Απαντώντας στην ομιλία Μητσοτάκη για την επιβεβαιωμένη παρακολούθησή του, ο Νίκος Ανδρουλάκης δήλωσε ότι “Με την σημερινή του δήλωση ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε και πάλι άμοιρος ευθυνών υιοθετώντας το αφήγημα ενός «νόμιμου λάθους» για να δικαιολογήσει μια αξιόποινη πράξη και την ευθεία παραβίαση της συνταγματικής πρόνοιας για το βουλευτικό απόρρητο. Επιδίωξε, δε, απροκάλυπτα να καθοδηγήσει τις εξελίξεις”
Και συνέχισε: ” Ήταν εμφανής η αγωνία του κ. Μητσοτάκη να βρεθεί στο απυρόβλητο ο τέως Διοικητής της ΕΥΠ ενώ απέδωσε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη στον γενικό γραμματέα του Πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη, υποβαθμίζοντας την στο επίπεδο της αμέλειας.
Αφού στη Δημοκρατία δεν επιτρέπονται σκιές, ποια σκιά φωτίσατε, κύριε Μητσοτάκη.
Τη σκιά του Predator που ούτε καν αναφέρατε;
Ο Πρωθυπουργός απέφυγε μεθοδικά να δώσει εξηγήσεις για τον παρακρατικό βραχίονα, που είχε στηθεί.
Το κατασκοπευτικό «υπερόπλο» Predator επιχειρήθηκε να παγιδεύσει το κινητό μου τηλέφωνο ενώ λίγες μέρες πριν είχα τεθεί σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ.
Και αν δεν υπήρχε η επίσημη έκθεση της ειδικής υπηρεσίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν θα μαθαίναμε τίποτα για αυτές τις σκοτεινές πρακτικές.
Τα παραμύθια χωρίς κινεζικό δράκο περί εμπλοκής της Αρμενίας και της Ουκρανίας στην παρακολούθησή μου, σας το απάντησαν οι πρεσβείες τους με τον πιο επίσημο και εξευτελιστικό για σας τρόπο.
Κύριε Μητσοτάκη, ζητώ να ανακοινωθεί άμεσα ο λόγος παρακολούθησης μου από την ΕΥΠ, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζετε με περίσσιο θράσος νόμιμη κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών μου ως ευρωβουλευτή και υποψήφιου Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής .
Δεν θα δεχτώ καμία συγκάλυψη. Δεν θα επιτρέψω να ευτελίσει ο κ. Μητσοτάκης μια υπόθεση κομβική για τη διάκριση των εξουσιών στη χώρα μας.
Δεν είναι ένα προσωπικό ζήτημα όπως έχω πει πολλές φορές. Είναι ζήτημα Δημοκρατίας. Είναι η αγωνία κάθε πολίτη να ζει και να μεγαλώνει τα παιδιά του σε περιβάλλον δικαιοσύνης και απόλυτου σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Θα συνεχίσω τον αγώνα προκειμένου η Δικαιοσύνη, η ελληνική Βουλή και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να φέρουν στο φως όλη την αλήθεια.
Ο Πρωθυπουργός σήμερα προσπάθησε να κερδίσει χρόνο. Όμως ο χρόνος μετρά πια αντίστροφα για αυτόν. Σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με την αλήθεια.
Καλώ κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα, κάθε δημοκράτη, να υπερασπιστούμε την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος απέναντι σε αυτούς, που έκαναν τις συνταγματικές ελευθερίες κουρελόχαρτο εκθέτοντας διεθνώς τη χώρα μας”
Παρέμβαση Βενιζέλου: Μεγάλο σφάλμα η θέση του πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη
Στην κρίση παρενέβη και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. «Η θέση του Πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα», δήλωσε ο Ε. Βενιζέλος. «Παρακολουθούμε ένα ολόκληρο μοντέλο συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας να φτάνει με πολύ θόρυβο στα όριά του. Το μείγμα αίσθησης παντοδυναμίας και ακρισίας απέβη ανεξέλεγκτο. Το μοντέλο πρέπει συνεπώς να αλλάξει αμέσως. Αυτό είναι επιβεβλημένο για την παρούσα και κάθε μελλοντική Κυβέρνηση. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να βυθίζει τη χώρα σε θλιβερές όψεις του παρελθόντος, απώτερου και εγγύτερου. Στα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου δεν χωρούν συγκρίσεις, υπάρχει απόλυτη αξίωση και απόλυτη υποχρέωση σεβασμού. Περίμενα να αναφερθεί στο θεμελιώδες αυτό ζήτημα ο Πρωθυπουργός αλλά δυστυχώς δεν το έκανε σήμερα.
Δίπλα στις τεράστιες ευθύνες αλυσίδας πολιτικών οργάνων που θα δούμε που φτάνουν, υπάρχουν εξίσου τεράστιες ευθύνες της δικαιοσύνης με τη μορφή και πάλι εισαγγελικών λειτουργών ειδικών και αποκλειστικών καθηκόντων, όπως η «εισαγγελέας της ΕΥΠ». Είχε προηγηθεί η ακραία προκλητική εμπειρία της «εισαγγελέως διαφθοράς». Η κατάργηση των ειδικών / προνομιακών εισαγγελικών αυτών θέσεων που πλήττουν ούτως ή άλλως την αρχή του νόμιμου δικαστή, είναι επιβεβλημένη.
Οι υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών κατά παράβαση του άρθρου 19 παρ.1 Συντ, είτε με συμβατικές είτε με εξελιγμένες τεχνικές μεθόδους είτε με τη σατανική σύμπτωση και των δυο, συνιστούν πρωτίστως αξιόποινη πράξη. Δεν υπάρχει δε ούτε στοιχειώδης νομιμοφάνεια όταν παραβιάζεται το απόρρητο των επικοινωνιών ευρωβουλευτή, που διαθέτει σε εθνικό επίπεδο τη νομική προστασία του βουλευτή, με επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας.
Το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ.1. Τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της ΕΕ, ενισχύουν και δεν απομειώνουν τις εγγυήσεις. Δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους «εθνικής ασφαλείας» ενδογενείς ή πολύ περισσότερο «εισαγόμενους». Τέτοιες δικαιολογίες είναι εξίσου κακές και βλαπτικές με την πράξη καθεαυτήν.
Η θέση του Πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα. Μπορούν άραγε να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές και αρχηγοί κομμάτων, για λόγους «εθνικής ασφάλειας» εάν το σταθμίσει ο εκάστοτε πρωθυπουργός και το εγκρίνει ένας εισαγγελέας εφετών; Όχι βέβαια. Περιμένω ο Πρωθυπουργός να επανέλθει με σχετική διευκρίνιση.
Συνεπώς ως προς το συγκεκριμένο και ομολογημένο συμβάν οφείλουν να κινηθούν αμέσως τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης που δεν έχουν να περιμένουν καμία κοινοβουλευτική διαδικασία ως προς την ποινική ευθύνη προσώπων που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 86 του Συντάγματος.
Προφανώς πρέπει αμέσως να κινηθεί και να ασκηθεί ουσιαστικά και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος με πρώτο βήμα τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής ή με τη μετατροπή της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας σε εξεταστική επιτροπή.
Όχι μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση αλλά και για όλο το ζήτημα της λειτουργίας της ΕΥΠ και συναφών υπηρεσιών, με έμφαση στο απόρρητο των επικοινωνιών. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των υπηρεσιών αυτών είναι διεθνώς σοβαρή θεσμική εγγύηση.
Είναι προφανές ότι η πρόβλεψη του Κανονισμού της Βουλής για τον ρόλο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας σε σχέση με την ΕΥΠ δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και αποτρεπτικά. Απαιτείται άμεση συμπλήρωση και του νόμου και του Κανονισμού της Βουλής. Οι χώρες χρειάζονται τις καλύτερες δυνατές και τις πιο αποτελεσματικές υπηρεσίες πληροφοριών, όχι όμως με έκπτωση των εγγυήσεων της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Η πολιτική ευθύνη κρίνεται εντέλει εκλογικά. Το ζητούμενο για τους πολίτες πιστεύω και ελπίζω ότι είναι μια Κυβέρνηση ικανή να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις της συγκυρίας, προκλήσεις διεθνοπολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πρώτη από τις οποίες είναι όμως η ποιότητα και η ανθεκτικότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας».
Η τοποθέτηση του Νίκου Αλιβιζάτου: Υποκλοπές: Πολιτική και συνταγματική διάσταση
Με άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (εδώ) παρεμβαίνει ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών:
“Εκτός από την παράνομη παρακολούθηση με το σύστημα Predator, για την οποία τον ενημέρωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης παρακολουθούνταν επισήμως και από την ΕΥΠ, για λόγους που δεν αποκαλύφθηκαν. Η δεύτερη αυτή υποκλοπή ήταν με άλλα λόγια «νόμιμη», αφού τη διέταξε η αρμόδια εισαγγελέας.
Αυτό είναι το καινούργιο στοιχείο που προέκυψε προχθές και οδήγησε στην παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ και του διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου, ο οποίος ασκούσε τη σχετική εποπτεία. Διότι –όπως ειπώθηκε– ο πρωθυπουργός θεώρησε αθέμιτο να παρακολουθείται ένας πολιτικός αρχηγός χωρίς ο ίδιος να τηρηθεί ενήμερος.
Αν ισχύουν τα ανωτέρω, υπάρχει μείζον πολιτικό πρόβλημα. Διότι η εκδοχή αυτή θα ισοδυναμούσε με αποδοχή του ενδεχομένου να παρακολουθείται νόμιμα αρχηγός πολιτικού κόμματος ως ύποπτος για προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή για διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος (άρθρο 19 του Συντάγματος). Και τούτο με απλή εισαγγελική διάταξη, χωρίς καμία πρόσθετη εγγύηση, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, απόφαση Δικαστικού Συμβουλίου ή διήθηση της σχετικής πρότασης από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, τη γνωστή ΑΔΑΕ. Αρκεί να το γνώριζε ο πρωθυπουργός και, προφανώς, να είχε δώσει το πράσινο φως. Μήπως θα πρέπει να θυμίσει κανείς στον κ. Μητσοτάκη ότι παρόμοιες ερμηνείες οδήγησαν σε παραίτηση τον πρόεδρο Νίξον το 1974, στο πλαίσιο του περίφημου σκανδάλου Watergate;
Η ανωτέρω είναι η πολιτική διάσταση της «υπόθεσης Ανδρουλάκη», την οποία ασφαλώς επιτείνει ο στενός συγγενικός δεσμός του κ. Γρ. Δημητριάδη με τον πρωθυπουργό. Θέλω να πιστεύω ότι η σχετική έρευνα – αλήθεια, γιατί καθυστερεί ο κ. Ντογιάκος; – θα αποκαλύψει την αλήθεια και θα αποδώσει τις σχετικές ευθύνες.
Υπάρχει όμως και η συνταγματική διάσταση της υπόθεσης, στην οποία δεν έχει δοθεί η προσοχή που θα έπρεπε. Δίχως άλλο, αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο των παράνομων υποκλοπών, το 1989, το οποίο – θυμίζω– παρ’ ολίγο να οδηγήσει στο Ειδικό Δικαστήριο τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου, έγιναν σημαντικά βήματα, πρώτα με τον ν. 2225/1994 και στη συνέχεια με την ίδρυση της ΑΔΑΕ, με τον ν. 3115/2003, τη σύσταση της οποίας προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα. Η τεχνολογία, εντούτοις, εξελίχθηκε με τόσο ραγδαίους ρυθμούς, ώστε οι εισαχθείσες εγγυήσεις να έχουν μείνει σήμερα δραματικά πίσω. Θα σταθώ σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
• Αν σκεφτεί κανείς ότι πάνω από το 80% των νόμιμων παρακολουθήσεων γίνονται σήμερα για λόγους «εθνικής ασφάλειας» και ότι, σύμφωνα με τον νόμο, τις παρακολουθήσεις αυτές μπορεί να τις ζητήσει από τον αρμόδιο εισαγγελέα όχι μόνο η δικαστική αρχή (π.χ. ο ανακριτής σε μια υπόθεση κατασκοπείας), αλλά οποιαδήποτε «άλλη στρατιωτική ή αστυνομική ή δημόσια αρχή», θα αντιληφθεί το μέγεθος των καταχρήσεων που μπορεί να γίνουν. Γιατί, όσο έντιμος, φιλότιμος και ανεξάρτητος και αν είναι ο εισαγγελέας, διερωτάται κανείς με ποια στοιχεία θα αμφισβητήσει την πρόταση που του υποβάλλει η ΕΥΠ, ή κάποια άλλη αρχή που ισχυρίζεται ότι ο Χ ενημερώνει συστηματικά την Τουρκία για τις κινήσεις του στόλου μας; Με άλλα λόγια, με πλήρη σεβασμό της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, μήπως θα έπρεπε, ειδικά για τις περιπτώσεις εθνικής ασφάλειας, να προβλεφθεί ότι τα αιτήματα της ΕΥΠ και των άλλων αρμόδιων αρχών, προτού υποβληθούν στον αρμόδιο εισαγγελέα, υποβάλλονται στον έλεγχο της ΑΔΑΕ;
• Ο κατάλογος των «ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων», για τη διακρίβωση των οποίων το άρθρο 19 του Συντάγματος επίσης επιτρέπει, όλως κατ’ εξαίρεση, τις παρακολουθήσεις, έχει τελευταία επεκταθεί υπέρμετρα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι, με πρόσφατη τροπολογία, προστέθηκαν και περιπτώσεις για τις οποίες διεξάγει έρευνα η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Μήπως ο κατάλογος αυτός θα πρέπει να περιοριστεί;
• Με άλλη τροπολογία της σημερινής κυβέρνησης –και παρά την έντονη διαμαρτυρία του προέδρου της ΑΔΑΕ– καταργήθηκε πέρυσι η υποχρέωση της εκ των υστέρων ενημέρωσης των θιγομένων από την αρμόδια αρχή, ώστε, σε περίπτωση αδικαιολόγητης υποκλοπής, να μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση. Σημειωτέον ότι, για το ζήτημα αυτό, έχει από καιρό αποφανθεί και το Δικαστήριο του Στρασβούργου, κάτι που επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις ευθύνες της κυβέρνησης.
• Τέλος και κυρίως, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν σε άλλες χώρες – έχω υπόψη μου τη Γαλλία–, η ισχύουσα νομοθεσία δεν προβλέπει «πλαφόν», δηλαδή ανώτατο αριθμό επιτρεπόμενων παρακολουθήσεων, με αποτέλεσμα αυτές κατά τα τελευταία χρόνια να έχουν πολλαπλασιαστεί σε βαθμό κυριολεκτικά ανέλεγκτο.
Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα ανωτέρω είναι ότι, εκτός από τις πολιτικές ευθύνες, που θα πρέπει το ταχύτερο να αποδοθούν, υπάρχουν στο πεδίο των ηλεκτρονικών υποκλοπών θεσμικά κενά, τα οποία μια κυβέρνηση που θέλει να σέβεται το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα του ανθρώπου οφείλει να αντιμετωπίσει το ταχύτερο δυνατό και με τη σοβαρότητα που επιβάλλεται. Μόνον έτσι θα πείσει ότι εννοεί όλα όσα λέει.”, καταλήγει ο κ. Αλιβιζάτος.