολοκλήρωσε και ψήφισε στις 13/3/2014 τις δύο εκθέσεις αξιολόγησης της τρόικα και των πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής στις 4 χώρες της κρίσης. Ως ευρωβουλευτής των Πράσινων τότε είχα επιδιώξει και εγώ μια παρόμοια παρέμβαση του ευρωκοινοβουλίου που έγινε πράξη χάρη στην πίεση των Πράσινων.

Θα περίμενε κανείς ότι όλα τα πολιτικά κόμματα θα είχαν μελετήσει τις δυο εκθέσεις και θα αξιοποιούσαν τα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματά τους για να προσαρμόσουν τις προβληματικές πολιτικές που ακολουθούνταν στη χώρα, να ανοίξουν ένα διάλογο για την αναπροσαρμογή που υποδείκνυε το ευρωπαϊκό αυτό θεσμικό όργανο.

Προς μεγάλη έκπληξή μου είδα ότι τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψήφισαν αυτές τις δυο εκθέσεις στο Ευρωκοινοβούλιο, παρότι αυτή συγκέντρωσε μεγάλη πλειοψηφία ευρωβουλευτών. Αλλά ούτε έγινε ιδιαίτερη συζήτηση για αυτές στην Ελλάδα παρά το θόρυβο που είχε ξεσηκωθεί όταν οι δυο επικεφαλής ευρωβουλευτές για τη σύνταξή τους είχαν έρθει στην Ελλάδα. Αντιθέτως, ξεχάστηκαν πλήρως λες και δεν αφορούσαν (και) τη χώρα μας. Η μεν συγκυβέρνηση τότε ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θεωρούσε ότι έπρεπε να υποστηρίξει την λογική του μονόδρομου, η δε τότε αντιπολίτευση θεωρούσε ότι η επικέντρωση στα συμπεράσματα των εκθέσεων του ευρωκοινοβουλίου θα προκαλούσε ρωγμές στο αφήγημα που είχε «δουλέψει» για τα Μνημόνια και θα νέρωνε τα αντι-μνημονικά μηνύματά της. Είχε επιλέξει να συσπειρώσει τους οργισμένους εκλογείς σε ένα «απόλυτο ΟΧΙ σε όλα» αντί να συσπειρώσει ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην βάση ενός εναλλακτικού σχεδίου που θα αντιμετώπιζε τα υπαρκτά διαρθρωτικά προβλήματα και τα δημοσιονομικά μέσω ουσιαστικών και δίκαιων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών.

Δεν υπολόγισε όμως ότι χωρίς να έχει διαφορετικό σχέδιο πέρα από αυτό που βασίζονταν σε απλά συνθήματα και σε έναν «υπερήφανο λαό» (σε αντίθεση με άλλους λαούς που δεν είναι δηλαδή …υπερήφανοι;), θα έβρισκε ως κυβέρνηση μπροστά της όλα τα προβλήματα που αρνιόνταν να αντιμετωπίσει.

Η μεγάλη ευκαιρία για τη νέα κυβέρνηση ήταν τον Φεβρουάριο 2015. Η κυβέρνηση είχε νωπή εντολή, μεγάλη υποστήριξη από μια κοινωνία που ήθελε να ξεφορτωθεί το παλιό πολιτικό σύστημα (αν και δεν είναι σίγουρο ότι είχε αποφασίσει να αλλάξει και η ίδια), είχε την «σιωπηλή υποστήριξη» (ή την ελπίδα) μέρους της ευρωπαϊκής ελίτ που στον ένα ή στον άλλο βαθμό ήθελε να απαλλαγεί από το «παλιό και διεφθαρμένο» ελληνικό πολιτικό σύστημα. Αν είχε «μελετήσει καλά» τις ευρωπαϊκές υποθέσεις θα μπορούσε επίσης να αξιοποιήσει κι ορισμένες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο: την διάθεση να ολοκληρωθεί το 2ο πρόγραμμα, την απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου να τεθεί η τρόικα σε νέο δημοκρατικά ελεγχόμενο και συμβατό με το κοινοτικό κεκτημένο πλαίσιο, την ισχυρή πλειοψηφία στο ευρωκοινοβούλιο για αλλαγές στο δημοσιονομικό πρόγραμμα, τα πρώτα δειλά βήματα να περάσουμε από την σκληρή λιτότητα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης κα.

Η κυβέρνηση πήγε με ορμή στις διαπραγματεύσεις, με τον τσαμπουκά του νεοφώτιστου που πιστεύει ότι το δικό του δίκαιο είναι το μόνο δίκαιο και ότι οι άλλοι δεν έχουν τα δικά τους δίκαια. Αλλά και με πλήθος ψευδαισθήσεων που δεν βασίζονταν σε γνώση αλλά σε ιδεοληψίες: πχ διαγραφή του χρέους με βάση τις συνθήκες δεν είναι εφικτό μέσα στην Ευρωζώνη, ενώ αν η Γερμανία συμφωνούσε σε αυτό για μια χώρα της Ευρωζώνης το συνταγματικό της δικαστήριο θα την υποχρέωνε να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Δεν μπόρεσε λοιπόν να αξιοποιήσει υπάρχοντα εργαλεία και δυνατότητες για αναδιάρθρωση του χρέους αλλά ούτε μπόρεσε να κατανοήσει πότε και πώς έπρεπε να θέσει το θέμα του χρέους ώστε να έχει την υποστήριξη και των άλλων χωρών. Δεν ιεράρχησε τα θέματα της οικονομίας και της απασχόλησης ως προτεραιότητα τουλάχιστον σε σχέση με το χρέος που εκείνη την στιγμή δεν ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας (θα γίνονταν μεγάλο πρόβλημα μετά το 2022).

Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση διακατέχονταν –με την υποστήριξη μεγάλου τμήματος της κοινωνίας– από ένα μεσσιανικό όραμα ότι είχε δηλαδή αναλάβει από μόνη της να αλλάξει την Ευρώπη, υπερτόνιζε συνεχώς το ρόλο αυτό χωρίς να μπορέσει να κατανοήσει εγκαίρως ότι δεν αλλάζει η Ευρώπη από μία μόνο χώρα και πάντως δεν αλλάζει προβάλλοντας ένα πακέτο αιτημάτων που αφορούσαν μόνο, αν όχι αποκλειστικά, την Ελλάδα. Δεν προτείνει, έστω, ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων που θα ήταν προς όφελος όλης της Ευρωζώνης και όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Κατάφερε, έτσι, να καταγραφεί σαν τον ταραξία ή έστω το θύμα της Ευρωζώνης που το λυπούνται, αλλά δεν αντιμετωπίστηκε ως ο παράγοντας εκείνος που βάζει σε τάξη τα δικά του προβλήματα και έχει να προτείνει και δίκαιες λύσεις για όλους. Ας θυμηθούμε πως τα αρχικά χαμόγελα, οι πλάκες, τα αστεία, μετατράπηκαν στη συνέχεια εξόχως συμβολικά σε σκυθρωπά πρόσωπα, προειδοποιήσεις, σε μια αίσθηση ότι ήταν 18 εναντίον 1.

Μα, θα πει κανείς, δεν υπάρχουν λάθη ακόμα και πολιτικές προκαταλήψεις ή ιδιαίτερα συμφέροντα στην Ευρωζώνη; Όλα τα λάθη πέφτουν στην κυβέρνηση; Δεν ήθελαν κάποιες κυβερνήσεις να τιμωρήσουν την «πρώτη φορά αριστερά στην κυβέρνηση»; Προφανώς το ευρωπαϊκό πεδίο δεν κατοικείται από αγγέλους, αλλά η κυβέρνηση κατάφερε να αναδείξει το διακυβερνητικό επίπεδο ως το αποφασιστικό πεδίο όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, εκείνο το πεδίο δηλαδή που κυριαρχείται από εθνικά ή στενά πολιτικά-ιδεολογικά συμφέροντα.

Ως αποτέλεσμα μιας εγωκεντρικής και όχι θεσμικής διαχείρισης της δύσκολης υπόθεσης των διαπραγματεύσεων, επέστρεψε όλη την ΕΕ στην εποχή όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν κατά βάση από τη Μέρκελ και τον Σαρκοζί. Κάτι που είχε ξεσηκώσει μεγάλη κριτική και εν μέρει είχε ξεπεραστεί στην πορεία με ένα μέρος των αποφάσεων να έχει περάσει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Εκείνη η δυσφορία για το δίδυμο Μέρκελ-Σαρκοζί που ουσιαστικά ελάμβανε τις αποφάσεις χωρίς καν να συμμετέχουν ο Μπαρόζο ή ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, είχε προκαλέσει ορισμένες θεσμικές αλλαγές. Μεταξύ άλλων το Ευρωκοινοβούλιο είχε αποκτήσει για πρώτη φορά κάποιο ρόλο και στα δημοσιοοικονομικά θέματα, ενώ είχε ολοκληρώσει με άψογο τρόπο και επιτυχία την αξιολόγηση της τρόικα, είχε καταφέρει να αποδεχτούν η Κομισιόν και η ΕΚΤ τις απαιτήσεις του για έλεγχο των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής από το ευρωκοινοβούλιο, είχε λόγο για τους εθνικούς προϋπολογισμούς και είχε αυξανόμενο ρόλο στα θέματα του οικονομικού συντονισμού – του «ευρωπαϊκού εξαμήνου», του 6πλού πακέτου, του διορισμού του αντιπροέδρου της ΕΚΤ, της ώθησης του οικονομικού και νομισματικού πυλώνα της ΟΝΕ αλλά και της λεγόμενης Τραπεζικής Ένωσης για τις σημαντικές αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα ώστε να μην πληρώνουν συνεχώς οι φορολογούμενοι λάθη του τραπεζικού συστήματος.

Κατά περίεργο αλλά κατανοητό μέσα στο πλαίσιο της άγνοιας των κανόνων και των ιδεοληψιών που την κατείχαν, η κυβέρνηση επέλεξε να παίξει αποκλειστικά στο διακυβερνητικό επίπεδο. Ο πρωθυπουργός μίλησε στο ευρωκοινοβούλιο στο 12 και 5΄ και μετά από αίτημα των Φιλελεύθερων και των Πράσινων, ενώ ανέδειξε τη Μέρκελ ως την κυρίαρχη του παιχνιδιού, παρά το γεγονός ότι προεκλογικά ισχυρίζονταν ότι δεν θα της έδινε καν σημασία.

Χωρίς γνώση των κανόνων του παιχνιδιού, χωρίς σοβαρό σχέδιο, διαφορετικό μεν από αυτό που βασίζονταν στη λιτότητα ή στη φορο-επιδρομή αλλά σε θέση να πετύχει την εξυγίανση των δημοσιονομικών και των διαθρωτικών προβλημάτων της χώρας, με άγνοια των κανόνων της οικονομίας και με αντιφατικές ή και σε ορισμένες περιπτώσεις καταστροφικές συμπεριφορές των πρωταγωνιστών της διαπραγμάτευσης η κυβέρνηση σπατάλησε κάθε πιθανότητα να πετύχει ένα καλύτερο αποτέλεσμα.

Μπορεί να έμεινε στην κοινωνία αυτή η αίσθηση ότι «το παιδί το πάλεψε, ενώ οι προηγούμενοι δεν προσπάθησαν καν». Είναι στο επίπεδο του συναισθήματος, όμως. Όταν θα αρχίσουν να έρχονται τα απανωτά χτυπήματα από τους φόρους θα ξεχαστεί. Η κυβέρνηση κέρδισε ένα μεγάλο ποσοστό ανοχής ή και υποστήριξης στο εθνικό ακροατήριο αλλά ένα περιορισμένο μόνο κοινό υποστηρικτών –κυρίως από το χώρο της αριστεράς και των πρασίνων– σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι πραγματικές επιπτώσεις, όμως, της αποτυχημένης στρατηγικής και των απίστευτων τακτικών λαθών, ιδιαίτερα όμως της απουσίας πραγματικού, ρεαλιστικού, αποτελεσματικού σχεδίου είναι τραγικές:

• Εξάντληση μέσα σε ελάχιστους μήνες του σημαντικού πολιτικού κεφαλαίου για προοδευτική διακυβέρνηση και μεταρρυθμίσεις, με ορατό τώρα τον κίνδυνο να πάμε σε εκλογές και να βρισκόμαστε μπροστά σε πολιτικά αδιέξοδα, η κυβέρνηση να μην έχει την υποστήριξη του κόμματος και να συνεχίσει να κυβερνάει μόνο χάρη στην ψήφο των κομμάτων που κατήγγειλε ως μνημονιακά και διαπλεκόμενα.
• Επιδείνωση των οικονομικών και δημοσιονομικών δεδομένων που οδήγησαν έτσι αναπόφευκτα σε μια ακόμα χειρότερη συμφωνία σε σχέση με αυτή που είχαν προσφέρει οι «θεσμοί», χωρίς όμως να υπάρχει άλλη καλύτερη εναλλακτική λύση, μια και τόσο η άτακτη χρεοκοπία όσο και η συμφωνημένη έξοδος από την Ευρωζώνη θα είχαν ακόμα μεγαλύτερο κόστος για την κοινωνία και την οικονομία.
• Υπογράφηκε κάτω από προβληματικές διαδικασίες μια συμφωνία που περιλαμβάνει άδικα και σκληρά μέτρα ύψους 13 δις, που όμως θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί τα περισσότερα από αυτά αν είχε ολοκληρωθεί η συμφωνία τον Γενάρη ή έστω τον Φλεβάρη 2015 ή ακόμα και τον Μάρτη 2015. Το κακό είναι ότι αυτή η συμφωνία ετοιμάστηκε από τους Γάλλους τεχνικούς συμβούλους της κυβέρνησης, απ’ ό,τι φαίνεται, και είναι κατά πολύ χειρότερη από το σχέδιο Γιουνκέρ ή το πακέτο που τέθηκε στο δημοψήφισμα για το ΝΑΙ ή ΟΧΙ.
• Οι τράπεζες θα χρειαστούν ένα νέο πακέτο διάσωσης ύψους τουλάχιστον 25 δις, όταν μέχρι τώρα η διάσωσή τους έχει κοστίσει –χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τα μέτρα Αλογοσκούφη ύψους 28 δις– επιπλέων των 40,9 δις που δόθηκαν σε προηγούμενη φάση για ανακεφαλαιοποίηση και που έχουν περάσει ως δημόσιο χρέος.
• H τραπεζική αργία και τα capital controls θα έχουν σημαντικό κόστος στην πραγματική οικονομία αλλά και στην απασχόληση, κάτι που θα το βρούμε μπροστά μας από το φθινόπωρο και ίσως στο τέλος της χρονιάς με επιστροφή σε ύφεση της τάξης του 2-5% ίσως.

Το μόνο θετικό (;) από αυτή την περιπέτεια είναι η μείωση της σκιώδους οικονομίας, αφού η έλλειψη ρευστότητας οδήγησε σε «κλείσιμο» πολλές οικονομικές δραστηριότητες που δεν εγγράφονται στην επίσημη οικονομία. Αλλά αυτό στερεί τα μέσα επιβίωσης σε ένα μεγάλο κομμάτι ανέργων και φτωχοποιημένων πολιτών που δεν έχουν άλλο μέσο επιβίωσης παρά τα ευκαιριακά έσοδα από μαύρη και άτυπη εργασία.

Το όποιο θετικό αυτής της πορείας 6 μηνών είναι η ευρεία συζήτηση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Αλλά ποιο είναι το κόστος; Το χρέος, όπως δείχνει η πολύ πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, εκτινάχθηκε τους τελευταίους μήνες κατά 29% και θα αυξηθεί σε απόλυτους αριθμούς κατά τουλάχιστον 60-80 δις, οπότε οι όποιες ρυθμίσεις θα παραμείνουν αναποτελεσματικές ακόμα και με κούρεμα του χρέους κατά 30% (αν αυτό ήταν εφικτό). Δίνονται έτσι επιχειρήματα στη γερμανική πλευρά για την εμμονή της να μην θέλει να γίνει συζήτηση για νέα αναδιάρθρωση του χρέους πριν αποκατασταθεί η ηρεμία στην οικονομία και πριν επιτευχθούν βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι ότι αυτούς τους 6 μήνες δεν έγινε σχεδόν τίποτα για να βελτιωθεί η κατάσταση της οικονομίας, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να μπουν οι βάσεις για αντιμετώπιση της φορο-αποφυγής και φορο-απάτης. Με αποτέλεσμα την επιδείνωση όχι μόνο κάποιων αφηρημένων δεικτών (μείωση των δημοσίων εσόδων το Α΄ τρίμηνο 2015 σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, τρομακτική καθυστέρηση στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων και κατά συνέπεια στην εισροή χρημάτων στα δημόσια ταμεία, καθυστέρηση στην ολοκλήρωση έργων του ΕΣΠΑ 2007-2013 με κίνδυνο να χαθούν 1-2 δις και να υποχρεωθούμε επιπλέον να επιστρέψουμε κοινοτικού πόρους), αλλά και δημιουργία ξανά ενός κλίματος αβεβαιότητας και αναστολής όλων των αποφάσεων των πολιτών αλλά και της οικονομίας.

Νέες εκλογές μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα επιφέρουν άλλο ένα πλήγμα στην οικονομία και στην απασχόληση, ενώ θα επιτείνουν το κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, χωρίς να επιλύσουν κανένα από τα μεγάλα προβλήματα της χώρας.

Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ θεωρούμε ότι ήρθε η ώρα να συνειδητοποιηθούν τα λάθη που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια. Ούτε οι προηγούμενοι μπορούν να αθωωθούν για τα τρομακτικά λάθη που έκαναν ούτε όμως πλέον και οι τωρινοί. Πρέπει, λοιπόν, η κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν αλλά και η κοινωνία να ωριμάσει ώστε να μπορέσει να διαμορφωθεί και να συμφωνηθεί μέσα από πολυ-επίπεδο διάλογο ένα σχέδιο για τις βαθιές αλλά δίκαιες αλλαγές που απαιτούνται και που ακόμα δεν έχουν προωθηθεί.

Απαιτείται έστω και τώρα μια κοινωνική πρωτοβουλία που θα πιέσει τα πολιτικά κόμματα ώστε να διαμορφώσουν ένα ελάχιστο επίπεδο συνεννόησης μπας και γλυτώσουμε τελικά από την πλήρη διάλυση. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για λάθη. Οι επόμενες γενιές δεν θα μας συγχωρήσουν που θα τους παραδώσουμε μια διαλυμένη χώρα.

Posted on 23/07/2015 in Άρθρα, Στα Media

Share the Story

Back to Top