Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ είμαστε εξαιρετικά προβληματισμένοι σχετικά με όσα ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό σαν «συμφωνία με την εκκλησία για επίλυση ιστορικών θεμάτων στις σχέσεις πολιτείας – εκκλησίας».
Ως θέση αρχής συμφωνούμε ότι η Ελλάδα – μια χώρα ευρωπαϊκή και κοσμική – πρέπει να εκσυγχρονίσει το συνταγματικό, θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο των σχέσεων πολιτείας – εκκλησίας, όπως απαιτείται στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, ανεξιθρησκίας αλλά και σεβασμού απέναντι σε όσους/ες πιστεύουν σε οποιαδήποτε θρησκεία αλλά και σε όσους/ες δεν είναι πιστοί/ες. Η θρησκευτική πίστη ή όχι πρέπει να είναι ελεύθερη επιλογή σε προσωπικό επίπεδο, δεν μπορεί να επιβάλλεται είτε από το κράτος είτε από τρίτους. Ο σεβασμός στις επιλογές των πολιτών πρέπει να είναι δεδομένος, είτε πιστεύουν στον ένα ή στον άλλο θεό είτε δεν πιστεύουν.
Με δεδομένα αυτά, τα οποία κατοχυρώνονται σε διεθνείς συνθήκες, αλλά δεν τηρούνται πάντα στη χώρα μας, χρειάζεται μια αναθεώρηση του Συντάγματος ώστε να κυριαρχείται αυτό από τις αρχές της ουδετερότητας, της ανεξιθρησκίας, της κοσμικότητας και της ισότητας όλων. Είναι σημαντικό να αξιοποιήσουμε τις εμπειρίες των ευρωπαϊκών χωρών, να καταγράψουμε τι προβλέπουν διεθνείς συνθήκες και η Ευρωπαϊκή Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και να προχωρήσουμε σε έναν ψύχραιμο και ουσιαστικό διάλογο για τις αναγκαίες αλλαγές.
Μας έκανε φοβερή εντύπωση ότι τόσο η κυβέρνηση κι ο πρωθυπουργός όσο και η ηγεσία της εκκλησίας προχώρησαν σε μια συμφωνία η οποία επικεντρώνει αποκλειστικά στην περιουσία και σε οικονομικά θέματα, υποβαθμίζοντας τόσο τα θεσμικά θέματα που είναι σημαντικό να επιλυθούν αλλά και δίνοντας την εντύπωση ότι όλος ο καυγάς γίνεται για το πάπλωμα, τα λεφτά δηλαδή. Επίσης, αναφέρονται ως βάσεις της συμφωνίας υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που δεν τεκμηριώνονται πραγματικά.
Θα περιμέναμε και η εκκλησία και η πολιτεία να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο όπου η πίστη θα είναι αποτέλεσμα και μόνο προσωπικής επιλογής και συνείδησης, όχι επιβολής μιας κυρίαρχης θρησκείας. Αν η εκκλησία θέλει να δει ποιοι είναι πραγματικά πιστοί θα έπρεπε να πρωτοστατεί στην ανεξιθρησκία της πολιτείας, να δοκιμάσει αν όσοι δηλώνουν πιστοί είναι πράγματι διότι πιστεύουν σε όσα κάποια θρησκεία πρεσβεύει ή είναι στους τύπους πιστοί, όχι επί της ουσίας. Για παράδειγμα, ένας που πηγαίνει στην εκκλησία και σταυροκοπιέται συνεχώς, μπορεί να είναι πραγματικά πιστός χριστιανός και ταυτόχρονα ρατσιστής; Σήμερα μπορεί κάποιος ρατσιστής να ισχυρίζεται ότι είναι πιστός χριστιανός επειδή η θρησκεία είναι σχεδόν απόλυτα προσκολλημένη στο κράτος, θα περιμέναμε όμως από την ηγεσία της εκκλησίας να αναπτύξει τις δικές της διαδικασίας για να ταυτίζονται η θρησκευτική επιλογή με τις αξίες που υποτίθεται εκπροσωπεί η θρησκευτική- χριστιανική πίστη όπως αλληλεγγύη, αγάπη στον πλησίον, συγχώρεση κα. Πώς είναι δυνατόν ένας μητροπολίτης να είναι οπαδός ρατσιστικών και διαχωριστικών αντιλήψεων, να υποστηρίζει την Χρυσή Αυγή και την ίδια στιγμή να θεωρείται εκπρόσωπος της χριστιανικής θρησκείας και να είναι έμμισθος δημόσιος υπάλληλος!
Θα περιμέναμε, επίσης, να γίνει ένας σοβαρός δημόσιος διάλογος για τον κοινωνικό ρόλο της εκκλησίας στο πλαίσιο που αναλογεί σε μια εκκλησία. Αλλά η επικέντρωση στην περιουσία και στα οικονομικά δημιουργεί μια ατμόσφαιρα συναλλαγής για τα μικρά. “Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου”. Δεν βλέπουμε να αξιοποιείται η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών στα θέματα των πόρων της εκκλησίας, η οποία θα συνεχίσει να παραμένει απολύτως εξαρτημένη και χρηματοδοτούμενη από το κράτος, όπως και να “καλύπτεται” αυτό. Η συμφωνία προβλέπει να σταματήσει η μισθοδοσία των ιερέων και διοικητικών υπαλλήλων απευθείας από το κράτος, αλλά να συνεχίζει μέσω ετήσιας ισόποσης επιδότησης από το ελληνικό κράτος, ώστε ναι μεν να μην θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι όλοι αυτοί (περίπου 10.000) αλλά το ποσό που θα λαμβάνουν θα περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό και θα συνδέεται με τις αυξήσεις που λαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι!!! Αυτό φυσικά δεν είναι καμία πρωτοτυπία και ιστορική συμφωνία, πολύ περισσότερο που πλασάρεται (η μισθοδοσία) ως μια υποχρέωση της πολιτείας λόγω της ανταλλαγής ακινήτων στο παρελθόν! Πουθενά, όμως, δεν υπάρχει μια τέτοια δέσμευση και μάλιστα γραπτή. Έπειτα προκύπτουν και θέματα διακρίσεων απέναντι σε άλλες εκκλησίες εκτός της ορθόδοξης, που χρηματοδοτούν τους ιερείς τους από ίδιους πόρους.
Μια σοβαρή μεταρρύθμιση και win-win λύση θα μπορούσε να είναι η – έστω και με κάποια σταδιακή μετάβαση – δυνατότητα στην εκκλησία να χρηματοδοτεί τους ιερείς, τους διοικητικούς υπαλλήλους και τους μητροπολίτες καθώς και τις γενικότερες δραστηριότητες της απευθείας από τους πιστούς μέσω φορολογικά απαλλασσόμενων δωρεών όπως γίνεται πχ στην Γερμανία και σε άλλες χώρες ή έστω και μέσω της μεγάλης ακίνητης περιουσίας της.
Αυτή η ρύθμιση της «απελευθέρωσης» από το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, μας μοιάζει ως μια πελατειακή στρατηγική, αφού θα πληρώνονται μέσω επιδότησης από το δημόσιο αλλά δεν καταγράφονται ως δημόσιοι υπάλληλοι. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται 10.000 «κενές» θέσεις στο δημόσιο για να προσληφθούν με πελατειακή – εκλογική στόχευση νέοι δημόσιοι υπάλληλοι. Πρόκειται λοιπόν για μια νέα προεκλογική απάτη της κυβέρνησης (ήδη επιβεβαιώνεται η εκτίμηση αυτή με τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου) με δεδομένο ότι οι θέσεις αυτές θα συνεχίσουν να πληρώνονται από το κράτος στο νέο εκκλησιαστικό ταμείο που θα δημιουργηθεί, άρα θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη στον προϋπολογισμό για πάντα.
Ακόμα και σε αυτή την απαράδεκτη για εμάς ρύθμιση, δεν υπάρχει πρόβλεψη για ουδέτερη μισθοδοσία των ιερέων ώστε να μην είναι πλήρως εξαρτημένοι από μητροπολίτες ή διοικητικούς στην εκκλησιαστική ιεραρχία που θα θελήσουν να δημιουργήσουν τους δικούς τους πελατειακούς ή άλλους μηχανισμούς και να ελέγχουν πόρους και εξουσία. Οι κατώτεροι κληρικοί (ΙΣΚΕ) αντιδρούν και θέτουν το θέμα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και της συνταξιοδότησης.
Ανακοινώθηκε η δημιουργία ενός Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας και Δημόσιο, Εκκλησία θα αποφασίζουν από κοινού για τη «διαχείριση και αξιοποίηση των αμφισβητούμενων από το 1952 περιουσιών». Κατ’ αρχήν, η «αξιοποίηση» μας τρομάζει και στα χέρια του κράτους και στα χέρια της Εκκλησίας αλλά και των μοναστηριών, που έχουν πουλήσει στο παρελθόν δασικά «φιλέτα» σε εξευτελιστικές τιμές. Αλλά γιατί να μην έχουν ξεκαθαριστεί τόσες δεκαετίες οι ιδιοκτησίες αυτές και γιατί δεν λύνεται το θέμα με το κτηματολόγιο; Πάντως η συμφωνία αυτή έρχεται μια στιγμή που δημοσιοποιήθηκε η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (2318/2108), που υποχρεώνει την Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο να καταβάλουν ΕΝΦΙΑ για όλα τα ακίνητα των Ιερών Μονών τα οποία χρησιμοποιούνται εκτός των λατρευτικών θρησκευτικών και κοινωφελών σκοπών.
Η συνδιαχείριση και η «αξιοποίηση», μέσω κοινού Ταμείου με την συμμετοχή εκπροσώπων εκκλησίας και κράτους, της «αμφισβητούμενης» περιουσίας που διεκδικεί η εκκλησία πέρα από σημαντικά ηθικά, νομικά και οικονομικά θέματα που εγείρει, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε ένα μοντέλο real estate και βάναυσων επενδύσεων στο όνομα της θρησκείας. Η ανησυχία μας είναι μεγάλη γιατί αυτή η λογική προσελκύει ήδη μεγάλα πρότζεκτ που στοχεύουν στην εκμετάλλευση φυσικών περιοχών, σημαντικής οικονομικής αλλά και οικολογικής αξίας, παρακάμπτοντας αντιρρήσεις τοπικών κοινωνιών αλλά και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων. Θυμίζουμε ότι παρόμοια θέματα συνυπάρχουν σε υποθέσεις που απασχόλησαν έντονα, όπως η περίπτωση της Μονής Βατοπεδίου και της λίμνης Βιστωνίδας, παράκτιων ή δασικών περιοχών κα. Η εκκλησία θα έπρεπε να είναι προστάτης της φυσικής δημιουργίας και όχι να εμπορεύεται χωρίς ηθικές ή άλλες δεσμεύσεις σημαντικές περιοχές που είναι ο πραγματικός φυσικός και πολιτισμικός μας πλούτος.
Προφανώς υπάρχουν μεταξύ των ιερέων και των μητροπολιτών άνθρωποι που επιτελούν κοινωνικό έργο, το ίδιο ισχύει για το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, αλλά αυτοί δεν χρειάζονται την κρατική επιχορήγηση, είναι σε θέση να κινητοποιούν οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους λόγω του έργου τους. Αυτό θα έπρεπε να είναι το παράδειγμα που θα μπορούσε να αναδεικνύει η εκκλησία και η πολιτεία. Κι όχι η συνδιαχείριση κι εμπορική εκμετάλλευση δωρεών των πιστών που συχνά πρόσφεραν την περιουσία τους σε εποχές που είτε προσπαθούσαν να την προστατέψουν από κατάσχεση είτε γιατί ήθελαν να συνεισφέρουν σε συγκεκριμένο κοινωνικό έργο. Ένα τέτοιο μοντέλο δεν δημιουργεί υποχρεώσεις για διαρκή χρηματοδότηση από το κράτος μέσω της φορολογίας δραστηριοτήτων που δεν έχουν σχέση με το κοινωνικό έργο που πρέπει να επιτελείται.
Φαίνεται πάντως ότι τα θέματα είναι ακόμα σε κάποιο βαθμό ανοικτά, μετά τις εκ των υστέρων δηλώσεις του αρχιεπισκόπου και τις αντιδράσεις μητροπολιτών.