Μ. Παναγιωτίδης: ας τα δούμε όλα από την αρχή στην τοπική αυτοδιοίκηση

 

 

 

 

Του Μιχάλη Παναγιωτίδη

Υποψήφιου Δημοτικού Συμβούλου Δήμου Καλαμαριάς

Βαδίζοντας προς το δεύτερο τέταρτο του 21ου αι. ως πόλη και ως τόπος, είναι αναγκαία μια νέα προσέγγιση για το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης  και τη σχέση της με τους πολίτες.

Μπορεί η Αυτοδιοίκηση;

Δεν είναι ένα ερώτημα που μας απασχολεί  μόνο εν όψει δημοτικών εκλογών.

Απασχολεί διαχρονικά όσους εμπιστεύονται  την Τ.Α,  όχι ως άλλη μία υπηρεσία του κράτους, αλλά ως τον εγγύτερο στον πολίτη θεσμό, ως την κατεξοχήν βάση οργάνωσης  της κοινωνικής ζωής.

Βέβαια πολλοί θα αντιτείνουν ότι η σημερινή της απαξίωση δεν δικαιολογεί τον παραπάνω ισχυρισμό και δεν θα είχαμε κανένα λόγο να διαφωνήσουμε.

Όμως η αποδοχή και η συνέχιση αυτής της απαξίωσης, είτε από τους κύριους υπευθύνους της είτε από τους παθητικούς αποδέκτες της (ένα σημαντικό τμήμα του λαού), αφαιρεί από τους πολίτες τη δυνατότητα της καθημερινής παρέμβασης σε ότι αφορά τις συνθήκες ζωής τους.

Εδώ ακριβώς προκύπτει η αναγκαιότητα  να ξαναδώσουμε ζωή στον θεσμό και να αποκαταστήσουμε τη χαμένη σχέση του πολίτη με τον τόπο που ζει και τον τρόπο συνύπαρξής του με άλλους, στο πλαίσιο μιας τοπικής κοινωνίας, ενός δήμου, μιας πόλης.

Παρελθόν, παρόν και μέλλον

Πριν από μερικές δεκαετίες, στο πλαίσιο πάντα ενός στενά ελεγχόμενου από την κεντρική διοίκηση θεσμού, οι δήμαρχοι διεκδικούσαν αρμοδιότητες και πόρους από το κράτος (που συνεχίζεται και μέχρι σήμερα).

Αργότερα, υπήρξε σταδιακά η παραχώρηση αρμοδιοτήτων και πόρων, η διαχείριση  κοινοτικών πλαισίων, υποδομών, τεχνικών έργων.

Σήμερα υπό το βάρος αλλεπάλληλων κρίσεων και περιορισμού του ρόλου της Τ.Α, φθάσαμε στο πρότυπο του δήμου – «παρόχου υπηρεσιών».

Χωρίς να μειώνουμε το έργο που δημιούργησαν δραστήριοι δήμοι και διοικήσεις σε όλη τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια, αναρωτιόμαστε αν θα πρέπει η Τ.Α. να μείνει στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα.

Δηλαδή,  μιας  απλής διαχείρισης, της παροχής κάποιων υπηρεσιών ή των  συχνά αποσπασματικών μικροέργων, που ακόμη και αυτά επαφίενται σε μία μικρή ομάδα διοίκησης.

Μάλλον κάτι τέτοιο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως όραμα και μέλλον.

Τι μπορεί να γίνει;

Πριν από όλα ας δούμε πότε η Τ.Α επιβεβαιώνει τον προορισμό της.

  • Όταν αποδεικνύεται αποτελεσματική στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών (φροντίζει για το περιβάλλον, την καθαριότητα, τον πολιτισμό, την μετακίνηση, τις υπηρεσίες του πολίτη, την υγεία, τις ευπαθείς ομάδες, τον αθλητισμό, την ασφάλεια, τη συνοχή, τις εκπαιδευτικές δομές, την πολεοδομική λειτουργία, την ευζωία του χώρου και του ατόμου),
  • Όταν μπορεί να εκμεταλλευτεί με το καλύτερο δυνατό τρόπο τις σχετικές εθνικές και ευρωπαϊκές  χρηματοδοτήσεις, και
  • Όταν μπορεί να δημιουργεί υπεραξία για το δήμο της.

Ένας δήμος  μπορεί να θεωρείται επιτυχημένος αν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά σε όλα τα παραπάνω. Απαραίτητη βεβαίως προϋπόθεση είναι να διαθέτει το κατάλληλα εκπαιδευμένο  προσωπικό , οργανωτική επάρκεια και σωστή διαχείριση  πόρων.

Πέραν όμως όλων αυτών προηγείται πάντα ο σχεδιασμός εντός του οποίου υλοποιούνται οι παραπάνω στόχοι. Σχεδιασμός με μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους, που ο καθένας συμπληρώνει το παζλ της μεγάλης εικόνας, δηλαδή του οράματός μας για την πόλη που θέλουμε να ζούμε.

Εάν δεν υπάρχει αυτός οδηγούμαστε σε ερασιτεχνισμούς, στο «βλέποντας και κάνοντας», με αρνητικές  επιπτώσεις σχεδόν για όλες τις πλευρές που συντελούν στην ποιότητα ζωής των πολιτών.

Από ποιον και προς όφελος ποιων ο Σχεδιασμός;

Ίσως έχει γίνει αντιληπτό ότι η πόλη δεν είναι υπόθεση ούτε μιας διοίκησης ούτε ενός δημοτικού συμβουλίου.

Ποιος σχεδιάζει, ποιος αποφασίζει για τους στόχους;

Ένας δήμαρχος, μια υπηρεσία, ένα μελετητικό γραφείο ή ο από κοινού με τους πολίτες σχεδιασμός;

Αναμφίβολα είναι υπόθεση όλων, σε μια σχέση ανοικτής και διαρκούς συνεργασίας. Μπορεί να μη φαίνεται εύκολο αλλά αποτελεί πλέον μονόδρομο.

Και θα λέγαμε ότι είναι δύσκολο, διότι προηγούμενες διοικήσεις, ακολουθώντας τις συντηρητικές και κατεστημένες τεχνικές εξουσίας. αποθάρρυναν τη συμμετοχή των πολιτών και ενίσχυαν την αδιαφορία απέναντι όχι μόνο στο θεσμό, αλλά και σε ότι συμβαίνει στον κοινωνικό μας  χώρο.

Σήμερα όμως  ούτε η ιδιώτευση ούτε ο ραγιαδισμός αποτελούν διέξοδο. Είναι οριακή  η στιγμή.  Σήμερα ούτε οι πολίτες μπορούν ατομικά ούτε οι δήμοι λειτουργώντας μόνοι τους μπορούν να δώσουν διέξοδο.

Θέλουμε ενεργές ομάδες πολιτών που δραστηριοποιούνται γύρω από λύσεις και δράσεις της γειτονιάς και της πόλης, που να μπορούν  να πάνε πέρα από τη διαμαρτυρία, προτείνοντας δημιουργικές ιδέες βελτίωσης της ποιότητας ζωής, βελτίωσης του αστικού και του περιαστικού περιβάλλοντος.

Θέλουμε πολίτες να συμμετέχουν στο σχεδιασμό και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, σε μια αμφίπλευρη σχέση σεβασμού και αυτονομίας, με ρόλους διακριτούς, μεταξύ των πολιτών και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Γιατί είναι απαραίτητη η συμμετοχή των πολιτών στο Σχεδιασμό;

Γιατί αφορά την ατομική και συλλογική η ζωή των πολιτών καθώς και την λειτουργία της  πόλης σε δυο αλληλένδετα επίπεδα:

Στο επίπεδο της κοινωνικής προστασίας και στο επίπεδο της βελτίωση της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος και της ζωής στην πόλη.

Α. Στο επίπεδο της κοινωνικής προστασίας.

Η  δύσκολη οικονομική συγκυρία, επιδρά δραστικά στο οικονομικό και κοινωνικό προφίλ του Δήμου, δημιουργώντας συνεχώς ένα μεταβαλλόμενο τοπίο.

Ένα συνεχώς διογκούμενο τμήμα της κοινωνίας, δεν μπορεί  να τα βγάλει πέρα με τις δικές του δυνάμεις. Και ένα άλλο, ολοένα αυξανόμενο, δυσκολεύεται όλο και περισσότερο. Το εύρος των αναγκών συνεχώς διευρύνεται ενώ δεν υπάρχει ουσιαστικό κοινωνικό δίκτυ προστασίας που να μπορεί να εγγυηθεί τα δικαιώματα των πολιτών σε Στέγη – Σίτιση – βασική Ιατρική και Φαρμακευτική Περίθαλψη.

Τι μπορεί να κάνει ένας δήμος;

Επιδίωξη του δήμου θα πρέπει να είναι η «θεσμοθέτηση» μαζί με τους πολίτες, της αλληλεγγύης και της κάλυψης των αναγκών σε τοπικό επίπεδο, με σύνταξη Επιχειρησιακού σχεδίου κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής.

Β. Στο επίπεδο της βελτίωση της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος και της ζωής στην πόλη.

Είναι εύκολα κατανοητό από όλους ότι η εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, οι διανοίξεις, η δημιουργία κοινοχρήστων χώρων ή πρασίνου βελτιώνει την ποιότητα ζωής και αυξάνει την ικανοποίηση κατοίκων και επισκεπτών. Αυτό που όμως που δεν γίνεται κατανοητό από όλους είναι ότι η ποιότητα της αστικής ζωής δεν δημιουργείται μόνο από τα τεχνικά έργα.

Έχει σημασία το όποιο έργο να προκύπτει από διαβούλευση[1] με αυτούς που το έχουν ανάγκη και θα το χρησιμοποιούν. Με αυτό τον τρόπο ο καθένας αισθάνεται συνδημιουργός του έργου.

Για παράδειγμα η δημιουργία ποδηλατοδρόμων, πεζοδρόμων, ασύρματο internet, η συχνή συγκοινωνία, το αστικό πράσινο κλπ, είναι απλά το τέλος ενός τεχνικού έργου. Το ενδιαφέρον των δημοτών που προηγείται καθώς και η συμμετοχή τους στις αποφάσεις για υλοποίηση, δίνουν ανθρώπινη υπεραξία και αναγνώριση της αξίας του έργου όσον αφορά την ατομική ή κοινωνική διευκόλυνση.

Συμπερασματικά:

  1. Στρατηγικός σχεδιασμός για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της πόλης.
  2. Η ανάπτυξη της πόλης αφορά όλους τους πολίτες, δεν γίνεται ερήμην τους. Προϋποθέτει συμμετοχή στο σχεδιασμό και στις αποφάσεις.
  3. Η αυτοδιοίκηση είναι ο γνησιότερος και εγγύτερος στον πολίτη θεσμός του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όλοι οι άλλοι θεσμοί δεν μπορούν να τον υποκαθιστούν.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε γιατί  οι πολίτες δεν αξιολογούν την Τ.Α, στο βαθμό που θα έπρεπε αφού είναι ο εγγύτερος σε αυτούς θεσμός.

Μπορεί να ευθύνεται η χειραγώγησή της από το κράτος ή μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να την απαξιώνουν οι συμπεριφορές των ίδιων των διοικούντων.

Η μεγάλη παρεξήγηση βρίσκεται στο ότι αυτοί οι συμπολίτες μας, βλέπουν την Τ.Α. κατά αναλογία με το κεντρικό κράτος.

Δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι σε αυτόν τον θεσμό μπορεί η δική τους συμμετοχή  να είναι άμεσα εφικτή και άμεσα αποτελεσματική, πάντα σε ότι αφορά την καθημερινότητά τους  και τις ανάγκες  της.

Ο λόγος που δεν γίνεται αντιληπτό βρίσκεται στο ότι, δυστυχώς, ποτέ δεν ενθαρρύνθηκε η συμμετοχή τους και δεν θεσμοθετήθηκε η άποψή τους για τα θέματα-προβλήματα της τοπικής κοινωνίας.

Αντιθέτως διαχρονικά ενισχύονταν  η ανάθεση, το ρουσφέτι, οι μικροεξυπηρετήσεις, το life-style των εκλεκτών κλπ.

Η συνέχιση αυτής της κατάστασης οδηγεί όχι μόνο στην κατάρρευση της Τ.Α,  αλλά στην ουσία μετατρέπει τον πολίτη σε υπήκοο, με δυσμενείς επιπτώσεις στην καθημερινότητά του, την οποία θα μπορούσε να βελτιώνει αν υπήρχαν συμμετοχικές, δημιουργικές παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς, αν κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι μέσα από το γενικό καλό ωφελείται ο πολίτης.

Η κατάρρευση της Τ.Α δεν θα μας απασχολούσε αν δεν συνεπάγονταν και την κατάρρευση μιας πόλης και χωρικά αλλά και ως κοινωνικός ιστός.

Υπάρχει τρόπος να επιβιώσει μια πόλη αν δεν σεβαστεί το φυσικό και ανθρωπογενές της περιβάλλον; Ποιος θα ενδιαφερθεί για αυτό; Μπορεί να γίνεται οτιδήποτε από τον οποιονδήποτε ερήμην της κοινωνίας;

Είναι φανερό ότι εδώ έχουμε δυο θέσεις, δυο πολιτικές, που όχι μόνο συγκρούονται μεταξύ τους,  αλλά δεν  αφήνουν περιθώρια επιλογής σε όσους νοιάζονται για  το παρόν και το μέλλον της πόλης.

Στο διάβα του δεύτερου τετάρτου του 21ου αιώνα πρέπει να επαναφέρουμε την Τ.Α, στον αρχικό της ρόλο, σε αυτόν που σε όλη την ελληνική ιστορία αποτέλεσε το πιο ζωτικό στοιχείο συνοχής και αντίστασης.

Δεν είναι κάτι που θα γίνει από κάποιους φωτισμένους επαΐοντες, θα γίνει όμως  με όσους θα δεχτούν να σεβαστούν τη φωνή του πολίτη, θα θεσμοθετήσουν το ρόλο του, θα λειτουργήσουν με κουλτούρα συμμετοχικών διαδικασιών.

Ότι άλλο παραπέμπει σε ένα αποτυχημένο μοντέλο που δεν εμπνέει κανένα εκτός από κάποιους μωροφιλόδοξους ή θιασώτες της διαπλοκής.

Ο δήμος είμαστε εμείς, ο δήμος είναι η ζωή μας και μας νοιάζει να αλλάξουμε την πόλη , να αλλάξουμε τη ζωή μας σε αυτήν. Είναι εφικτό!

Μιχάλης Παναγιωτίδης


[1] Στην ηλεκτρονική εποχή η διαβούλευση μπορεί να επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή ευρύτερων ομάδων πολιτών.

Posted on 08/08/2023 in Άρθρα

Share the Story

Back to Top