του Αλέξανδρου Λασκαράτου
Με τον Μιχάλη Μπονατάκη με συνέδεε δυνατή φιλία και εκτίμηση, κι ας τον γνώρισα σχετικά πρόσφατα. Τον είχα δει τέσσερις-πέντε φορές που είχε ανάβει στην Αθήνα για συναντήσεις των Πράσινων-Αλληλεγγύη. Από την αρχή που τον γνώρισα ταιριάξαμε. Ήταν σπαθάτος τύπος, δοσμένος στον αγώνα του αλλά και πειραχτήρι, με περίσσευμα χιούμορ. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο και στο email συχνά. Η ξαφνική του απώλεια με σόκαρε, όπως σόκαρε όλους όσους τον γνώριζαν. Του έλεγα πως οι γιατροί, λόγω του επαγγέλματός τους, είναι πιο κοντά στη ζωή και στο θάνατο απ’ όλους τους ανθρώπους. Σε κάποια φάση του είχα στείλει και το παρακάτω κείμενο με το οποίο γελάσαμε πολύ. Το αφιερώνω στη μνήμη του, με πολλή αγάπη.
Θάνατος και Ύπνος
Χρονογράφημα του Γεράσιμου Λασκαράτου, γιατρού, σε εφημερίδα της Πάτρας, γύρω στο 1910.
(για την πιστή αντιγραφή στο μονοτονικό), Αλέξανδρος Λασκαράτος εγγονός
——————
Άκουσα τον εξής διάλογον μεταξύ Θανάτου και Ύπνου:
Θάνατος. Καλημέρα φίλε μου
Ύπνος. Άφησέ με παρακαλώ γιατί η όψις σου η φοβερά με τρομάζει
Θάνατος. Τι το τρομακτικόν έχω εγώ; Κοίταξέ με καλά, λέγουν ότι ομοιάζομεν.
Ύπνος. Εάν ομοιάζομεν κατά τι, δεν ομοιάζομεν ποσώς εις την απαισίαν μορφήν σου, σκληρέ.
Θ. Με ονομάζεις σκληρόν, εάν όμως με γνωρίσης καλά, θα με εκτιμήσης. Είμαι αναγκαίος εις τους ανθρώπους, διότι χωρίς εμέ η επιφάνεια της γης, θα ήτο πολύ μικρά δια να τους χωρέση, χωρίς εμέ θα εγίνοντο αναρίθμητα εγκλήματα. Εγώ μόνον κρατώ τους ανθρώπους εντός των ορίων των καθηκόντων των, τους κάμνω ευαισθήτους, δια την δόξαν και τους οδηγώ εις τας μεγάλας επιχειρήσεις. Επί τέλους ελευθερώνω τους δυστυχείς από τα βάσανα και τους πόνους των.
Ύπ. Οποία διαφορά μεταξύ μας. Οι άνθρωποι εν γένει σε απεχθάνονται, ενώ εμέ με αγαπούν, μου αποδίδουν τα ωραιότερα ονόματα, έρχονται κάθε νύκτα και ρίπτονται ευχαρίστως εις τας αγκάλας μου, εγώ δε με ευχάριστον γοητείαν καθησυχάζω τας ανυσηχίας των, διακόπτω τας φροντίδας των και επαναφέρω τας δυνάμεις των. Ενίοτε τους κάμνω να αισθάνονται τέρψεις μεγαλυτέρας εκείνων που αισθάνονται εν εγρηγόρσει. Τέλος είσαι ο τρόμος και ο φόβος του ανθρωπίνου γένους, εγώ δε η Τέρψις αυτού.
Θ. Λέγεις ότι οι άνθρωποι με απεχθάνονται; Δεν το πιστεύω, εξ εναντίας πιστεύω όι με επιθυμούν. Μήπως δεν αλληλο-φονεύονται δια το τίποτε; Μήπως δεν παραδίδονται εις παντοειδείς καταχρήσεις δια να επιταχύνουν την έλευσίν μου; Δια των πολίορκητικών μηχανών, δια των τηλεβόλων νεωτάτων συστημάτων, δια των ταχυβόλων και πολυβόλων, δια των θωρηκτών και των αεροπλάνων δεν με προσκαλούν διαρκώς; Εις τας μάχας δεν μάχονται δια λογαριασμόν μου; Εις τους πολέμους δεν είμαι εγώ πάντοτε ο νικητής; Τι έχεις να απαντήσης; Ποίοι εργάζονται δια σε; Μόνον οι φαρμακοποιοί και μερικοί ρήτορες…
Ύπ. Ομολογώ ότι το απεχθές της μορφής σου και των συνεπειών σου δεν είναι αρκετόν να εμποδίσει τους ανθρώπους από τα μωρά πάθη των, εκτός όμως των περιστάσεων σε αποφεύγουν. Σε τρέμουν σε φοβούνται όταν τους πλησιάζης.
Θ. Με φοβούνται οι άνθρωποι; Οι ανόητοι άνθρωποι νομίζουν ότι με την διάβασίν των εκ του κόσμου τούτου θα έχουν τας αυτάς επιθυμίας που έχουν επί της γης. Έπειτα η μεταξύ μας διαφορά δεν είναι δα και τόσον μεγάλη. Εσέ μεν ονομάζουν βραχύν θάνατον, εμέ δε αιώνιον ύπνον. Βλέπεις λοιπόν ότι μόνον κατά την διάρκειαν διαφέρομεν.
Ύπ. Ακριβώς αυτή η διάρκεια τρομάζει. Η σκέψις ότι ο άνθρωπος δεν επανέρχεται μετά θάνατον τρομάζει.
Θ. Πόσον είναι άδικος και παράδοξος ο άνθρωπος. Ουδέποτε παρεπονέθη γιατί η αρχή της ζωής δεν χρονολογείται από καταβολής κόσμου, διαμαρτύρεται όμως διότι δεν θα ζήσει μέχρι συντελείας του αιώνος.
Ύπ. Ο λόγος έγκειται εις το ότι αισθάνεται ότι υπάρχει, και λυπείται ότι μετά θάνατον δεν θα υπάρχει πλέον.
Θ. Πρέπει να μάθη ο άνθρωπος ότι η ζωή είναι δώρον της φύσεως, ότι η αρχή της είναι το μηδέν και το τέλος της ο θάνατος. Ας μάθη ακόμη ότι ό, τι δήποτε έχει ανάγκην η φύσις ουδέποτε είναι κακόν.
Ύπ. Βλέπω ότι πρέπει να υποχωρήσω και υποχωρώ κανονικώς διότι εάν εξακολουθήσω θα ηττηθώ, δεδομένου όντως ότι ουδείς δύναται να νικήση τον θάνατον.