Ασφυξία για μικρές-πολύ μικρές επιχειρήσεις μέσα στην πανδημία, αποκλεισμός από τραπεζικό δανεισμό και ταμείο ανάκαμψης

 

 

του Νίκου Χρυσόγελου

πρώην ευρωβουλευτή Πράσινων,

μέλος του Συμβουλίου των ΠΡΑΣΙΝΩΝ

Η πανδημία αλλά και η κλιματική κρίση πλήττουν σοβαρά την οικονομία και την κοινωνική συνοχή χωρίς η κυβέρνηση να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Ιδιαίτερα ο τρόπος που η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει και τις δύο, παραμένοντας σε μια, όπως αποδεικνύεται αποτυχημένη και αυτή, επικοινωνιακή πολιτική οδηγεί σε μεγάλα πλήγματα όσον αφορά τόσο την οικονομία όσο και την κοινωνική συνοχή.

Τα μέτρα στήριξης της οικονομίας – έτσι κι αλλιώς αδύναμα και ελάχιστα στοχευμένα- σταμάτησαν, όχι όμως και οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία και στην εργασία. Επίσης. το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας βασίζεται σε κριτήρια που αφήνουν τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας και της οικονομίας εκτός.

  • Από ένα σύνολο 840.000 επιχειρήσεων, περίπου 400.000 είναι μικρές και πολύ μικρές, με το 50% από αυτές να είναι κυρίως αυτοαπασχολούμενοι.
  • 300.000 επιχειρήσεις είναι πλήρως αποκλεισμένες από κάθε πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό, κυρίως με βάση τα κριτήρια που έχουν υιοθετήσει οι τράπεζες.
  • Σύμφωνα μάλιστα με τον πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνο Μίχαλο μόνο 15.000-25.000 επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό, γεγονός που δημιουργεί ανυπέρβλητα εμπόδια στον αγώνα επιβίωσης που δίνει η συντριπτική πλειονότητα των ΜμΕ της χώρας. Σύμφωνα με τον ίδιο, στο κρατικό σύστημα στήριξης μέσα στην πανδημία, μέσω επιχορηγήσεων και δανείων, έχουν πρόσβαση περίπου 100.000 επιχειρήσεις.
  • Το 60% των αιτήσεων δανειοδότησης απορρίπτεται από τις τράπεζες. Οι τράπεζες απορρίπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό αιτήσεων για δάνεια από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με το 50% των απορρίψεων να οφείλεται στο γεγονός ότι οι τράπεζες θεωρούν τις επιχειρήσεις αυτές ότι δεν έχουν ικανοποιητική πιστοληπτική αξιολόγηση (παρά το γεγονός ότι οι ίδιες οι τράπεζες έχουν λάβει τεράστια κεφάλαια για ανακεφαλαιοποίηση αλλά ακόμα και σήμερα έχουν χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση και οι ίδιες) και έχουν κατ΄εξαίρεση πρόσβαση σε δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Δηλαδή δύο μέτρα και σταθμά!
  • Τα κεφάλαια κίνησης στο πλαίσιο των μέτρων διάσωσης κατευθύνθηκαν κυρίως σε μεγάλες επιχειρήσεις και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό σε μικρές, πολύ μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αφού περίπου το 90% των κεφαλαίων κίνησης που διατέθηκαν – με εγγύηση μάλιστα ευρωπαϊκών πόρων – κατευθύνθηκαν σε ένα περιορισμένο αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων και μόνο το 10% των κεφαλαίων αυτών έφτασε σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Φυσικά υπάρχουν πολλά διαρθρωτικά προβλήματα στις ελληνικές επιχειρήσεις αλλά ο αποκλεισμός τους από προγράμματα ενίσχυσης λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπισαν στην δεκαετή κρίση αλλά και εξαιτίας της πανδημίας, διαιωνίζει την αδυναμία της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων να βγουν από την κρίση και πολύ περισσότερο να στραφούν προς την πράσινη ή/και τεχνολογική ή/και κοινωνική καινοτομία. Πολλά από τα μέτρα στήριξης, όπως αυτό της Περιφέρειας Αττικής δεν αξιολογούν το επιχειρηματικό σχέδιο αλλά (βασικό κριτήριο) τα κέρδη του 2019.

Ήδη θεσμικοί φορείς επισημαίνουν ότι το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην πραγματικότητα ενισχύει αυτούς που είναι ήδη ισχυροί. Από την άλλη οι συστημικές τράπεζες έχουν αποκτήσει απεριόριστη πρόσβαση σε ρευστότητα με χαμηλό κόστος (αρνητικό επιτόκιο) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία, αλλά αυτές παρέχουν δάνεια κυρίως στο δημόσιο αποκομίζοντας ασφαλή κέρδη ή μόνο σε ένα πολύ μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας (πχ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 4/7/2021) το “ένα τρίτο της τραπεζικής χρηματοδότησης μονοπωλούν 680 μεγάλες επιχειρήσεις” με βάση τα δεδομένα από τη βάση δεδομένων AnaCredit. Με βάση τα στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί αυτές οι 680 επιχειρήσεις είχαν υπόλοιπα δανείων στις τράπεζες ύψους 24,4 δις ευρώ, ενώ ένα σύνολο 59.800 μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχουν υπόλοιπα δανείων στις τράπεζες ύψους 41,4 δις ευρώ.

  • Τα υπόλοιπο χρηματοδότησης προς τις βιομηχανίες κατανέμεται ως εξής:

(α) 2,3 δις ευρώ, σε 40 περίπου  βιομηχανίες παραγωγής προϊόντων διύλισης πετρελαίου,

(β) 4,2 δις ευρώ σε περίπου 2,4 χιλιάδες επιχειρήσεις τροφίμων,

(γ) 8,2 χιλιάδες ‘άλλες επιχειρήσεις έχουν υπόλοιπο  χρηματοδότησης 9,6 δις

  • 8.000 επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου έχουν υπόλοιπο τραπεζικής χρηματοδότησης από τις τράπεζες περίπου 4 δις
  • 2.300 επιχειρήσεις που ασχολούνται με εμπόριο και επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων έχουν υπόλοιπο τραπεζικής χρηματοδότησης περίπου 2 δις ευρώ.
  • 3900 επιχειρήσεις τουρισμού έχουν συνολικό υπόλοιπο τραπεζικής χρηματοδότησης 7,9 δις
  • 2500 επιχειρήσεις εστίασης έχουν συνολικό υπόλοιπο τραπεζικής χρηματοδότησης 0,5 δις.

Τα κεφάλαια που έχουν αντλήσει οι τράπεζες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσα στην πανδημία, ύψους περίπου 50 δις, δεν έχουν φτάσει στην πραγματική οικονομία, και είτε παραμένουν στις τράπεζες αποκομίζοντας κέρδη από την διαφορά επιτοκίου μεταξύ ΕΚΤ και τράπεζας (με δεδομένο ότι λαμβάνουν τα ποσά με αρνητικό επιτόκιο περίπου 1.5%, δηλαδή η ΕΚΤ τους δίνει 1,5% επιτόκιο αντί να εισπράττει παραχωρώντας τους την ρευστότητα!) είτε αγοράζουν ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου, αποκομίζοντας τελικά κέρδη με συνολική απόδοση της τάξης του 3%.

Η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας επιβεβαιώνει ότι και τον Απρίλιο οι συστημικές τράπεζες ξεπέρασαν κάθε όριο κερδοσκοπίας, αξιοποιώντας την πρωτοφανή ρευστότητα που έχουν πάρει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αρνητικά επιτόκια, αλλά και τις αυξημένες ιδιωτικές καταθέσεις που έχουν πλέον επιτόκια κοντά στο μηδέν, για να αποκομίζουν κέρδη εκ του ασφαλούς, δανείζοντας ΚΥΡΙΩΣ το Δημόσιο και όχι τις επιχειρήσεις. Έχουν επίσης αυξήσει τις χρεώσεις για κάθε – ακόμα και ψηφιακή – συναλλαγή καθώς και τις μέρες που παρακρατούν τα χρήματα μεταβίβασης από τη μία τράπεζα στην άλλη.

Οι τράπεζες έχουν λάβει ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Αυτοί οι πόροι δεν κατευθύνονται στην οικονομία ή όταν κατευθύνονται, ευνοούν κυρίως λίγες μεγάλες επιχειρήσεις. Κυρίως, όμως κατευθύνονται στο δημόσιο δανείζοντάς το. Μέσα σε δύο μήνες, Μάρτιο και Απρίλιο 2021, χορήγησαν στο Ελληνικό Δημόσιο από αυτή την ρευστότητα νέα δάνεια της τάξης των 8,6 δις ευρώ, με τα 3,6 δις να αφορούν στον Μάρτιο και τα 5 δις στον Απρίλιο 2021.

Οι τράπεζες, λοιπόν,  λαμβάνουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ρευστότητα μακροχρόνιας διάρκειας με αρνητικό επιτόκιο που έχει ως στόχο να στηρίξει την  ευρωπαϊκή οικονομία εν μέσω της πανδημίας καθώς και για την ανάκαμψή της, και ενώ έχουν αρθεί οι “όροι” για την παροχή ρευστότητας που μέχρι πρόσφατα δεν επέτρεπαν στις ελληνικές τράπεζες να μετέχουν στην “ποσοτική χαλάρωση”. Αυτή η ρευστότητα, όμως, δεν φτάνει στην πραγματική οικονομία αλλά κατευθύνεται ως δάνεια προς το Ελληνικό Δημόσιο, με ικανοποιητική απόδοση για τις τράπεζες με βάση τα οικονομικά δεδομένα της εποχής και με μηδενικό πιστωτικό κίνδυνο αφού το δημόσιο θα αποπληρώσει τα δάνεια, αλλά και αν συναντήσει εμπόδιο, η ΕΚΤ θα “αγοράσει” τα ομόλογα δημοσίου (ακόμα και αν είναι “σκουπίδια”).

Την ίδια περίοδο παρατηρείται και ένα άλλο “τραπεζικό παράδοξο”. Οι τράπεζες παρέχουν δάνεια προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις που υπολείπονται των ποσών που συγκεντρώνουν από την αποπληρωμή προηγούμενων δανείων:

  • τα δάνεια που παραχώρησαν στο δίμηνο Μαρτίου, Απριλίου προς ιδιώτες υπολείπονται κατά 787.000.000 ευρώ σε σχέση με την εισροή χρημάτων στις τράπεζες από τις αποπληρωμές προηγούμενων δανείων ιδιωτών το ίδιο διάστημα,
  • τα δάνεια που παραχώρησαν αντιστοίχως προς επιχειρήσεις υπολείπονται κατά 657.000.000 ευρώ σε σχέση με την εισροή χρημάτων στις τράπεζες από τις αποπληρωμές προηγούμενων δανείων επιχειρήσεων, ενώ ως προς το σύνολο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων υπολείπονται κατά 894.000.000 ευρώ.

Έτσι από τη μία οι τράπεζες ενώ λαμβάνουν ρευστότητα με στόχο να στηρίξουν την πραγματική οικονομία, στην πραγματικότητα στηρίζουν μόνο τα κέρδη τους, ενώ από την άλλη έχει σταματήσει οποιαδήποτε οικονομική στήριξη της πραγματικής οικονομίας που συνεχίζει να πλήττεται από την πανδημία, ιδιαίτερα βέβαια συγκεκριμένοι τομείς, με ελάχιστους να έχουν επωφεληθεί μέσα στην πανδημία.

Ένα άλλο ανησυχητικό ζήτημα είναι ότι ενώ υποτίθεται η ελληνική κυβέρνηση έχει διαθέσει ένα από τα αναλογικά υψηλότερα ποσά για στήριξη της οικονομίας και των νοικοκυριών μέσα στην πανδημία, τα αποτελέσματα στην οικονομία όσο και στους πολίτες είναι από τα χειρότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πολλές επιχειρήσεις έχουν πληγεί δραματικά και πολλές κοινωνικές ομάδες έχουν μείνει με καμία ή ελάχιστη στήριξη εδώ και περίπου 1,5 χρόνο. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην κοινωνική συνοχή, και ίσως αντανακλάται εμμέσως και στον τρόπο που ένα τμήμα της κοινωνίας αντιδρά στα περιοριστικά μέτρα ή στους εμβολιασμούς, συνειδητοποιώντας ότι καταρρέει χωρίς στήριξη.

Και ενώ η οικονομία και η κοινωνία βιώνουν τις δραματικές επιπτώσεις της πανδημίας και των όλο και πιο αναποτελεσματικών μέτρων αντιμετώπισής της, η κλιματική κρίση έχει κάνει έντονη την παρουσία της στη ζωή και την οικονομία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημοσίευσε το 2020 τον Οδηγό της όσον αφορά στους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους που απειλούν (και) την οικονομία.

Χρειαζόμαστε μια σημαντική πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, πράσινες κοινωνικές λύσεις που θα αντιμετωπίσουν με δίκαιο και ολοκληρωμένο τρόπο τις πολλαπλές κρίσεις που βιώνουμε και θα μειώνουν, αντί να μεγεθύνουν το μεγάλο χάσμα που υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Με άλλα λόγια, δεν θα αφήνουν κανέναν και καμία πίσω κατεστραμμένο/η.

Posted on 13/07/2021 in Άρθρα

Share the Story

Back to Top