Ένας Μουσουλμάνος στις Βρυξέλλες
(Μια μικρή περιήγηση στην μεγαλύτερη «μουσουλμανική πρωτεύουσα» της Ευρώπης)
της Ελεάνας Ζιάκου
Μέλους του προεδρείου των Πράσινων-Αλληλεγγύη
Παρά τη φήμη του Παρισιού ως πρωτεύουσας που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό μουσουλμάνων στην Ευρώπη, η πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κοινοτικών αποφάσεων έχει το μεγαλύτερο ποσοστό μουσουλμάνων με βάσει τον πληθυσμό της. Οι μουσουλμάνοι στο Βέλγιο αποτελούν περίπου το 6% του γενικού πληθυσμού και άνω από 22% αυτού του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένος στις Βρυξέλλες.
Η μουσουλμανική κοινότητα των Βρυξελλών είναι ένα ετερογενές σώμα εθνοτήτων με τους Μαροκινούς πρωτίστως και ύστερα τους Τούρκους να συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά. Πάνω από 50% των Μαροκινών διαμένουν στις Βρυξέλλες. Άλλες μικρότερες ομάδες προέρχονται από Αλγερία, Τυνησία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Πακιστάν, Λίβανο, Ιράν, Αίγυπτο και Συρία.
Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι στις Βρυξέλλες είναι γαλλόφωνοι και δεν μιλούν επαρκώς φλαμανδικά, μια από τις γλώσσες της ολλανδικής γλωσσικής οικογένειας, η οποία παρά το γεγονός ότι υπερβαίνει τα χαρακτηριστικά μιας σύνθετης διαλέκτου της ολλανδικής, δεν αναγνωρίζεται επίσημα ως φλαμανδική γλώσσα, αλλά εντάσσεται στην κοινώς αναγνωρισμένη ολλανδική. Τα ολλανδικά μαζί με τα γαλλικά αποτελούν τις κύριες επίσημες γλώσσες του Βελγίου, όπως και τα γερμανικά που παρόλο που γλωσσικά περιορίζονται στη γεωγραφική περιοχή της γερμανικής μειονότητας του Βελγίου, συνταγματικά αποτελούν μια από τις τρεις επίσημες γλώσσες της χώρας. Εξαίρεση εντός του μουσουλμανικού πληθυσμού της χώρας αποτελούν οι Τούρκοι, που λόγω της γεωγραφικής κατανομής τους και στις αμιγώς φλαμανδικές περιοχές της χώρας, χρησιμοποιούν επίσης και τα ολλανδικά.
Η παραπάνω περιγραφή της γλωσσικής ιδιαιτερότητας του Βελγίου, που συναντάται επίσης στην Ελβετία στην Ευρώπη, είναι σημαντική για την κατανόηση των όποιων άλλων ιδιαιτεροτήτων φέρει το Βέλγιο, και σε σχέση με τις γλωσσικές και θρησκευτικές του μειονότητες. Η ιδιομορφία της χώρας και η διοικητική διαίρεση φεντεραλιστικής μορφολογίας που παρουσιάζει με τις δυο μεγάλες περιοχές τη γαλλόφωνη Βαλονία και τη φλαμανδική Φλάνδρα, και τις Βρυξέλλες ως την τρίτη ανεξάρτητη διοικητική περιοχή, ενώ εκ πρώτης όψεως ενσαρκώνει ένα χαλαρό και δημοκρατικό μοντέλο συγκυβέρνησης, συνάμα δυσχεραίνει το συντονισμό διαλόγου σε εθνικό επίπεδο και την επίλυση των περίπλοκων ζητημάτων που αναδύονται σε σχέση με το φαινόμενο τρομοκρατίας και το Ισλάμ.
Παρόλο που το Βέλγιο θεωρείται μια από τις πιο δημοκρατικές χώρες στην Ευρώπη σε θέματα κοινωνικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων, το κοινωνικοοικονομικό μοντέλο της χώρας μοιάζει αναποτελεσματικό στην αντιμετώπιση των χρόνιων και των νέων ζητημάτων που αναδεικνύονται στην καρδιά του μουσουλμανικού της κόσμου. Σε αντίθεση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το Ισλάμ αναγνωρίζεται επισήμως ως μια από τις θρησκείες της χώρας, μαζί με τον Καθολικισμό, Προτεσταντισμό, Ιουδαϊσμό, Αγγλικανισμό και την Ορθόδοξη θρησκεία. Επίσης, η λειτουργία των μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων που ήρθαν στο Βέλγιο για εποχιακή εργασία από την Τουρκία και τις χώρες της Βόρειας Αφρικής, κυρίως από Μαρόκο, αρχές δεκαετίας ’60, λόγω του ευνοϊκού νόμου για την οικογενειακή επανένωση κατάφεραν να εγκατασταθούν μόνιμα στη χώρα.
Σε αντίθεση με την Ολλανδία, το Βέλγιο δεν είχε σχέσεις με τον μουσουλμανικό κόσμο την περίοδο της Αποικιοκρατίας. Οι πρώτοι μουσουλμάνοι που εγκαταστάθηκαν στη χώρα σε μαζικό επίπεδο ήταν ως αποτέλεσμα των διμερών συμφωνιών του βελγικού κράτους με τις προαναφερόμενες επιμέρους χώρες. Όλοι οι μουσουλμάνοι πρώτης και δεύτερης γενιάς που ήρθαν στο Βέλγιο εκείνη την περίοδο είναι πλέον Βέλγοι υπήκοοι και απολαμβάνουν τυπικά σε ισότιμη βάση όλα τα δικαιώματα που παρέχονται στους Βέλγους πολίτες από το Σύνταγμα της χώρας. Ο Νόμος περί Ιθαγένειας στο Βέλγιο ευνοεί όλους τους νόμιμους κατοίκους που ζουν και εργάζονται αδιάλειπτα τα πέντε τελευταία χρόνια στο Βέλγιο, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των «μη Βέλγων κατοίκων» της, πέραν του «κοινοτικού πληθυσμού» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προστίθεται στους Βέλγους υπηκόους. Εκτός, αυτού όλοι οι ξένοι που μένουν νόμιμα στο Βέλγιο έχουν δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές.
Παρά, όμως, το δημοκρατικό έδαφος που βρίσκει κανείς στο Βέλγιο και τον όγκο των κοινωνικών και οικονομικών παροχών προς τους μουσουλμάνους κατοίκους της – το επιχείρημα-καραμέλα που χρησιμοποιείται από τους σκεπτικιστές και ακραίους Βέλγους – η πολιτική αυτή έχει οδηγήσει περισσότερο στη γκετοποίηση των πληθυσμών αυτών και στη συντήρηση μικρογραφιών των προβλημάτων που κουβαλάνε από τις χώρες προέλευσής τους, παρά σε ουσιώδη ανοίγματα και αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους κατοίκους.
Όπως επισημάνει η Rachel Brandeburg, μια Αμερικανοεβραία στο κείμενο της «An American in Brussels”, παρόλο που οι περισσότεροι μουσουλμάνοι δεύτερης και τρίτης γενιάς γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στις Βρυξέλλες, το να είσαι μουσουλμάνος ισοδυναμεί με το να είσαι μετανάστης δεύτερης κατηγορίας. Η ίδια παρατηρεί ότι σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου η διπλή εθνική ταυτότητα είναι κοινωνικά αποδεκτή, οι μουσουλμάνοι δεύτερης και τρίτης γενιάς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες βιώνουν την ενσωμάτωσή τους στις χώρες αυτές ως αντίθετη προς τη μουσουλμανική τους πίστη και παράδοση, με αποτέλεσμα να οξυνθούν τα αντανακλαστικά αντίδρασης. Το γεγονός αυτό γίνεται πιο εμφανές στους μουσουλμάνους που προέρχονται κυρίως από τις χώρες του ΜΑΓΚΡΕΜΠ και κυρίως τους Μαροκινούς, που έχουν την κακοφημία των Μεξικανών στις ΗΠΑ ή των Αλβανών στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια. Αντιθέτως, οι Τούρκοι παρά τη μουσουλμανική τους ταυτότητα, λόγω της μεγαλύτερης ιστορικής εγγύτητας με την Ευρώπη και του μετριοπαθούς ισλαμισμού τους ανήκουν στην κατηγορία των «καλών μουσουλμάνων».
Η περίπτωση των μουσουλμάνων Βέλγων που κατάγονται από το Μαρόκο θυμίζει σε κάποιο βαθμό, παρά τις ιδιαιτερότητες τους, την περίπτωση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ, που στην περίπτωση των μουσουλμάνων αυτών ερμηνεύεται ότι στον οίκο του καθενός αποφασίζει ο ίδιος, αρκεί οι θρησκευτικές και πολιτιστικές του ελευθερίες να μην αγγίζουν τα του κυρίαρχου Κράτους. Όπως και στην Ελλάδα που πότε οι Έλληνες μουσουλμάνοι προσδιορίζονται από τους εγχώριους ως Τούρκοι σε σχέση με τους ίδιους και πότε ως μουσουλμάνοι Έλληνες για αντιπερισπασμό στους Τούρκους, με τον ίδιο τρόπο και οι Βέλγοι-Μαροκινοί δεύτερης και τρίτης γενιάς αντιμετωπίζονται από τους Βέλγους ως Μαροκινοί μουσουλμάνοι και μόνο όταν συμβάλλουν σε κάποιο εθνικό επίτευγμα γίνεται αναφορά στη βελγική τους ταυτότητα.
Η κατοχή της βελγικής υπηκοότητας για πολλούς μουσουλμάνους Βέλγους είναι απλώς ένα χαρτί που τους εξασφαλίζει να μείνουν στη χώρα, αλλά δεν τους παρέχει πρόσβαση σε όλα τα επαγγέλματα. Τα μουσουλμανικά ονόματα που φέρουν λειτουργούν αποτρεπτικά στην επαγγελματική και κοινωνική τους ανέλιξη. Το γεγονός ότι ύστερα από 55 χρόνια στο Βέλγιο, κατά πλειοψηφία συνεχίζουν να ασκούν τα ίδια επαγγέλματα, όπως αυτό του πωλητή, του μικρέμπορα, του ταξιτζή, του σεκιούριτι, του εστιάτορα, κλπ., δεν είναι μόνο λόγω οικογενειακής παράδοσης, αλλά επίσης λόγω του εγκλωβισμού και της έλλειψης ευκαιριών για την υπέρβαση.
Η επιδοματική πολιτική που έχει ακολουθήσει το βελγικό κράτος προς τους Βέλγους μουσουλμάνους κυρίως, μοιάζει με προσπάθεια εξορκισμού της ισλαμοφοβίας και της αδυναμίας να συνυπάρξει με το Ισλάμ όχι μόνο τυπικά, αλλά κυρίως ουσιαστικά. Η συγκεκριμένη πολιτική αντί να χρησιμεύσει ως ένα πρώτο σκαλοπάτι οικονομικής βοήθειας που ύστερα θα οδηγούσε στη σταδιακή ποιοτική ενσωμάτωση των μουσουλμάνων στην ευρύτερη κοινωνία, ενίσχυσε το στίγμα της διαφορετικότητας και την καλλιέργεια των αρνητικών στερεότυπων. Το πολυπολιτισμικό μοντέλο πάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί το βελγικό κοινωνικό μοντέλο έχει αποτύχει σε μεγάλο βαθμό στην περίπτωση της μουσουλμανικής κοινότητας, γιατί βασίστηκε στην αρχή του «αναγκαίου κακού»: Οι μουσουλμάνοι είναι ένα αναγκαίο κακό που λόγο των δημοκρατικών μας αρχών πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό. Η αδυναμία του βελγικού μοντέλου έγκειται κυρίως στο γεγονός, ότι αντί να εστιάζει την προσοχή του στους κινδύνους που εγκυμονεί η εξαγορά της νομιμοφροσύνης των μουσουλμάνων μέσω της διατήρησης των αμιγώς ισλαμικών θυλάκων τους και της πολιτικής άκαρπων επιχορηγήσεων, καταναλώθηκε στη χάραξη διακριτών τοπικών και πολιτιστικών γραμμών μεταξύ των μουσουλμάνων και μη.
Βέβαια το ερώτημα παραμένει προς πια Ευρώπη οδεύομε.. Θα μπορέσει η Ευρώπη να υπερβεί τις φοβίες της και να οδεύσει προς ένα πολυπολιτισμικό μοντέλο κατά τα πρότυπα των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά ή θα καταναλωθεί σε έναν αγώνα εμμονής στα πρότυπα της Γηραιάς Ευρώπης, αγνοώντας τις νέες προκλήσεις της εποχής. Όλα ξεκινούν από το σχολείο… Και όλοι μαζί Βέλγοι και Ευρωπαίοι πρέπει να ξαναδημιουργήσουν το σχολείο ειρηνικής και ουσιαστικής συνύπαρξής τους.