Τον περασμένο Νοέμβριο αποκαλύφθηκαν παρακολουθήσεις πολιτών ― μεταξύ των οποίων και μέλους και δημοσιογράφου του ανεξάρτητου δημοσιογραφικού οργανισμού Solomon ― από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), η νομιμότητα των οποίων αμφισβητείται ευθέως.
Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η δημοσιογραφική ομάδα του Solomon υπέβαλε σχετική μηνυτήρια αναφορά ενώπιον του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητώντας τη διερεύνηση του ενδεχομένου τέλεσης αδικημάτων, που θεωρούμε ότι βάλλουν κατά του κράτους δικαίου, από τα στελέχη της υπηρεσίας.
Η αναφορά κατατέθηκε στον Άρειο Πάγο στις 22.02.2022 (αρ.πρωτ. 1862), και κοινοποιήθηκε στους ακόλουθους αρμόδιους φορείς:
- την Αρχή Προστασίας Δεδομένου Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ),
- την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ),
- την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ),
- τον Συνήγορο του Πολίτη,
- καθώς και τον προϊστάμενο Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών.
Δημοσιεύουμε και εδώ αναλυτικά τη σχετική ενημέρωση από τo Solomon:
Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η ομάδα του Solomon υπέβαλε μηνυτήρια αναφορά ενώπιον του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για τις παρακολουθήσεις πολιτών από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) σε καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας, και δίχως να διασφαλίζεται η λογοδοσία των στελεχών της.
Θορυβημένοι από την αποκάλυψη όχι μόνο της παρακολούθησης δημοσιογράφου-μέλους μας, και του δημοσιογραφικού έργου του ίδιου του οργανισμού, αλλά και της δημιουργίας ενός ολοένα διογκούμενου γκρίζου πλαισίου, το οποίο φέρεται να προσφέρει κάλυψη ώστε στελέχη της ΕΥΠ να διεξάγουν μαζικές και ανεξέλεγκτες παρακολουθήσεις πολιτών, προβήκαμε στην κατάθεση της σχετικής μηνυτήριας αναφοράς στο ανώτατο ελληνικό δικαστήριο.
Με την αναφορά (αρ.πρωτ. 1862), που υπεβλήθη μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Solomon, δικηγόρου Δημήτρη Γεωργακόπουλου, καταγγέλλουμε πράξεις δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών της ΕΥΠ, οι οποίες θεωρούμε ότι βάλλουν κατά του κράτους δικαίου, καθώς και θεμελιωδών δικαιωμάτων και ανθρωπίνων ελευθεριών.
Ζητούμε τη διερεύνηση του ενδεχομένου να έχουν τελεστεί από στελέχη της ΕΥΠ, η οποία υπάγεται πλέον απευθείας στον πρωθυπουργό, τα αδικήματα της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών και της παραβίασης της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου, το αδίκημα της παράνομης συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τη διερεύνηση όποιας άλλης τυχόν αξιόποινης πράξης.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της μηνυτήριας αναφοράς:
Η αποκάλυψη των σημάτων της ΕΥΠ
Αλλά, ας εξηγήσουμε πώς έχουν τα πράγματα, και γιατί αποφασίσαμε να μηνύσουμε την ΕΥΠ.
Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται για την προάσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, το δικαίωμα στη διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών, και το δικαίωμα στην ελευθερία του Τύπου, τόσο από το ελληνικό Σύνταγμα όσο και από διεθνείς συμφωνίες που η Ελλάδα έχει επικυρώσει (π.χ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα).
Εκ του νόμου, η λειτουργία της ΕΥΠ στην «αναζήτηση, συλλογή, επεξεργασία και γνωστοποίηση πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές» ορίζεται για ζητήματα που εμπίπτουν της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας, και του δημοκρατικού πολιτεύματος της Ελλάδας, καθώς και της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος.
Ωστόσο, στις 13 Νοεμβρίου 2021, η πρωτοσέλιδη αποκάλυψη του δημοσιογράφου Δημήτρη Τερζή στην Εφημερίδα των Συντακτών παρουσίαζε έγγραφα εσωτερικής επικοινωνίας («σήματα») της ΕΥΠ, το περιεχόμενο των οποίων αμφισβητείται ευθέως εάν βρίσκεται εντός των ορισμένων στόχων της κρατικής υπηρεσίας.
ΕΙΚΟΝΑ: ΤΟ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΣΤΙΣ 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021.
Τα σήματα της ΕΥΠ παρουσίαζαν εσωτερική επικοινωνία στελεχών της υπηρεσίας.
Αποκάλυπταν πολυεπίπεδες παρακολουθήσεις πολιτών, στο πλαίσιο της συμμετοχής τους σε καθόλα νόμιμες δραστηριότητες, οι οποίες λάμβαναν χώρα μέσω φυσικής όσο και τεχνικής επιτήρησης — εξ ου και οι αναφορές σε «πηγές υψηλής αξιοπιστίας», όρος που από το ρεπορτάζ προκύπτει πως περιγράφει τις πληροφορίες που έχουν ληφθεί μέσω της παγίδευσης της τηλεφωνικής συσκευής ενός ατόμου.
Με βάση τα σήματα που δημοσιεύθηκαν, η συλλογή πληροφοριών περιστρεφόταν γύρω από:
- δημόσιο υπάλληλο,
- δικηγόρο,
- διοργανωτές διαμαρτυρίας κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού,
- εργαζόμενο του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (επίσημου οργάνου των Ηνωμένων Εθνών για τη μετανάστευση και βασικού εταίρου της ελληνικής κυβέρνησης στο προσφυγικό),
- ένα 12χρονο προσφυγόπουλο από τη Συρία, τον Τζαμάλ, ο οποίος ζούσε στο προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης της Κω,
- και τον συνάδελφό μας, Σταύρο Μαλιχούδη, που δούλευε ρεπορτάζ πάνω στην ιστορία του Τζαμάλ για λογαριασμό του Solomon.
Όπως σημειώνουμε στην αναφορά που καταθέσαμε ενώπιον του Αρείου Πάγου, σε ορισμένα «σήματα» σημειώνεται ρητά ότι από την ΕΥΠ συλλέγονται στοιχεία και πληροφορίες σχετικά και με το «ιδεολογικό υπόβαθρο» των προσώπων που βρίσκονται υπό παρακολούθηση.
Κρίσιμα ερωτήματα για τον τρόπο λειτουργίας της ΕΥΠ
Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, θεμελιώδη δικαιώματα αφαιρούνται από πολίτες μόνο όταν υπερτερεί το κοινωνικό όφελος που εξασφαλίζεται.
Θυμίζουμε πως η λειτουργία της ΕΥΠ αφορά στη διασφάλιση της εθνικής και εδαφικής κυριαρχίας. Συνεπώς, η αποστέρηση του κατοχυρωμένου δικαιώματος ενός πολίτη στην ιδιωτικότητα θα πρέπει να δικαιολογείται από το όφελος που διασφαλίζεται ως προς αυτούς τους σκοπούς.
Αβίαστα, λοιπόν, προκύπτει ένα ερώτημα, που κρίνουμε πως αφορά τους πάντες και ιδίως το ίδιο το κράτος δικαίου: ελέγχεται και αποτρέπεται πράγματι κάποιος κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια μέσα από την παρακολούθηση των συγκεκριμένων ατόμων;
ΕΙΚΟΝΑ: ΤΟ ΣΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΠ ΠΟΥ ΔΙΕΡΡΕΥΣΕ, ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ SOLOMON ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟ ΜΑΛΙΧΟΥΔΗ.
Οι αποκαλύψεις για τις εκτεταμένες παρακολουθήσεις πολιτών από την ΕΥΠ προκάλεσαν τις αντιδράσεις σύσσωμης της αντιπολίτευσης. Και η αποκάλυψη της παρακολούθησης του δημοσιογραφικού έργου του Solomon προκάλεσε αντιδράσεις από την εγχώρια (π.χ. ΕΣΗΕΑ, Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, το σύνολο των ανεξάρτητων Μέσων) και τη διεθνή δημοσιογραφική κοινότητα (π.χ. εδώ η ανακοίνωση του Media Freedom Rapid Response, που απαρτίζεται από έξι οργανισμούς προάσπισης της δημοσιογραφίας, ανάμεσά σε αυτούς το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων).
Από το σήμα της ΕΥΠ που μας αφορά καθίσταται σαφές πως η παρακολούθησή μας δεν αφορούσε κάποιο — ανύπαρκτο — σχέδιο που απειλεί την εθνική ασφάλεια, αλλά το δημοσιογραφικό μας έργο και συγκεκριμένο ρεπορτάζ που δουλεύαμε. Εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς πως, και εάν «έτυχε» να αποκαλυφθεί η δική μας περίπτωση, είναι απίθανο το Solomon να είναι ο μόνος δημοσιογραφικός οργανισμός που βρίσκεται υπό επιτήρηση για το έργο του.
Από την ελληνική κυβέρνηση ζητήθηκαν σαφείς απαντήσεις, οι οποίες δεν δόθηκαν ποτέ. Αντιθέτως, δόθηκαν αντιφατικές απαντήσεις που εντείνουν τη δυσπιστία.
Συγκεκριμένα, ενώ κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών δύο ημέρες μετά τη δημοσίευση του σχετικού ρεπορτάζ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επιβεβαίωσε εμμέσως τις παρακολουθήσεις, απαντώντας σε σχετική ερώτηση πως «η ΕΥΠ επιτελεί ένα πολύ σημαντικό, σπουδαίο έργο-ρόλο με πολύ μεγάλη επάρκεια», στη συνέχεια ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης διέψευσε αορίστως την παρακολούθηση του συναδέλφου μας και εν γένει δημοσιογράφων στην Ελλάδα, δίχως ωστόσο ― σε καμία από τις δύο γραπτές απαντήσεις του ― να αμφισβητήσει τη γνησιότητα του εγγράφου που φερόταν να αποδεικνύει πως αυτή πράγματι λαμβάνει χώρα.
Σήμερα, πάνω από τρεις μήνες μετά, το αναπόδραστο ερώτημα του ποια σκοπιμότητα υπηρετεί η παρακολούθηση ενός ανεξάρτητου δημοσιογραφικού οργανισμού, και με ποιον ακριβώς τρόπο άπτεται της εθνικής ασφάλειας ένα ρεπορτάζ για ένα 12χρονο προσφυγόπουλο παραμένει αναπάντητο.
Αντίστοιχα ερωτήματα προκύπτουν για τη σκοπιμότητα, όσο και τη νομιμότητα, των υπόλοιπων παρακολουθήσεων που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας.
Πώς η ΕΥΠ κατέστη μια ανεξέλεγκτη υπηρεσία
Γιατί, λοιπόν, αποφασίσαμε να μηνύσουμε την ΕΥΠ ενώπιον του Αρείου Πάγου, του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας;
Ένας πρώτος λόγος προκύπτει και από το ότι, δεδομένης της φύσης της ίδιας της υπηρεσίας, οι πολίτες δεν διαθέτουν κανένα απολύτως άλλο μέσο προκειμένου να διεκδικήσουν μια απάντηση στα κρίσιμα ερωτήματα που θέσαμε πιο πάνω.
Δεν έχουμε κανέναν άλλο τρόπο να μάθουμε γιατί ― το επαναλαμβάνουμε ― η δημοσιογραφία που ασκούμε τέθηκε στο στόχαστρο της κρατικής υπηρεσίας, που είναι επιφορτισμένη με τη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας μιας ευρωπαϊκής χώρας.
Ούτε υπάρχει κάποιο θεσμικό όργανο στο οποίο μπορούμε να απευθύνουμε ερωτήματα, με τα οποία, όπως διαπιστώσαμε αυτούς τους μήνες, είναι δύσκολο να ζει κανείς: Γιατί τεθήκαμε υπό παρακολούθηση; Ποιο διάστημα έλαβε χώρα; Συνεχίζεται έως σήμερα; Αποτελούμε απειλή για την κοινωνία;
Αλλά δεν μηνύσαμε την ΕΥΠ μόνο γι’ αυτό.
Μηνύσαμε την ΕΥΠ γιατί τα παραπάνω γεγονότα προκαλούν ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία, εάν λάβει κανείς υπόψη την ραγδαία μεταμόρφωση της υπηρεσίας τα τελευταία δυόμιση χρονια.
Από την υπαγωγή της ΕΥΠ απευθείας στον πρωθυπουργό τον Ιούλιο του 2019, στην τοποθέτηση στη θέση του διοικητή ενός στελέχους που δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα που προβλέπονταν από τον νόμο ένα μήνα αργότερα· και από την τροποποίηση, με αναδρομική ισχύ, των προϋποθέσεων ώστε να νομιμοποιηθεί ο διορισμός του ιδίου, στην «άλωση» της ΕΥΠ μέσα από την απομάκρυνση «μη αρεστών» στελεχών (με βάση τις καταγγελίες όλων των Κομμάτων της αντιπολίτευσης) και τη δρομολόγηση προσλήψεων κατ’ εξαίρεση και εκτός της διαδικασίας του ΑΣΕΠ.
Στο μεσοδιάστημα, μεσολάβησε μια σημαντικότατη νομοθετική αλλαγή, που φωτίζει μέσα από ένα άλλο πρίσμα όλα τα παραπάνω.
Όπως αποκάλυψε ρεπορτάζ του Reporters United, η κυβέρνηση αφαίρεσε από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), την ανεξάρτητη Αρχή που επιβλέπει τη λειτουργία της ΕΥΠ, τη δυνατότητα να γνωστοποιεί σε άτομα που είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση ότι αυτό συνέβη, όταν πλέον δεν υπήρχε πια ο αντικειμενικός σκοπός της παρακολούθησής τους.
Αυτό συνέβη με μιαν εκπρόθεσμη και αντισυνταγματική τροπολογία. Όπως υποστηρίζεται σε επιστημονικό άρθρο που συνέγραψαν ο πρόεδρος και δύο μέλη της ΑΔΑΕ και δημοσιεύθηκε σε νομικό περιοδικό, η διάταξη αυτή είναι ασύμβατη με την ισχύουσα νομοθεσία, ενώ χαρακτηριστικό είναι πως τέτοιου είδους διατάξεις έχουν προωθηθεί μόνο στη Ρωσία, τη Βουλγαρία, και την Ουγγαρία ― και όταν πολίτες πήγαν τις σχετικές υποθέσεις τους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι χώρες αυτές καταδικάστηκαν.
Ποιος ελέγχει τους ελέγχοντες;
Η μηνυτήρια αναφορά της ομάδας του Solomon κοινοποιήθηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού, καθώς και στα υπουργεία Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Προστασίας του Πολίτη, Μετανάστευσης και Ασύλου, και στην αντιπολίτευση.
Κοινοποιήθηκε επίσης σε όλους τους αρμόδιους φορείς: την Αρχή Προστασίας Δεδομένου Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), τον Συνήγορο του Πολίτη, καθώς και τον προϊστάμενο Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Solomon, Δημήτρης Γεωργακόπουλος, δήλωσε:
«Πρόκειται για παρακολουθήσεις που αδιαμφισβήτητα διεξάγονται, καθώς τα όσα αναφέρονται στα υπηρεσιακά έγγραφα της ΕΥΠ που διέρρευσαν και είδαν το φως της δημοσιότητας από την Εφημερίδα των Συντακτών επιβεβαιώθηκαν εμμέσως από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο σε συνέντευξη Τύπου την επομένη του σχετικού δημοσιεύματος.
Συνεπώς, το ζητούμενο πλέον είναι να διερευνηθούν από τη Δικαιοσύνη οι ενδείξεις που υπάρχουν ότι αυτές οι παρακολουθήσεις όχι απλώς εκφεύγουν του πεδίου αρμοδιότητας της ΕΥΠ (ζητήματα εθνικής ασφάλειας, τρομοκρατίας, εμπόριο πυρηνικών όπλων κ.ά.), αλλά αφορούν ένα κομμάτι μιας συνολικότερης επιτήρησης πολιτών, ευρισκόμενων σε νόμιμες δραστηριότητες».
Ο κος. Γεωργακόπουλος πρόσθεσε ότι «πρέπει να δοθούν απαντήσεις για τις πρακτικές που ― αποδεδειγμένα πλέον ― ακολουθεί η ΕΥΠ: το πώς εξατομικεύτηκε το ενδιαφέρον της ΕΥΠ για τα άτομα που αναφέρονται στα υπηρεσιακά έγγραφά της που διέρρευσαν, το αν τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία για τις άρσεις απορρήτου επικοινωνιών, με ποιο τρόπο αξιοποιούνται από την ΕΥΠ τα δεδομένα που συλλέγονται, το πώς λειτουργεί το αρχείο “ιδεολογικού υποβάθρου” που αναφέρεται στα έγγραφα ότι τηρεί η ΕΥΠ για τους παρακολουθούμενους κ.ά», συμπληρώνοντας πως «τίθενται σοβαρότατα ζητήματα νομιμότητας και κράτους δικαίου».
«Το γεγονός, δε, της παρακολούθησης του δημοσιογράφου Σταύρου Μαλιχούδη κατά την προετοιμασία ρεπορτάζ του, θέτει σοβαρότατο ζήτημα ελευθερίας του Τύπου, καθώς και ασφάλειας των ίδιων των δημοσιογράφων και των δημοσιογραφικών πηγών. Αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις ενέργειες της Εισαγγελίας και των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, ενώπιον των οποίων έχουμε αρμοδίως απευθυνθεί».
Από πλευράς μας, ως δημοσιογράφοι του Solomon δεν διεκδικούμε τίποτα περισσότερο από τον σεβασμό του δικαιώματός μας να δημοσιογραφούμε ανεπηρέαστοι από την πίεση κρατικών παραγόντων, και της υποχρέωσής μας να προστατεύουμε τις δημοσιογραφικές μας πηγές.
Ως πολίτες αυτής της χώρας διεκδικούμε οι κρατικές υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, και στις οποίες αναγνωρίζεται η εξουσία να περιορίζουν θεμελιώδη δικαιώματα, να λογοδοτούν, και να λαμβάνουν επαρκώς δικαιολογημένες αποφάσεις, οι οποίες διασφαλίζεται ότι δεν βάλλουν κατά του κράτους δικαίου.
Διεκδικούμε, δηλαδή, να ελέγχονται (και) οι ελέγχοντες.