Καιρός να σχεδιάσουμε την εξωτερική μας πολιτική χωρίς μύθους και ψευδαισθήσεις

του Νίκου Χρυσόγελου,

πρώην ευρωβουλευτή,
συμπροέδρου των ΠΡΑΣΙΝΩΝ-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
μέλους του Συμβουλίου
της “Πρωτοβουλίας για ένα ενωτικό Πράσινο κόμμα”

www.chrysogelos.gr
www.facebook.com/nikos.chrysogelosb
@chrysogelos

Πολύ συχνά οι επιθυμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος παρουσιάζονται ως πραγματικότητα, ενώ κυριαρχούν εθνικοί μύθοι που εμποδίζουν πραγματικά τη χώρα να δει το πραγματικό συμφέρον της. Αν πάρουμε στα σοβαρά τον τρόπο που παρουσιάζονται από τα ελληνικά ΜΜΕ διάφορα “εθνικά θέματα” τότε θα πρέπει η χώρα μας να είναι σχεδόν πάντα στο …κέντρο των παγκόσμιων εξελίξεων. Αυτό, όμως, είναι επικίνδυνο για την διαμόρφωση αποτελεσματικών πολιτικών που διασφαλίζουν την ευημερία και τη βιωσιμότητα της χώρας μας, γιατί στην πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση, δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αντιμετώπιση της πολύπλευρης και βαθιάς κρίσης. Η απουσία συνεκτικής και αποτελεσματικής στρατηγικής για το πώς θα αντιμετωπιστεί η κρίση (που οφείλονταν τόσο σε διαρθρωτικά προβλήματα μας όσο και στις συνέπειες μιας διεθνούς κρίσης) φόρτωσε την κοινωνία με μεγάλα κόστη. Είναι πιο σωστό, λοιπόν, για μια κοινωνία να γνωρίζει τις πραγματικές αδυναμίες αλλά και τις δυνατότητές της, να μην έχει ψευδαισθήσεις, να μην νοιώθει πάντα ότι όλοι οι άλλοι της “χρωστάνε” ώστε να μπορεί να διακρίνει τι είναι πραγματικό και τι ψευδαίσθηση,  και να δημιουργεί συμμαχίες και συνέργιες στην κατεύθυνση της διασφάλισης της ειρήνης, της ασφάλειας, της βιώσιμης ευημερίας και της οικολογικής δικαιοσύνης για την ευρύτερη περιοχή.

Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε την πραγματικότητα από τις επιθυμίες ή τις ψευδαισθήσεις που κυριαρχούν αυτή την περίοδο γύρω από θέματα όπως οι εξορύξεις υδρογονανθράκων, οι αγωγοί, η ΑΟΖ:

– “Η προώθηση της διπλωματίας των αγωγών, οι εξορύξεις και ο East Med θα αναβαθμίσουν τη χώρα μας γεωπολιτικά“. Στην πραγματικότητα η διπλωματία των αγωγών και οι εξορύξεις υδρογονανθράκων μας φέρνουν πιο κοντά σε συγκρούσεις με άλλες χώρες. Η σύνδεση μάλιστα της ΑΟΖ με τις εξορύξεις δημιουργεί όλο και μεγαλύτερα προβλήματα με πολλές άλλες χώρες και όχι μόνο με την Τουρκία και σε κάθε περίπτωση μας μετατρέπουν σε μέρος του προβλήματος (διάβημα Παλαιστίνης και Λιβάνου ότι ο σχεδιασμός του East Med περιλαμβάνει τμήματα της ΑΟΖ των δύο χωρών, προβλήματα οριοθέτησης με Αίγυπτο και Ιταλία, διαβήματα από Λιβύη – πολύ πριν την υπογραφή της Συμφωνίας με την Τουρκία – για την παραχώρηση από την Ελλάδα “θαλάσσιων οικοπέδων” νοτίως της Κρήτης για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων, που θεωρεί ότι “εισέρχονται στην δική της ΑΟΖ” κ.ά).

Τα πολύπλοκα αυτά θέματα οριοθέτησης της ΑΟΖ αντιμετωπίζονται με επιπολαιότητα από τα κόμματα, ενώ δεν είναι ευρέως κατανοητά στους πολίτες που μένουν με την εντύπωση ότι μας “ανήκει όλο το Αιγαίο και όλη η ΑΟΖ”. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα αυτά τα θέματα οριοθέτησης είτε πρέπει να ρυθμιστούν με αμοιβαίες υποχωρήσεις από κοινού με όλους τους γείτονες είτε η οριοθέτηση πρέπει να γίνει από ένα διεθνές δικαστήριο. Αλλά η Ελληνική κοινωνία πρέπει να είναι ενήμερη ότι δεν είναι πιθανόν είτε μέσω διαλόγου είτε μέσω της προσφυγής σε ένα διεθνές δικαστήριο να “δικαιωθούμε” 100% σε αυτά που θεωρούμε ότι “μας ανήκουν”. Ζώντας με την ψευδαίσθηση – που καλλιεργείται από διάφορους κύκλους – ότι αρκεί να δηλώσουμε τι “μας ανήκει” και αυτό αυτομάτως είναι δικό μας, είναι δύσκολο να αποδεχθεί η κοινωνία ότι πρέπει να συζητήσουμε και να βρούμε δίκαιους συμβιβασμούς με τους γείτονες, ακόμα και με την Τουρκία, αλλιώς οδηγούμαστε σε επικίνδυνες καταστάσεις και σε κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή.

Πρέπει όμως να δούμε την πραγματικότητα και να συνειδητοποιήσουμε ότι όπως εμείς κατηγορούμε – και δικαίως – την Τουρκία για μονομερείς ενέργειες, έχουμε βρεθεί και εμείς τώρα στην κατάσταση να μας κατηγορούν τουλάχιστον 3 χώρες για μονομερείς ενέργειες (Λίβανος, Παλαιστίνη, Λιβύη). Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι με βάση το διεθνές δίκαιο – που δικαίως πρέπει να επικαλούμαστε αρκεί να το γνωρίζουμε – ΔΕΝ οριοθετείται με μονομερείς αποφάσεις μια ΑΟΖ. Η επίδραση του Καστελόριζου ή άλλων νησιών στην ΑΟΖ δεν επιδρά μόνο στην οριοθέτηση της δικής μας ΑΟΖ με την Τουρκία αλλά και με την Αίγυπτο, ένα θέμα που έχει εμποδίσει την μέχρι σήμερα οριοθέτηση της ΑΟΖ και με τη χώρα αυτή. Με δεδομένη την ποικιλομορφία των ακτών και των νησιών των διαφόρων χωρών στην Αν. Μεσόγειο η οριοθέτηση της ΑΟΖ, όπως και η πράξη έχει δείξει, είναι μια δύσκολη άσκηση. Πολύ περισσότερο όταν αυτή έχει συνδεθεί – εντελώς λανθασμένη από κλιματική, περιβαλλοντική αλλά και γεωστρατηγική άποψη – με την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου και εθνικές φαντασιώσεις ότι όλες οι χώρες της περιοχής θα γίνουν…Σαουδική Αραβία. 

– “Ναι όπου υπάρχει πετρέλαιο και φυσικό αέριο υπάρχει ισχυρή στρατιωτική παρουσία ή ιδιωτική στρατιωτική παρουσία και η παρουσία πετρελαϊκών κολοσσών θα λειτουργήσει ως ασπίδα για την προστασία μας“. Πράγματι οι εταιρίες πετρελαίου έχουν δικούς τους ιδιωτικούς στρατούς και πολύ συχνά γίνονται πόλεμοι για το πετρέλαιο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ και του Ισραήλ (ή των Ρώσων) θα εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις για να επιβάλει τα δικά μας συμφέροντα, αλλά μόνο για να κατοχυρώσει τα συμφέροντα τους είτε αυτά των επιχειρήσεων. Για όσους ακόμα αεροβατούν, θα έπρεπε να έγινε ξεκάθαρο από την επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ. Κάποιοι άφηναν να υπονοείται ότι οι ΗΠΑ θα μεσολαβήσουν στην Ελληνο-Τουρκική διαμάχη και θα “συνετίσουν την Τουρκία”. Ορισμένοι δημοσιογράφοι αναπαρήγαγαν μάλιστα παρόμοιες διαρροές από τη ΝΔ. Ο ΥΠΕΞ Ν. Δένδιας προσγείωσε, όμως, τις προσδοκίες “Επειδή δεν υπάρχει ανακοινωμένη πρωτοβουλία – και δεν έχει κοινοποιηθεί σαν τέτοια – των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα πάω πολύ μακριά σε αυτή τη συζήτηση. Εγώ λέω ότι κάθε προσπάθεια διεύρυνσης της κατανόησης είναι καλοδεχούμενη στην περιοχή“. (προσοχή στην διατύπωση “διεύρυνση της κατανόησης”). Και μετά ήρθε η επίσημη διάψευση από τις ΗΠΑ, η δήλωση εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στον Ant1: “ουδέποτε μιλήσαμε για “διαμεσολάβηση” στις διαφορές Ελλάδας – Τουρκίας“. Όποιος πιστεύει λοιπόν ότι οι ΗΠΑ (ή το Ισραήλ) θα μπορούσε να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις για να επιβάλει στην Τουρκία “να σεβαστεί τα δικαιώματά μας” είναι μάλλον πολύ εκτός πραγματικότητας, Το πολύ – πολύ να μας πίεζαν να τα βρούμε για να δουλέψουν οι πετρελαϊκές με ησυχία.  

Αυτές οι ψευδαισθήσεις έχουν δημιουργήσει παράπλευρες συνέπειες:

– Δώσαμε χωρίς πολλές συζητήσεις ή αντιδράσεις επιπλέον στρατιωτικές διευκολύνσεις στις ΗΠΑ που μας εμπλέκουν περισσότερο σε πολεμικές ή άλλες επιχειρήσεις τους, αυξάνοντας τον κίνδυνο να βρεθούμε ακόμα πιο μέσα σε μια ζώνη αντιποίνων. 

– Ο πρωθυπουργός ουσιαστικά υποστήριξε την (εκτός δίκης και τεκμηρίωσης μάλιστα της ενοχής τους) εκτέλεσης (δολοφονίας) 10 ατόμων (μεταξύ των οποίων αξιωματούχοι δύο άλλων χωρών (Ιράν και Ιράκ) αναγνωρίζοντας στην ομιλία του στις ΗΠΑ ότι η “απόφαση ελήφθη στη βάση της εκτίμησης των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ” (κάτι που αμφισβητούν ακόμα και αμερικανοί νομοθέτες!), Θυμίζει παρόμοια δήλωση του Α. Τσίπρα ότι ο Τραμπ μπορεί να κάνει διαβολικά πράγματα αλλά τα κάνει για το καλό!  Μπορεί οι αξιωματούχοι που δολοφονήθηκαν να μην ήταν άγγελοι ή μπορεί και να είχαν εμπλακεί σε δολοφονίες αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την επιχείρηση δολοφονίας τους που αποφάσισε ο Τραμπ στο όνομα “των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ”. Ένα κράτος διαφέρει από τρομοκρατικές οργανώσεις ακριβώς επειδή οφείλει να τεκμηριώσει τις κατηγορίες και να απευθύνεται σε διεθνείς θεσμούς για να κρίνουν την αλήθεια των ισχυρισμών του και να επιβάλουν ποινές. Δεν εξαπολύει πυραύλους ή εκτελεί αξιωματούχους άλλων κρατών στη βάση υποθέσεων ή βγάζοντας καταδικαστική απόφαση μονομερώς. Εξάλλου έχει προηγηθεί και η υπόθεση “χημικό οπλοστάσιο Σαντάμ” (επίσης δεν ήταν άγγελος και είχε κάνει στο παρελθόν χρήση χημικών όπλων αλλά δεν φαίνεται να διέθετε πλέον χημικά την εποχή των επιχειρήσεων εναντίον του).

Μπορεί η απόφαση του αμερικάνικου νομοθετικού σώματος να έβαλε φρένο στον Τραμπ στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Ιράν αλλά η Ελλάδα βρέθηκε – σχεδόν μόνη ή μεταξύ ελαχίστων χωρών – που “δικαίωσε” την δολοφονική πράξη στη βάση “εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ”. Το διάβημα του Ιράν αποδεικνύει ότι για άλλη μια φορά έχουμε γίνει μέρος του προβλήματος, χωρίς αυτό μάλιστα να μας διευκολύνει σε μια πολιτική αρχών. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι μια πράξη που παραβιάζει όχι μόνο το διεθνές δίκαιο αλλά και το “μεταπολεμικό κεκτημένο” ότι δηλαδή οι κρατικές αρχές δεν μπορούν να δολοφονούν αξιωματούχους άλλων χωρών, και πολύ περισσότερο χωρίς κάποια απόφαση ενός διεθνούς οργανισμού ή ενός δικαστηρίου, “δικαιώνεται” από τον πρωθυπουργό μιας χώρας που οφείλει να επικαλείται ως μέσο δικής της προστασίας το σεβασμό του διεθνούς δικαίου που απορρίπτει τον νόμο του Λιντς και της αυτοδικίας.  

-Η Ελλάδα έχει αναβαθμίσει το ρόλο της στην περιοχή“. Παρά τις μεγαλοστομίες, δεν φαίνεται ότι είμαστε μέσα σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία που αφορά πραγματικά την περιοχή (με την έννοια της ουσιαστικής συμμετοχής μας σε αυτή, όχι ευχών ή  δηλώσεων σε ελληνικά ΜΜΕ). Η βασική αιτία είναι ότι έχουμε μια περιορισμένη προσέγγιση στα θέματα διεθνών σχέσεων γιατί στο κέντρο της πολιτικής μας έχουμε βάλει την προσπάθεια “απομόνωσης της Τουρκίας”. Αυτό, όμως, είναι μια εντελώς λανθασμένη στρατηγική και στην πράξη απομονώνει εμάς. Είναι όμως στην πραγματικότητα και μια ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να το πετύχουμε. Η Τουρκία τόσο λόγω του γεωπολιτικού της ρόλου όσο και κυρίως του τρόπου που σχεδιάζει την εξωτερική της πολιτική όχι μόνο δεν είναι απομονωμένη αλλά είναι βασικός παίχτης: προσκεκλημένη στην συνδιάσκεψη του Βερολίνου για την ειρήνευση στην Λιβύη, Πούτιν και Ερντογάν κάνουν από κοινού έκκληση για …ειρήνευση στη Λιβύη και παύση των εχθροπραξιών, την ίδια στιγμή που “εμείς” ευχόμασταν να πετύχει η επίθεση του Χαφτάρ εναντίον της “κυβέρνησης εθνικής ενότητας” στην Τρίπολη κ.ά.

Ασχέτως αν αυτό είναι δίκαιο ή όχι, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Τουρκία δεν μπορεί να απομονωθεί. Σωστά επικαλούμαστε τις αποφάσεις της ΕΕ που προσπαθούν να θέσουν όρια στις κινήσεις του Ερντογάν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία οδηγείται σε απομόνωση. Καλώς ή κακώς παίζει με όλους, και με τις ΗΠΑ, και με τη Ρωσία, και την ΕΕ, ιδιαίτερα με τις μεγάλες δυνάμεις. 

Μήπως πρέπει, λοιπόν, να αναθεωρήσουμε ως αναποτελεσματικούς και αντιπαραγωγικούς τους δύο πυλώνες “παραγωγής” εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή την προσπάθεια εξόρυξης υδρογονανθράκων – κατασκευής αγωγών και την προσπάθεια “απομόνωσης” της Τουρκίας; 

Η απομόνωση της Τουρκίας είναι – για πολλούς λόγους – αδύνατη και αντιπαραγωγική. Ήταν πολύ πιο ρεαλιστική η πολιτική που είχε “δέσει” την Τουρκία με την Συμφωνία του Ελσίνκι για σχέσεις καλής γειτονίας. Τώρα, όμως, που φαίνεται ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι πολύ μακρινή για να αποτελεί εργαλείο επίτευξης σχέσεων καλής γειτονίας, χρειάζεται να βρούμε άλλα εργαλεία για να επανέλθει μια παρόμοια στρατηγική που θα εξομαλύνει τις σχέσεις μας με την Τουρκία σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο που θα είναι προς όφελος και των δύο χωρών και κοινωνιών. Ας αναζητήσουμε – όπως η Γερμανία και η Γαλλία – τρόπους σταδιακής επίλυσης των διαφορών για να δημιουργηθούν σχέσεις καλής γειτονίας και συνεργασίας πέρα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, επιδιώκοντας ένα δίκαιο και ισορροπημένο συμβιβασμό μέσα από διεθνείς θεσμούς και διάλογο. Σε μια τέτοια στρατηγική είναι, όμως, αναγκαίο να αποδεχθούμε ότι θα υπάρχει ένας δίκαιος συμβιβασμός στο Κυπριακό στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ για δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία και πολιτική ισοτιμία των δύο κοινοτήτων, πριν αυτή η λύση εγκαταλειφθεί οριστικά και τότε θα είναι αργά. Είναι προφανές ότι ένας συμβιβασμός δεν είναι η πλήρης δικαίωση της μίας πλευράς και γαιυτό απαιτεί από όλες τις πλευρές γενναίες αποφάσεις, αλλά είναι η μόνη εφικτή προοπτική αν θέλουμε να ενωθεί ξανά αλλά σε μια βιώσιμη προοπτική η Κύπρος και να ενταχθούν και οι δύο κοινότητές της σε ένα ευρωπαϊκό προστατευτικό περιβάλλον. Δεν είναι το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο που θα ενώσει τις δύο κοινότητες αλλά μια δέσμευση ότι δεν θα επαναληφθούν τα λάθη (και οι εγκληματικές ενέργειες) του παρελθόντος και ότι η συνεργασία θα είναι στραμμένη προς ένα πιο βιώσιμο μέλλον. 

Οι αγωγοί και οι εξορύξεις δεν μειώνουν την ένταση, αντιθέτως αυξάνουν τα προβλήματα. Άρα όχι μόνο για κλιματικούς λόγους αλλά και για λόγους δικής μας ασφάλειας θα ήταν καλύτερο να παγώσουν τα σχέδια αυτά, για να μειωθεί η ένταση στην περιοχή. Μια στρατηγική για την περιοχή “πράσινη” (συνεργασία για την από κοινού ανάπτυξη μιας οικονομίας ενεργειακής αποτελεσματικότητας, κλιματικά ουδέτερης άρα χωρίς υδρογονάνθρακες) και όχι “μαύρη” (οικονομία βασισμένη στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο) θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις αλλά και στις διακρατικές σχέσεις ευρύτερα στην Αν, Μεσόγειο. Για παράδειγμα, ένα δίκτυο που θα μεταφέρει μεταξύ των χωρών της περιοχής ρεύμα που θα παράγεται 100% από ανανεώσιμες πηγές – όπως γίνεται σήμερα στην κεντρική Ευρώπη – θα βοηθούσε τη συνεργασία μεταξύ των χωρών της περιοχής, κατ΄αρχάς σε ενεργειακά θέματα, σε ανταλλαγές ηλεκτρικού ρεύματος όταν κάποια χώρα έχει πλεόνασμα, σε ερευνητικά προγράμματα, σε κοινές επενδύσεις. Είναι κάτι που δημιουργεί κοινά και όχι ανταγωνιστικά συμφέροντα. Ας σκεφτούμε την μεγάλη εικόνα: η Γερμανία και η Γαλλία οδηγήθηκαν σε πολλούς πολέμους μεταξύ τους μέχρι που πήραν τη γενναία απόφαση να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν μια κοινότητα άνθρακα, χάλυβα και ατομικής ενέργειας (που αργότερα εξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Εμείς στην περιοχή μας μπορούμε να δημιουργήσουμε μια κοινότητα “πράσινης ενέργειας και κλιματικά υπεύθυνης οικονομίας” (όχι πετρελαίου και φυσικού αερίου), αναπτύσσοντας ένα ευρύ πεδίο συνεργασιών στην έρευνα, στην οικονομία, στην απασχόληση ζητώντας την ευρωπαϊκή υποστήριξη και ενίσχυση, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών (καλής) γειτονίας, Green Deal, κλιματικής προστασίας, θαλάσσιας στρατηγικής.  

Αυτές οι αλλαγές θέλουν όμως γενναίες πολιτικές αποφάσεις και κομματικές δυνάμεις έτοιμες να πουν την αλήθεια στην κοινωνία, πρόθυμες να διαλύσουν τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούνται σκόπιμα. Είναι μάλλον δύσκολο οι σημερινές πολιτικές δυνάμεις να θελήσουν να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας, Βολεύει πολύ η δημιουργία ψευδαισθήσεων και μια πλασματικής “δύναμης”. Είναι αυτό, όμως, προς το πραγματικό συμφέρον της κοινωνίας μας;

Posted on 13/01/2020 in Άρθρα

Share the Story

Back to Top