του Πάρι Κακλαμάνου
Πριν από 20 σχεδόν χρόνια τα κράτη-μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) είχαν υποσχεθεί να μεταρρυθμίσουν το στρεβλό σύστημα αλιευτικών επιδοτήσεων που συμβάλλει στην υπεραλίευση και την εξάντληση των ιχθυοαποθεμάτων. Παρά τις υποσχέσεις τους οι πρόσφατες συνομιλίες μεταξύ των κρατών-μελών του ΠΟΕ δεν είχαν επιτυχή κατάληξη. Η αποτυχία επίτευξης συμφωνίας στο συγκεκριμένο ζήτημα εγείρει ερωτηματικά αναφορικά με την αρχιτεκτονική του πλαισίου βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ (Sustainable Development Goals) όπως και το κατά πόσο οι κυβερνήσεις επιθυμούν να βάλουν ένα τέλος σε πρακτικές που υποβαθμίζουν το περιβάλλον.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) έθιξε για πρώτη φορά το θέμα των επιζήμιων αλιευτικών επιδοτήσεων το 2002. Το 2015 έγινε ρητή αναφορά στην ανάγκη απαγόρευσης συγκεκριμένων μορφών επιδοτήσεων αλιείας που συμβάλλουν στην πλεονάζουσα αλιευτική παραγωγική ικανότητα και την υπεραλίευση στο πλαίσιο του μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ (Sustainable Development Goals). Ο χρονικός ορίζοντας για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου ήταν το τέλος του 2020 (στόχος 14.6 των SDG).
Θεωρητικά, η θάλασσα βάζει όρια στην ποσότητα ψαριών που μπορούν να αλιευτούν: όσο μειώνονται τα ιχθυοαποθέματα τόσο θα έπρεπε να περιορίζεται η αλιευτική προσπάθεια καθώς λιγότερα ψάρια ισοδυναμούν με μεγαλύτερο κόστος και χρόνο εργασίας για τους ψαράδες. Στην πράξη, όμως, το σύστημα των στρεβλών επιδοτήσεων παρακινεί τους ψαράδες να εντείνουν την αλιευτική τους προσπάθεια, αφαιρώντας ψάρια γρηγορότερα από ό,τι η θάλασσα μπορεί να τα αναπληρώσει. Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη το 22% των παγκόσμιων αλιευτικών επιδοτήσεων χρησιμοποιείται για να καλύψει το κόστος των καυσίμων των αλιευτικών σκαφών με αποτέλεσμα τη μεγέθυνση της αλιευτικής προσπάθειας (οι αλιευτικοί στόλοι μπορούν να αλιεύουν περισσότερο και μακρύτερα από την ακτογραμμή, συχνά χρησιμοποιώντας ενεργοβόρες πρακτικές όπως τα συρόμενα αλιευτικά εργαλεία).
Πρόσφατη επιστημονική έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Science Direct υπολογίζει τις παγκόσμιες επιδοτήσεις που λαμβάνουν οι αλιευτικοί στόλοι στα 35,4 δις δολλάρια ετησίως, εκ των οποίων 22,2 δις δολλάρια χρησιμοποιούνται για να αυξήσουν την παραγωγική ικανότητα των στόλων. Τέτοιες επιδοτήσεις μεγενθύνουν την αλιευτική προσπάθεια των στόλων και συμβάλλουν στο να υπερβαίνει η αλιευτική προσπάθεια τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση των ιχθυοαποθεμάτων.
Με δύο λόγια οι συγκεκριμένες επιδοτήσεις επιτρέπουν στους αλιευτικούς στόλους να λειτουργούν με πλεονάζουσα χωρητικότητα, συχνά υπερβαίνοντας την πεπερασμένη ικανότητα των ωκεανών να ανανεώνονται. Με την κατάργηση αυτών των μορφών επιδοτήσεων, το κόστος των καυσίμων θα ήταν απαγορευτικά υψηλό για τους αλιευτικούς στόλους με αποτέλεσμα οι εντατικές μορφές αλιείας να μην είναι πλέον κερδοφόρες.
Και ενώ τα κράτη-μέλη του ΠΟΕ συνεχίζουν τις ατέρμονες συζητήσεις για τις αλιευτικές επιδοτήσεις οι συνέπειες της υπεραλίευσης είναι ήδη μπροστά μας.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών εκτιμά ότι το 34% των παγκόσμιων ιχθυοαποθεμάτων υπεραλιεύεται, ποσοστό που αυξάνεται σταθερά από τη δεκαετία του 1970, όταν ο συγκεκριμένος δείκτης ήταν περίπου 10%, γεγονός που δείχνει πως οι αλιευτικοί πόροι εξαντλούνται με ρυθμούς ταχύτερους από τους ρυθμούς που αναπαράγονται.
Σύμφωνα με έκθεση της ΕΕ που δημοσιεύτηκε τον περασμένο μήνα στη Μεσόγειο, θάλασσα που δέχεται τις περισσότερες πιέσεις από οποιαδήποτε άλλη θάλασσα στον κόσμο, τα ποσοστά αλίευσης είναι διπλάσια των επιπέδων βιωσιμότητας.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα οι υπουργοί αλιείας της ΕΕ επέλεξαν να αγνοήσουν τις συμβουλές των εμπειρογνωμόνων, θέτοντας όρια αλιευμάτων που ξεπερνούν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση για το ένα τρίτο περίπου των ιχθυαποθεμάτων που αλιεύονται στον βορειοανατολικό Ατλαντικό, επικαλούμενοι την αβεβαιότητα σχετικά με τα αλιευτικά δικαιώματα που ενδέχεται να προκαλέσει το Brexit.
Ο τερματισμός των επιζήμιων αλιευτικών επιδοτήσεων θα έστελνε ένα ηχηρό μήνυμα σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη πως οι κυβερνήσεις επιθυμούν να βάλουν ένα τέλος στις κοντόφθαλμες πρακτικές που εφαρμόστηκαν στο παρελθόν. Η αποτυχία επίτευξης του συγκεκριμένου στόχου SDG (από τους πρώτους στόχους του πλαισίου των SDG) εγείρει ερωτηματικά σχετικά με την αξιοπιστία ολόκληρου του πλαισίου βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ.
Στο τελευταίο του tweet για τη φετινή χρονιά, ο επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για την αναθεώρηση των κανόνων της αλιείας, πρέσβης Santiago Wills, αφού αναφέρθηκε στο ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19 ως λόγο που συνέβαλε στην καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των χωρών-μελών, αναγνώρισε πως υπάρχει ακόμα σημαντική διαφορά μεταξύ των απόψεων των εμπλεκόμενων μερών και ζήτησε απ’ όλες τις χώρες να επιδείξουν περισσότερη ευελιξία και διάθεση για συμβιβασμό. Συνεχίζοντας την ομιλία του, δήλωσε ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος των επιδοτήσεων «είναι ένα χρέος που οφείλαμε να ξεπληρώσουμε μέχρι το τέλος του έτους. Το γεγονός ότι δεν τα καταφέραμε δεν σημαίνει ότι το χρέος σβήστηκε. Αντιθέτως, το χρέος αυξάνεται κάθε μέρα που περνάει και η πληρωμή του καθίσταται ολοένα και περισσότερο επιτακτική. Καθώς συνεχίζουμε να μιλάμε, τα αποθέματα των ψαριών εξακολουθούν να μειώνονται λόγω της υπεραλίευσης».
Photo by binh dang nam on Unsplash