Η κυβέρνηση ψήφισε έναν νέο νόμο για την προστασία του περιβάλλοντος, που δυστυχώς παρά ορισμένες θετικές διατάξεις του, συνολικά αδυνατεί να εξυπηρετήσει τον σκοπό του. Σε πρόσφατο άρθρο του υπουργού ΥΠΕΝ στην εφημερίδα «Καθημερινή» με τον προκλητικό τίτλο «Πώς κατέστρεψα το περιβάλλον» (10.05.2020), ο κ. Χατζηδάκης υπερασπίζεται τον νόμο χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα, αλλά με περίσσευμα ειρωνείας προς τους φορείς που αντέδρασαν, αποκαλώντας τους μάλιστα «εραστές της ακινησίας». Όπως αναλύσαμε εμείς και πολλοί άλλοι φορείς, ο νόμος που ψηφίστηκε προκαλεί σημαντική περιβαλλοντική οπισθοδρόμηση.
Γραμμένος με μεγάλες ασάφειες και με πολλές κρυπτικές διατάξεις, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τελικά θα προσφέρει οποιαδήποτε ασφάλεια δικαίου τόσο στην ανάγκη για περιβαλλοντική προστασία όσο και στους επενδυτές. Το μόνο βέβαιο είναι πως αντιμετωπίζει το σύστημα περιβαλλοντικής αδειοδότησης ως εμπόδιο ανάπτυξης και όχι ως εγγύηση για υγιές περιβάλλον, υγιείς ανθρώπους και βιώσιμη ανάπτυξη των επενδύσεων. Φαίνεται ο υπουργός να ξεχνάει ότι κατά το πνεύμα και το γράμμα των συνθηκών της Ε.Ε., ο θεσμός της περιβαλλοντικής αδειοδότησης είναι η καρδιά της εφαρμογής «των αρχών της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”».
Ειδικά όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι χρονοβόρος και αποτρέπει τις επενδύσεις, ας θυμηθούμε λίγο τα πορίσματα της έκθεσης που το 2013 συνέταξε ο ΟΟΣΑ για τα διοικητικά βάρη που προκαλούνται στην Ελλάδα από το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο σε 13 τομείς. Ο ΟΟΣΑ λοιπόν μας λέει πως το μεγαλύτερο διοικητικό βάρος προκύπτει από τους τομείς της φορολογίας-ΦΠΑ (47% επί του συνολικού), του εταιρικού δικαίου (18%), και άλλων, ενώ ο διοικητικός φόρτος από την ελληνική περιβαλλοντική νομοθεσία υπολογίστηκε σε μόνο 4,24%. Το συμπέρασμα είναι πως δεν υπάρχουν από πουθενά στοιχεία ότι το περιβάλλον είναι όντως πρόβλημα για την ανάπτυξη των επενδύσεων. Τα μεγάλα πραγματικά προβλήματα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας είναι ακριβώς αυτά που δεν λύνει ο νέος νόμος: η αστάθεια του θεσμικού πλαισίου (από το 2010, η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης έχει μεταβληθεί με τουλάχιστον 5 νόμους), η κακονομία και οι φωτογραφικές ρυθμίσεις, το έλλειμμα ελέγχων και η άρνηση να παραδεχθούμε πολύ απλά ότι κάποιες κακοσχεδιασμένες επενδύσεις με μεγάλη περιβαλλοντική επίπτωση, πρέπει να απορρίπτονται.
Ο νέος νόμος συνεχίζει επίσης την περιβαλλοντικά καταστροφική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για τακτοποίηση αυθαίρετων οικισμών σε δασική γη, μέσα από το ακυρωμένο ήδη από το ΣτΕ νομικό εφεύρημα των «οικιστικών πυκνώσεων». Αυτό λοιπόν που παρουσιάζεται ως εκσυγχρονισμός της ελληνικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας είναι περισσότερο απορρύθμιση περιβαλλοντικών κεκτημένων. Ας μας πουν λοιπόν με το χέρι στην καρδιά ο κ. Χατζηδάκης και ο κάθε υπουργός, νυν ή πρώην: πόσο εύκολα θα έρθει ένας καλοπροαίρετος, νομοταγής και περιβαλλοντικά υπεύθυνος επενδυτής να εφαρμόσει τους νόμους, όταν γνωρίζει πως ο παράνομος ζει και βασιλεύει, με τη Βουλή να νομοθετεί συνεχώς υπέρ του;
Το δε αφήγημα που προβλήθηκε ότι όσοι αντιδρούν στις προτάσεις του νομοσχεδίου δεν θέλουν καμία ανάπτυξη στις προστατευόμενες περιοχές δεν είναι απλά λάθος, αλλά δεν τιμά και τον ίδιο τον υπουργό. Εδώ και χρόνια, τόσο το WWF Ελλάς όσο και οι περισσότερες περιβαλλοντικές οργανώσεις σθεναρά υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη δραστηριοτήτων και οικονομικών χρήσεων στις περιοχές Natura είναι και δυνατή και επιθυμητή. Πάντα όμως με βάση το γράμμα και πνεύμα της νομοθεσίας της οδηγίας για τους οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ), και των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ε.Ε.: μόνο όταν τα έργα αυτά δεν παραβλάπτουν την ακεραιότητα του τόπου και αφού εκφραστεί πρώτα δημόσια γνώμη.
Από το σημείο αυτό της νομοθεσίας της Ε.Ε., κάθε κράτος-μέλος δικαιούται να νομοθετήσει ειδικότερους περιορισμούς για εκείνες τις δραστηριότητες που θεωρεί ότι είναι καταφανώς επιβλαβείς για το περιβάλλον. Το ερώτημα είναι αν τελικά η προστασία της βιοποικιλότητας αποτελεί κυβερνητικό πρόταγμα έναντι δραστηριοτήτων που είναι καταφανώς βαριά ρυπογόνες και επικίνδυνες για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
Ειδικά, όμως, όσον αφορά τις εξορύξεις υδρογονανθράκων που επιτρέπει ο νέος πλέον νόμος μέσα σε περιοχές Natura, πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε πως η πολιτική των προηγουμένων κυβερνήσεων είναι απαράδεκτο να ευλογείται από τη σημερινή κυβέρνηση; Την ίδια στιγμή που πολλές χώρες της Ε.Ε. νομοθετούν για να σταματήσουν τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, και που το πετρέλαιο διανύει την ιστορικά χειρότερη περίοδο οικονομικού του μαρασμού, η Ελλάδα αποφασίζει να εγκρίνει νέες, στηρίζοντας έτσι έναν τομέα που δεν αναμένεται να αποδώσει επενδυτικά, αλλά και που επιδεινώνει την κλιματική κρίση. Τη στιγμή που, μόλις πριν από λίγους μήνες, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σήκωσε, και καλά έκανε, σημαία τη συστράτευση της χώρας στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.
Στην ομιλία του πρωθυπουργού στη Βουλή, αλλά και σε τοποθέτηση του υπουργού ΥΠΕΝ στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, εκτέθηκε η άποψη ότι «οι επενδυτές δεν θα δείξουν ενδιαφέρον για εξορύξεις υδρογονανθράκων». Γιατί λοιπόν παρέχει η κυβέρνηση γη και ύδωρ προστατευόμενων περιοχών στους οικονομικά μαραμένους πετρελαϊκούς γίγαντες; Πόσο κοστολογείται μια πετρελαιοκηλίδα στο Ιόνιο ή η επιβάρυνση από τις έρευνες υδρογονανθράκων στο φυσικό περιβάλλον της ηπειρωτικής Ελλάδας;
Ο νόμος δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επιχειρεί να επιλύσει με τις χρήσεις γης στις περιοχές Natura. Εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και εγείρει σοβαρά ζητήματα καλής νομοθέτησης, καθώς τροποποιεί με νόμο το Προεδρικό Διάταγμα των χρήσεων γης, αποκλείοντας έτσι το ΣτΕ από τον έλεγχο νομιμότητας σε αυτό το κρίσιμο στάδιο και επιβάλλοντας μια πολύ μεγάλης κλίμακας αλλαγή.
Δυστυχώς, όπως έχουμε επανειλημμένως αναφέρει, οι όποιες θετικές προβλέψεις του νέου νόμου 4685/2020 πνίγονται μέσα στην πλημμυρίδα από πολύ προβληματικές διατάξεις. Οι πολιτικές, όπως και οι νόμοι που τις εκφράζουν, οφείλουν να έχουν μια στοιχειώδη συνοχή και συνέπεια. Με την ψήφιση αυτού του νόμου, η κυβέρνηση έκανε σαφείς επιλογές τις οποίες χρεώνεται, έδωσε ένα δικό της απογοητευτικό στίγμα για τη σημασία που αποδίδει στο περιβάλλον, ακυρώνοντας έτσι και τις αρχικές θετικές εντυπώσεις από σημαντικές αποφάσεις όπως η απολιγνιτοποίηση. Κρίμα.
* Ο κ. Δημήτρης Καραβέλλας είναι γενικός διευθυντής WWF Ελλάς