Του Γιάννη Παρασκευόπουλου*
Θεωρώ το ΠΟΝΤΙΚΙ μια από τις σοβαρές φωνές του «πατριωτικού χώρου».
Πρόσφατο άρθρο του συνοψίζει εύγλωττα τους φόβους αρκετών για μια συνολική διαπραγμάτευση με την Τουρκία:
«Πάγια τουρκική θέση είναι ένας εφ’ όλης της ύλης ελληνοτουρκικός διάλογος, ο οποίος θα καταλήξει σε πολιτικές διευθετήσεις στη βάση του τρέχοντος συσχετισμού δύναμης, ο οποίος είναι υπέρ της Τουρκίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Άγκυρα, αλλά εμμέσως και το Βερολίνο, καλούν την ελληνική κυβέρνηση είτε να αντιμετωπίσει στρατιωτικά την Τουρκία είτε να προσέλθει στο τραπέζι για να «συζητήσει» θέματα κυριαρχίας στο Αιγαίο (νησιά με αδιευκρίνιστη κυριαρχία στο Αιγαίο), θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων (νησιά χωρίς δικαιώματα σε ΑΟΖ) και ζητήματα αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάννης (καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης). Έχουμε την εντύπωση ότι μόνο ύστερα από στρατιωτική ήττα θα μπορούσε κάποια ελληνική κυβέρνηση να προσέλθει σε μια τέτοια συζήτηση…»
Ακόμη και η συζήτηση, αναφέρεται στο άρθρο με εισαγωγικά. Παρόλα αυτά, η εμπλοκή της Ε.Ε. στον διάλογο την υποχρεώνει να διαφυλάξει στοιχειώδη αξιοπιστία απέναντι σε χώρες μέλη που μπορεί μελλοντικά να χρειαστούν υπηρεσίες της απέναντι σε άλλους γείτονες, όπως η Ρωσία. Εκ των πραγμάτων λοιπόν ο όποιος διάλογος δεν θα γίνει μόνο «στη βάση του τρέχοντος συσχετισμού δύναμης» (όπου οι αντίπαλοι του Ερντογάν είναι ήδη αρκετοί και ισχυροί) αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, όπου:
- Για τυχόν νησιά με αδιευκρίνιστη κυριαρχία, συζήτηση μπορεί να γίνει πρώτα ως ερμηνεία διεθνών και διμερών συνθηκών. Αδιευκρίνιστη κυριαρχία δεν νοείται σε κατοικημένα νησιά όπου λειτουργούν επί 100 χρόνια τοπικές αρχές μιας χώρας, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία της άλλης πλευράς για τουλάχιστον 8 δεκαετίες. Περιθώρια αδιευκρίνιστης κυριαρχίας δύσκολα υπάρχουν στα Δωδεκάνησα, όπου τα θαλάσσια σύνορα είναι λεπτομερειακά οριοθετημένα με ιταλοτουρκική συμφωνία του 1932. Αδιευκρίνιστη κυριαρχία δεν υπάρχει, τέλος, ούτε σε νησιά και νησίδες μέσα στα αναγνωρισμένα χωρικά ύδατα μιας από τις δύο χώρες. Εξαιρώντας όλα αυτά, αμφιβάλλω αν μένουν πολλά για συζήτηση. Η τουρκική απροθυμία προσφυγής στη Χάγη για τις «γκρίζες ζώνες», όπως πρότεινε επίσημα η χώρα μας παλιότερα, δείχνει ότι πρόκειται μάλλον για πολιτικό πυροτέχνημα, επίδειξη ισχύος και διπλωματικό αντίβαρο σε παλιότερες ελληνικές συζητήσεις για εποικισμούς βραχονησίδων.
- Για νησιά και δικαιώματά τους σε ΑΟΖ (και υφαλοκρηπίδα) υπάρχει ήδη το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και οι 3,5 δεκαετίες διεθνούς εφαρμογής του, με εκατοντάδες διμερείς συμφωνίες οριοθέτησης και διαιτητικές αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων. Τα δεδομένα αυτά διαμορφώνουν ένα πλαίσιο δεσμευτικό και για την περιοχή μας: ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα ΔΕΝ μπορούν να ανακηρυχθούν μονομερώς, δεν ισχύει γι’ αυτές αυτόματη οριοθέτηση στη μέση γραμμή, δικαιώματα σε ΑΟΖ έχουν και τα νησιά αλλά αρκετές φορές μειωμένα. Από το πλαίσιο αυτό, που αποτυπώνεται και στις πρόσφατες συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, δεν μπορεί να ξεφύγει σε μια διαπραγμάτευση ούτε η Ελλάδα ούτε η Τουρκία.
- Για τη μειονότητα στη Θράκη, 100 σχεδόν χρόνια μετά τη Λωζάνη τα θέματα μειονοτήτων έχουν φύγει από το πεδίο των διμερών διακρατικών σχέσεων και έχουν εξελιχθεί σε αντικείμενο διεθνών και ευρωπαϊκών κανόνων με ομοιόμορφες δεσμευτικές ρυθμίσεις για όλους. Το αν λοιπόν η μειονότητα έχει αποκλειστικά θρησκευτικό χαρακτήρα, ή και εθνικό/εθνοτικό, δεν αποτελεί αντικείμενο ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης αλλά εφαρμογής των ευρωπαϊκών κανόνων. Αν θέλουν πάντως Ελλάδα και Τουρκία να συζητήσουν ΚΑΙ μειονοτικά θέματα, μπορούν να συμφωνήσουν σε αμοιβαία κύρωση και εφαρμογή των σχετικών ευρωπαϊκών συμβάσεων: ίσως έτσι σωθεί και η ποντιακή διάλεκτος που μιλιέται ακόμη σε χωριά του Πόντου, κυρίως από ψηφοφόρους του ακραίου εθνικιστικού MHP των Γκρίζων Λύκων.
Με την κλιμάκωση της έντασης, η πατριωτική πλειοδοσία βρίσκει ευνοϊκό έδαφος και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Μαζί της βρίσκει έδαφος και η καλλιέργεια του φόβου, όχι μόνο για τον αντίπαλο αλλά και για την ίδια τη διαπραγμάτευση. Μια ψύχραιμη όμως ματιά δείχνει ότι, τουλάχιστον για την Ελλάδα, ο δρόμος της ειρηνικής επίλυσης στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου κρύβει τελικά πολύ λιγότερους κινδύνους από την επ’ αόριστον αποφυγή του διαλόγου, που μας έχει οδηγήσει στα σημερινά αδιέξοδα.
Και επειδή αιχμή της στρατιωτικής κλιμάκωσης είναι σήμερα η αναχρονιστική αναζήτηση νέων αποθεμάτων πετρελαίου και αερίου (σε μια εποχή που τα ήδη επιβεβαιωμένα αποθέματα είναι 5πλάσια από όσα αρκούν για να καταστρέψουν το κλίμα όλης της Γης), θα κλείσω με μια πρακτική πρόταση:
Το 1976 Καραμανλής και Ετσεβίτ είχαν υπογράψει τη Συμφωνία της Βέρνης, για αμοιβαίο πάγωμα κάθε έρευνας για πετρέλαιο στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου. Κάτι τέτοιο προτείνει και για σήμερα η
πρόσφατη κοινή δήλωση Ελλήνων και Τούρκων Πράσινων.
Αν οι σημερινοί ηγέτες μπορέσουν να καταλήξουν το 2020 σε ανάλογο πάγωμα ερευνών για υδρογονάνθρακες στο σύνολο των αμφισβητούμενων περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου, θα έχει γίνει ένα σημαντικό πρώτο βήμα όχι μόνο για την αποκλιμάκωση και την ειρήνη, αλλά και για τη βιωσιμότητα.
*Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος είναι νομικός και μέλος του Συμβουλίου των Πράσινων