To άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο politicalbank.gr
Του Νίκου Χρυσόγελου
π. Ευρωβουλευτή των Πράσινων
Μέλος του Συμβουλίου του νέου κόμματος ΠΡΑΣΙΝΟΙ
Στη σημερινή εποχή η επικοινωνία συχνά προβάλει μια εικονική πραγματικότητα που συγκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική πορεία. Για παράδειγμα, η καμπάνια της ΝΔ για τις εκλογές του 2019 σχεδιάστηκε από έναν επικοινωνιολόγο και σχεδιαστή στρατηγικής εκλογικών εκστρατειών, τον Stan Greenberg, που οργανώνει καμπάνιες όχι μόνο Κεντροαριστερών κομμάτων σε ΗΠΑ και Ευρώπη αλλά και Δεξιών κομμάτων χρησιμοποιώντας, όμως, ιδέες και επικοινωνιακούς σχεδιασμούς κεντροαριστερών. Ο Stan Greenberg φαίνεται, πάντως, ότι συνεχίζει να παίζει ρόλο στον επικοινωνιακό σχεδιασμό της κυβέρνησης, αφού ταξίδεψε πρόσφατα μαζί με τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη για τη ΔΕΘ.
Αλλά δεν θα επικεντρώσουμε στην προεκλογική καμπάνια της ΝΔ του 2019, αλλά στην σημερινή επικοινωνιακή διαχείριση μιας σειράς θεμάτων που αφορούν την αγωνιώδη προσπάθεια του πρωθυπουργού να προβάλει και ένα “πράσινο προφίλ”.
Αλλά πριν δούμε τη προσπάθεια του σημερινού πρωθυπουργού να περιβληθεί “πράσινο” μανδύα, ας δούμε λίγο την προϊστορία ανάλογων σχεδιασμών τα τελευταία χρόνια. Η προσπάθεια κομμάτων να υποστηρίξουν με επικοινωνιακούς χειρισμούς, όχι όμως με πράξεις, ότι εκπροσωπούν τις πράσινες ιδέες δεν είναι κάτι καινούργιο. Η απόπειρα αυτή επανέρχεται κάθε φορά που είτε τα οικολογικά προβλήματα αναδεικνύονται ως κεντρικά είτε οι πράσινοι εμφανίζονται ως ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Σε αυτό, μας είχε βέβαια συνηθίσει κυρίως η Αριστερά στην Ελλάδα, η οποία προσπαθούσε – χωρίς όμως να το πετυχαίνει – να πείσει ότι το πολιτικό της πρόγραμμα υπερκάλυπτε τους πράσινους και άρα δεν υπήρχε χώρος για ένα αυτόνομο Πράσινο κόμμα. Το επιδίωξε, επίσης, όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας το διάστημα 2015-2019, προσφέροντας κυβερνητικές θέσεις σε ότι είχε απομείνει από τους Οικολόγους Πράσινους, που ελάχιστα είχαν να κάνουν με το κόμμα που εκπροσωπήθηκε αυτόνομα στην Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2009 και έφτασε δύο φορές (2009, 2012) κοντά στο να εισέλθει στο ελληνική Βουλή αυτόνομα.
Η συμμετοχή, όμως, στην τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μέρους του οικολογικού χώρου δεν επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν υπάρχει χώρος για αυτόνομη πράσινη πολιτική. Επιβεβαίωσε το αντίθετο, αφού έδειξε ελάχιστη διάθεση να ενσωματώσει συγκροτημένες ήδη από το 2008-2009 πολιτικές προτάσεις των πράσινων βασισμένες σε ένα σχέδιο “Πράσινη Λύση στην Κρίση”. Ούτε έδειξε διάθεση να προσφέρει πραγματικό χώρο στις πράσινες πολιτικές. Στην πραγματικότητα, χρησιμοποίησε τη συμμετοχή των Οικολόγων Πράσινων (ΟΠ) για να δικαιολογήσει αντιπεριβαλλοντικές επιλογές της σε όλα τα επίπεδα (γεωτρήσεις, ενεργειακή και κλιματική πολιτική, δασική και περιβαλλοντική πολιτική, Ελληνικό κ.ά.), κάτι που πλέον, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, διαπιστώνουν όχι μόνο όσοι είχαμε αποχωρήσει εγκαίρως από τους Οικολόγους Πράσινους προβλέποντας ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο αλλά και – με πιο ήπιο είναι αλήθεια τρόπο στις δημόσιες πολιτικές απόψεις τους – η πλειοψηφία όσων έμειναν στους ΟΠ και πίστεψαν ότι μπορούσαν να επηρεάσουν το κυβερνητικό πρόγραμμα των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
«Μπορεί να πετύχει εκ νέου η παραπλάνηση πολλών για πολύ; Δεν είναι πιθανόν, γιατί πόσο μπορείς να κρύβεις την ανοργανωσιά και την έλλειψη προετοιμασίας αποδίδοντας την καταστροφή στην ….κλιματική αλλαγή;»
Η κυβερνητική περιπέτεια των πράσινων πολιτικών με την αριστερά είναι όντως απογοητευτική, επιβεβαιώνει την ανάγκη να δυναμώσει η αυτόνομη πολιτική και εκλογική παρουσία του χώρου για να επηρεάσει τις εξελίξεις που πλέον καθιστούν τα πράσινα θέματα κεντρική πολιτική αντιπαράθεση όχι μόνο στην Ελλάδα ή στη Γερμανία, αλλά και παγκοσμίως
Η διαπίστωση ότι η κλιματική και οικολογική κρίση αποτελούν πλέον την κεντρική πολιτική αντιπαράθεση, οι διαχωρισμοί και οι συνθέσεις μπορούν να γίνονται στη βάση των πολιτικών προγραμμάτων για αυτές τις αλληλένδετες και με την κοινωνική κρίση υπαρξιακές απειλές, εξαναγκάζει όλα τα κόμματα, να λάβουν υπόψη την μεγάλη ευαισθητοποίηση, ιδιαίτερα της νέας γενιάς, απέναντι στην πρόκληση της επιβίωσης ή της βύθισης στην καταστροφή.
Ποια είναι η στρατηγική της ΝΔ και πόσο σχετίζεται με την εμπειρία άλλων δεξιών κομμάτων και κυβερνήσεων στην Ευρώπη; Αν δεν γνώριζε κάποιος την πολιτική προϊστορία στην Ελλάδα θα ξαφνιάζονταν με την προκλητική δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι αυτός “εκπροσωπεί τους Πράσινους στην Ελλάδα”. Ήταν μια αμετροέπεια ή κάτι άλλο; Μπορεί ένα κόμμα της δεξιάς (που περιλαμβάνει όλες τις τάσεις μέσα του, κεντροδεξιά, φιλελεύθερη αλλά και ακροδεξιά) να εμφανιστεί ότι καλύπτει όχι μόνο το κέντρο και μέρος της κεντροαριστεράς αλλά και τους Πράσινους; Τι είναι αυτό που οδηγεί την κυβέρνηση να αναζητεί πράσινο μανδύα για να καλύψει τις πολιτικές επιλογές της που είναι κάθε άλλο παρά πράσινες;
Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι το επικοινωνιακό επιτελείο του Κ. Μητσοτάκη έχει λάβει σοβαρά υπόψη του τις εν δυνάμει προκλήσεις του ελληνικού εκλογικού σκηνικού και το κενό που δημιουργείται ξανά στο χώρο μεταξύ των 2 κομμάτων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ όσο και τη Γαλλική και Γερμανική εμπειρία, όπου φαίνεται ότι οι Πράσινοι κερδίζουν ποσοστά τόσο από το χώρο πρώην ψηφοφόρων της αριστεράς όσο από φιλελεύθερους νέους/νέες που προέρχονται από την κεντροδεξιά αλλά ταρακουνιούνται από την κλιματική και οικολογική κρίση και πείθονται από τις αξίες και τους αγώνες των πράσινων (και) για κοινωνική δικαιοσύνη.
Επαναλαμβάνοντας συνεχώς όρους και μηνύματα που συνδέθηκαν με την ανάπτυξη του πράσινου κινήματος και την σύγχρονη πολιτική πρόταση των πράσινων, η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης επιδιώκει δύο αλληλο-συμπληρούμενους στόχους:
– Να δημιουργήσει σύγχυση γύρω από τις πράσινες πολιτικές και να καλύψει τις – κάθε άλλο παρά πράσινες – πολιτικές της με μια “πράσινη επικοινωνιακή συσκευασία”. Μιλάει για κλιματική πολιτική και απολιγνιτοποίηση αλλά προωθεί μανιωδώς το ορυκτό (δήθεν “φυσικό”) αέριο, για προστασία των ωκεανών και των θαλασσών αλλά παραχωρεί νομοθετικά πλέον αιγιαλό, παραλίες και βυθούς σε “στρατηγικούς επενδυτές”, κόπτεται υποτίθεται για τα δάση αλλά επιχειρεί άλλη μια φορά την νομιμοποίηση των καταπατήσεων στα δάση, τα αφήνει πλήρως ανυπεράσπιστα απέναντι σε “αστείες” πυρκαγιές, ερμηνεύει μια δήθεν πράσινη ανάκαμψη ως παραχώρηση σημαντικών πόρων στους λίγους και εκλεκτούς της αφήνοντας εκτός τους πολλούς, παρέχει κρατικές εγγυήσεις και δάνεια σε εταιρίες πετρελαιοειδών, προωθεί ένα επενδυτικό μοντέλο και δίκτυα υποδομών που δεσμεύουν μακροχρόνια τη χώρα και την οικονομία των νοικοκυριών στο άρμα των εταιρειών πετρελαίου και αερίου.
– Να περιορίσει τον κενό χώρο που έχει δημιουργηθεί, ιδιαίτερα μεταξύ του νεανικού ακροατηρίου, που οδηγεί σε μια αυτόνομη πολιτική και κοινοβουλευτική παρουσία των Πράσινων στο εθνικό και ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
«Η κυβερνητική περιπέτεια των πράσινων πολιτικών με την αριστερά είναι όντως απογοητευτική, επιβεβαιώνει την ανάγκη να δυναμώσει η αυτόνομη πολιτική και εκλογική παρουσία του χώρου για να επηρεάσει τις εξελίξεις που πλέον καθιστούν τα πράσινα θέματα κεντρική πολιτική αντιπαράθεση όχι μόνο στην Ελλάδα ή στη Γερμανία, αλλά και παγκοσμίως»
Ο χώρος αυτός όμως είχε οργανώσει και στο παρελθόν (2009) μια προσπάθεια να πληγεί, με αξιοποίηση επικοινωνιακών ψευδών, η αυτόνομη παρουσία στη Βουλή των πράσινων. Ένα μέρος της ΝΔ μαζί με υπηρεσίες που κινούνται στο σκοτάδι, επιχειρηματία που έλεγχε τότε αμφιλεγόμενα ΜΜΕ (και βρίσκεται σήμερα στη φυλακή) και πολιτευτή – αργότερα αρχηγό πολιτικού κόμματος που εκπροσωπείται σήμερα στη Βουλή – σχεδίασαν επίθεση λάσπης και fake news για να πλήξουν την μεγάλη δημοσκοπική άνοδο των πράσινων στο δρόμο για τις ευρωεκλογές 2009. Οι μη δημοσιοποιημένες έρευνες έδειχναν ότι υπήρχε κίνδυνος για το δικομματικό σύστημα από την ταχεία δημοσκοπική άνοδο των οικολόγων, με ποσοστά της τάξης του 8-11%. Η πορεία αυτή ήταν παράλληλη με του ψηφοδελτίου των Γάλλων Πράσινων, με επικεφαλής τον Ντάνυ Κον Μπετίτ και τον, μετέπειτα υπουργό περιβάλλοντος του Μακρόν, Ιλό, που παραιτήθηκε καταγγέλλοντας ότι ο Μακρόν δεν είχε τελικά καμία διάθεση να προωθήσει μια αποτελεσματική κλιματική και οικολογική πολιτική, όπως διακήρυσσε προεκλογικά.
Η λάσπη που εκτοξεύθηκε έπιασε τόπο, επειδή δεν είχαμε προετοιμαστεί ως χώρος για μια τέτοια βρώμικη επίθεση, πιστεύοντας αφελώς, ίσως, ότι όλη η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα θα διεξάγονταν γύρω από εκλογικά προγράμματα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία, οι Πράσινοι και η Annalena Baerbock βρέθηκαν απροετοίμαστοι απέναντι σε μια βίαιη, βρώμικη επίθεση που δεν αφήνει χώρο να επικεντρώσουν στο πρόγραμμά τους, αντιμετωπίζοντας χυδαιότητα και απειλές σε προσωπικό μάλιστα επίπεδο. Επίθεση πρωτοφανής για τα Γερμανικά πολιτική ήθη, που έχει χρηματοδοτηθεί από ισχυρά διαπλεκόμενα συμφέροντα. Το πιο ακραίο παράδειγμα είναι μαζική αφισοκόλληση – που το δικαστήριο θεώρησε ότι είναι νόμιμη και η τυχόν απαγόρευσή της θα έπληττε την ελευθερία έκφρασης – με το σύνθημα “Κρεμάστε τους Πράσινους”. Ολοσέλιδες καταχωρήσεις σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες καταγγέλλουν την Annalena Baerbock ότι λέει ψέματα (πχ γιατί στο βιογραφικό της έγραψε ότι συνεργάζεται για το προσφυγικό με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, και όχι με μια οργάνωση που συνεργάζεται με την Ύπατη Αρμοστεία, ή ότι μια φράση της για την κλιματική απειλή περιλαμβάνεται σε ένα άρθρο του Spiegel για το θέμα).
«Αν δεν γνώριζε κάποιος την πολιτική προϊστορία στην Ελλάδα θα ξαφνιάζονταν με την προκλητική δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι αυτός “εκπροσωπεί τους Πράσινους στην Ελλάδα”. Ήταν μια αμετροέπεια ή κάτι άλλο;»
Μπορεί όμως μια επιθετική επικοινωνιακή πολιτική να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα; Εξαρτιέται. Στην Ελλάδα το κατάφερε το 2009 μειώνοντας τα ποσοστά που συγκέντρωσαν οι τότε Οικολόγοι στο 3,56% από μια δυναμική του 8-11%, ενώ η εκλογική καμπάνια έπρεπε να ξεκινήσει από πολύ χαμηλό επίπεδο για να ανακτηθεί στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου 2009 ο χαμένος χώρος, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μην εισέλθει ο πράσινος χώρος στην Ελληνική Βουλή για ελάχιστους ψήφους. Αν είχε εκπροσωπηθεί τότε με 8-10 βουλευτές και με μια πολιτική “Πράσινη Λύση στην Κρίση”, είναι πιθανόν οι πολιτικές εξελίξεις να ήταν εντελώς διαφορετικές, αντί για οριζόντια λιτότητα να είχε προωθηθεί μια ολοκληρωμένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που θα επίλυε τα δημοσιονομικά προβλήματα μέσω καινοτόμων πράσινων αλλαγών, όπως εξάλλου πρότεινε και μια ομάδα συμβούλων του ΓΑΠ γύρω από Jeremy Rifkin, όπως προσπάθησε να προωθήσει και η ομάδα των Πράσινων στο Ευρωκοινοβούλιο. Μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία ήταν η δεκαετία 2009-2019.
Μπορεί να πετύχει εκ νέου η παραπλάνηση πολλών για πολύ; Δεν είναι πιθανόν, γιατί πόσο μπορείς να κρύβεις την ανοργανωσιά και την έλλειψη προετοιμασίας αποδίδοντας την καταστροφή στην ….κλιματική αλλαγή; Αν ως κυβέρνηση είχες μια πραγματικά αποτελεσματική κλιματική πολιτική, θα προετοιμαζόσουν ανάλογα για να προλάβεις την καταστροφή. Αν υπογράφεις διακηρύξεις για την συγκράτηση της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου, αυτό σημαίνει ότι έχεις σχεδιάσει και υλοποιείς πολιτική που οδηγεί σε αυτό, όχι σε αύξηση κατά 2,6 βαθμούς Κελσίου.
Το χρώμα των επόμενων εκλογών θα είναι μάλλον πράσινο, όπως και σε άλλες χώρες.