Άρθρο του Νίκου Χρυσόγελου
14/8/2015
Η 13/14η Αυγούστου θα μείνει ως μια μέρα σταθμός στην ελληνική πολιτική ιστορία. Ρευστοποιείται με δραματικό τρόπο τoπολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε την περίοδο της μεταπολίτευσης αλλά και γκρεμίζεται το δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο που κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της χώρας επί 6 χρόνια.
Είναι εκ των πραγμάτων το τέλος της «αθωότητας» ΟΛOΚΛΗΡΟΥ του πολιτικού φάσματος. Και όχι μόνο γιατί ψηφίστηκε από μεγάλο τμήμα του πολιτικού συστήματος το πολύ σκληρό και επώδυνο Μνημόνιο 3 # ΣΥΡΙΖΑ (φυσικά υπάρχουν σε αυτό και θετικά σημεία και μέτρα) αλλά και διότι όσοι καταψήφισαν ή συνεχίζουν να απορρίπτουν το νέο μνημόνιο δεν έχουν να παρουσιάσουν κανένα σύγχρονο, εναλλακτικό σχέδιο, παρά μόνο αφελείς προτάσεις που θα οδηγούσαν τη χώρα στο μοντέλο της Αλβανίας επί Χότζα, αν εφαρμόζονταν.
Οι ευθύνες ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για τη χρεοκοπία
ΝΔ και ΠΑΣΟΚ κυβέρνησαν τη χώρα για δεκαετίες, διαθέτοντας κάθε φορά μεγάλες πλειοψηφίες και ισχυρή ανάθεση από την κοινωνία. Χωρίς να παραγνωρίζουμε κάποια θετικά της διακυβέρνησης τους, ο τελικός απολογισμός τους είναι πολύ αρνητικός. Οδήγησαν τη χώρα και την κοινωνία σε βαθιά κρίση και τελικά στη χρεοκοπία, όχι μόνο σε δημοσιονομικό ή οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε αξιακό, πολιτικό, κοινωνικό, παραγωγικό επίπεδο, σε μια πολυεπίπεδη και βαθιά κρίση και χρεοκοπία. Δεν είχαν καν την ικανότητα να ανοίξουν εγκαίρως μια ειλικρινή συζήτηση με την κοινωνία αλλά και με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις για ένα ισορροπημένο, δίκαιο και αποτελεσματικό σχέδιο διεξόδου από την κρίση. Ένα σχέδιο που αναπόφευκτα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα προβλήματα που προέρχονταν από την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αλλά και από το αποτυχημένο παραγωγικό – καταναλωτικό, κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο στο οποίο είχαν στρέψει τη χώρα.
Το τέλος του παλιού, χωρίς να γεννηθεί το καινούργιο
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ πλήρωσαν ακριβά την κρίση και την άστοχη, καταστροφική διαχείριση της κρίσης. Συρρικνώθηκαν και απαξιώθηκαν στην συνείδηση της κοινωνίας, αν και ήταν σε σημαντικό βαθμό παιδιά των επιλογών της αλλά και οι κύριοι διαμορφωτές της σημερινής κοινωνίας. Με το που υποστηρίζουν τώρα μια πολιτική άποψη, την απαξιώνουν αμέσως γιατί στην κοινωνία λειτουργεί πλέον ένας αυτοματισμός απόρριψης, μόνο και μόνο λόγω της υποστήριξης που παρέχουν αυτά τα δυο κόμματα σε μια πολιτική ή σε ένα μέτρο. Αυτός ο αυτοματισμός αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο δημοψήφισμα.
Οι ΑΝΕΛ, η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ αλλά κυρίως ο (κυβερνητικός) ΣΥΡΙΖΑ ήταν παιδιά του διπόλου μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Απέκτησαν μέσα στην κρίση επιρροή σχήματα που θα έπρεπε να έχουν λιγότερο από το 0,1%. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε από το 3% στο ποσοστό που του έδωσε παρά κάτι κυβερνητική αυτοδυναμία βασιζόμενος σε αυτό το δίπολο.
Διατύπωσε έναν ξεκάθαρο αντιπολιτευτικό λόγο που επικέντρωνε σε ένα σταθερό ΟΧΙ ΣΕ ΟΛΑ, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει έτσι ετερόκλιτες δυνάμεις στην πορεία για την κατάληψη της κυβέρνησης της χώρας. Δυνάμεις που ήθελαν να τελειώνουν με το παλιό πολιτικό σύστημα μέσα όμως από ουσιαστικές αλλαγές αλλά και δυνάμεις που ήθελαν να διατηρήσουν το ίδιο αποτυχημένο μοντέλο χωρίς να αλλάξουν, επιδιώκοντας απλώς να πετάξουν στα σκουπίδια τους παλιούς ευεργέτες τους επειδή πλέον δεν μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν το προσωπικό ή συντεχνιακό τους βόλεμα (συχνά σε βάρος της κοινωνίας).
Το παλιό σύστημα έπρεπε να αλλάξει, πολύ περισσότερο αφού δεν μπόρεσε να διαχειριστεί με ορθολογικό και δίκαιο τρόπο την κρίση. Αλλά το νέο, δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ, ΠΟΤΑΜΙ, είναι πολύ κατώτερο από τις περιστάσεις, ενώ οι ψεκασμένοι ΑΝΕΛ βρέθηκαν στην κυβέρνηση και οι εγκληματίες της Χρυσής Αυγής στη Βουλή. Η μόνη σταθερή πολιτική δύναμη, εκτός τόπου και χρόνου, παραμένει το ΚΚΕ υποσχόμενο τα ίδια που έλεγε και 50 χρόνια πριν. Νέες ιδέες δεν μπόρεσαν να ριζώσουν στην πολιτική σκηνή.
Μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς την καταστροφή
Το πρόγραμμά του προεκλογικού ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχήθηκε από την υπόσχεση για την δημιουργία ενός “παραδείσου” που θα επιτυγχάνονταν κυρίως μέσω της σκληρής διαπραγμάτευσης, της ήττας των δανειστών και της διαγραφής μεγάλου ποσοστού του χρέους («οι αγορές θα χορεύουν στον ρυθμό του νταουλιού», «θα καταργήσουμε τα μνημόνια με ένα νόμο», «θα είναι μέρα μεσημέρι όταν θα υπογράψουν τη συμφωνία», « θα μας παρακαλούν για να μας δώσουν τα χρήματα» και άλλα τέτοια ωραία!).
Για όσους δεν παρασύρθηκαν από τις ψεύτικες υποσχέσεις και γνώριζαν την πραγματικότητα, ήταν φανερό ότι όλα αυτά δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, παρά μόνο σε από αυτό που βλέπουμε σήμερα. Θα μπορούσαν να οδηγήσουν πιθανόν σε ακόμα χειρότερο αποτέλεσμα, αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν είχε το θάρρος να καταλάβει που οδηγούμασταν, δεν έκανε τελευταία στιγμή την αποφασιστική στροφή πριν πέσουμε στον γκρεμό.
Οι ψευδαισθήσεις και η απουσία εναλλακτικού σχεδίου μας κόστισαν κάτι δις
Όμως, αυτή η περίοδος ψευδαισθήσεων αύξησε κατακόρυφα το κόστος που καλούμαστε πάλι να πληρώσουμε όλοι. Με ευθύνη και της τρόικα αλλά και των προηγούμενων διαδοχικών κυβερνήσεων το κόστος είναι δυσανάλογο και τρομακτικό: ύφεση 25%, ανεργία 26%, αύξηση φτώχειας, καταστροφή παραγωγικής βάσης, μετανάστευση τουλάχιστον 400.000 ανθρώπων, αφαίρεση από την κοινωνία πάνω από 80 δις, αύξηση του χρέους κα. Θα μπορούσαμε να έχουμε αντιμετωπίσει την κρίση χωρίς αυτό το μεγάλο κόστος, και να ζούμε σήμερα καλύτερα ακόμα και αν είχαμε μια κάποια μείωση προσωπικών εισοδημάτων, αν το παλιό πολιτικό σύστημα ήταν στοιχειωδώς ικανό να διαχειριστεί την κρίση. Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κατάφερε να προσθέσει κι άλλο κόστος, χωρίς να είναι σίγουρο έστω ότι θα βγούμε οριστικά από την κρίση με αυτό το Μνημόνιο.
Η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, του Αλέξη Τσίπρα και των ηγετικών στελεχών είναι ότι ενώ έβλεπαν να έρχεται η εποχή της ανάληψης των κυβερνητικών ευθυνών τους δεν προσπάθησαν να διαμορφώσουν ένα εναλλακτικό σχέδιο που θα βασίζονταν σε βαθιές αλλαγές με συμμετοχή των πιο συνειδητοποιημένων τμημάτων της κοινωνίας. Στηρίχθηκαν στα πιο οπισθοδρομικά τμήματα της κοινωνίας και σε συντεχνίες, μοιράζοντας υποσχέσεις για αποκατάσταση του χρεοκοπημένου παρελθόντος αντί να προσκαλούν σε συστράτευση για τις αναγκαίες αλλαγές.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει πάνω από το 1/4 της κοινοβουλευτικής του δύναμης και πιθανόν μεγαλύτερο ποσοστό από τα οργανωμένα μέλη του. Δεν είναι αξιοπερίεργο που η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ ζητάει με πρόσφατη ανακοίνωσή της να «βγούμε από την Ευρωζώνη και την ΕΕ». Δεν είναι απορίας άξιο που ο ίδιος ο Γ. Βαρουφάκης – που είχε την κύρια ευθύνη της καταστροφικής διαπραγμάτευσης – καταψήφισε το 100% του Μνημονίου 3 # ΣΥΡΙΖΑ όταν πριν λίγο καιρό είχε δεχτεί ότι το 70% των ρυθμίσεων που προβλέπονταν στα προηγούμενα Μνημόνια μπορεί ήταν σωστές, και ενώ ισχυρίζονταν ότι επιδίωκε μια καλύτερη συμφωνία για το υπόλοιπο 30%.
Εκλογές, άλλο ένα λάθος που θα κοστίσει στην κοινωνία
Ακόμα μεγαλύτερο λάθος του πρωθυπουργού θα είναι να οδηγηθούμε σε εκλογές μέσα στον Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη, με δεδομένη την κατάσταση στην οικονομία και κοινωνία. Μια προσφυγή στις κάλπες θα προσθέσει κι άλλη ζημιά, σε μια εποχή επιστροφής στην ύφεση (θα κυμανθεί μεταξύ 3,3% έως 5%) και η ανεργία είναι πιθανόν να εκτιναχθεί σε νέα επίπεδα ρεκόρ.
Πολλοί θα ισχυριστούν ότι όπως είναι η κατάσταση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ η μόνη δημοκρατική διέξοδος είναι προσφυγή στις κάλπες. Με εκλογική διαδικασία εξπρές είναι αδύνατο, όμως, να ανοίξει ουσιαστικός διάλογος για την επόμενη μέρα, για την πολιτική που θα πρέπει να εφαρμοστεί. Από άποψη συσχετισμών στη Βουλή, η επόμενη μέρα δεν θα είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Και πρώτο κόμμα να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να συνεργαστεί με κάποια από τα υπάρχοντα κόμματα (ΑΝΕΛ, ΠΟΤΑΜΙ, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) που έτσι κι αλλιώς ψηφίζουν ΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑ. Ακόμα και αν ο νέος ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει αυτοδυναμία (πράγμα απίθανο όταν θα έχει χάσει την αντιμνημονιακή στρατηγική και μεγάλο μέρος της κομματικής βάσης και των στελεχών που τον έφεραν στην κυβέρνηση) αυτή θα οφείλεται στον εκλογικό νόμο που δίνει 50 έδρες στο πρώτο κόμμα, και πιθανόν στην δημοσκοπική δημοφιλία (μέχρι πότε όμως;) του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, και όχι στην διαμόρφωση ενός πειστικού, νέου πολιτικού σχεδίου που θα έχει ωριμάσει μέσα στην κοινωνία. Αλλά έτσι, σε κάθε στροφή, η κυβερνητική πλειοψηφία που θα πρέπει να εφαρμόσει το σχέδιο που υποτίθεται δεν θέλει να εφαρμόσει, θα κινδυνεύει να χάσει πάλι βουλευτές.
Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. Το πιο πιθανό κίνητρο για εκλογές είναι να προλάβει ο νέος ΣΥΡΙΖΑ την δημιουργία νέου κόμματος από τους «αντιμνημονιακούς» του ΣΥΡΙΖΑ που θα διαθέτει μέσα στη Βουλή σημαντικό αριθμό βουλευτών και θα εξασφαλίσει αυτόνομη πολιτική παρουσία.
Για να αντιμετωπίσει ένα φαινόμενο που στη δημιουργία του συνέβαλλε καθοριστικά και ο ίδιος, ο νυν πρωθυπουργός θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές ελπίζοντας ότι θα κερδίσει τις εκλογές, όχι με βάση τη δική του πειστική πρόταση αλλά αξιοποιώντας την απέχθεια που έχει η κοινωνία απέναντι στο παλιό σύστημα; Κι αν μετά τις εκλογές χρειαστεί εκ νέου την υποστήριξη μέρους του παλιού πολιτικού συστήματος;
Αν ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να βοηθήσει τη χώρα, ας ξεχάσει προς το παρόν τις εκλογές και ας επιλύσει τις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις οδηγώντας τους «αντιμνημονιακούς» σε έξοδο και δημιουργία νέου κόμματος.
Ας καλέσει σε ουσιαστικό διάλογο τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις για να διορθωθεί και βελτιωθεί το Μνημόνιο 3 και να συμφωνηθούν οι αλλαγές που χρειαζόμαστε αλλά με την συμμετοχή της κοινωνίας, όχι με επιβολή πάνω στην κοινωνία.
Θα ήταν προς το συμφέρον της κοινωνίας αλλά και της υστεροφημίας του Αλέξη Τσίπρα να μην κάνει κι άλλα λάθη, όπως θα είναι η προκήρυξη εκλογών για τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο. Να ακούσει, αντί να αποκλείσει εκ νέου από την πολιτική διαδικασία, τις νέες κοινωνικές δυνάμεις που γεννιούνται μέσα στην κοινωνία κι επιδιώκουν αλλαγή της χώρας από τα κάτω. Με αυτές τις δυνάμεις πρέπει να ανοίξει διάλογο η κυβέρνηση – ναι μια κυβέρνηση μειοψηφίας σε αυτή τη φάση – που θα έχει όμως την ευρύτερη στήριξη κι άλλων πολιτικών δυνάμεων.
Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι νέες εκλογές αλλά μια νέα πολιτική, ένα νέο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο, καινοτόμες κοινωνικές πολιτικές, ενίσχυση της οικολογικής καινοτομίας, στροφή στην πράσινη/κυκλική οικονομία με κεντρικό στόχο την μείωση της ανεργίας και της φτώχειας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής σε όλα τα επίπεδα.
Οι οικονομικοί και κοινωνικοί στόχοι θα πρέπει όμως να συμφωνηθούν όχι μόνο με τα άλλα πολιτικά κόμματα αλλά και με τους πιο σημαντικούς επαγγελματικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς φορείς στο πλαίσιο ενός Πράσινου Κοινωνικού Συμβολαίου για την αλλαγή της χώρας.
Αυτή η Συμφωνία μπορεί να έχει μακροχρόνιο ορίζοντα, αλλά θα μπορούσε να συμφωνηθεί η υλοποίησή της από τη σημερινή κυβέρνηση μειοψηφίας μέχρι τις εκλογές πχ τον Νοέμβριο 2016, ώστε να αποκατασταθεί στο μεταξύ η εμπιστοσύνη προς την χώρα, να περιοριστεί η ζημιά που έγινε στην οικονομία, να επιτευχθεί ουσιαστική μείωση της ανεργίας και της φτώχειας και να ψηφιστούν αλλαγές που θα ενισχύουν την Βουλή, την δημοκρατία, την αποκέντρωση και τον πολιτικό διάλογο, παράλληλα με την αλλαγή του εκλογικού νόμου (κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών, διαμόρφωση πιο αναλογικού συστήματος, ενίσχυση της κουλτούρας και των κινήτρων για συνεργασίες στη βάση προγραμματικών συμφωνιών).
Θα μπορούσε να το είχε επιδιώξει το 2014 ο Αλέξης Τσίπρας αντί να προκαλέσει εκλογές. Το είχαμε προτείνει οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ με αναλυτικές προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να υπάρξει ένα νέο πολιτικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της κρίσης, με αφορμή την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης προκάλεσε όμως εκλογές, χωρίς να επιδιώξει μια συμφωνία που θα άλλαζε την πολιτική. Το περίεργο είναι ότι τώρα επιδιώκει εκ νέου εκλογές ενώ ο ίδιος ευθύνεται για μια εξίσου σκληρή ή και πιο σκληρή πολιτική. Ας μην κάνει άλλο ένα τραγικό λάθος.