Στο υφιστάμενο πλαίσιο, τα μέτρα τιμολογιακής πολιτικής, είναι το πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου, η φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών εταιρειών, και η μείωση φορολογικών συντελεστών ενέργειας και καυσίμων. Η Ελληνική πλευρά προσπαθεί να διεκδικήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση το πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου και μια μορφή ομολογοποίησης Ευρωπαϊκά του ενεργειακού χρέους των χωρών.
Η ομολογοποίηση του ενεργειακού χρέους φυσικά αντιδράσεις δικαιολογημένα από Κράτη Μέλη, καθώς μια τέτοια διαδικασία θα απαιτούσε πολύ χρόνο να υλοποιηθεί θεσμικά και ενδεχομένως θα επιβάρυνε και φορολογουμένους χωρών που έχουν ήδη πληρώσει τα πρώτα χρόνια της ενεργειακής μετάβασης προχωρώντας σε καθαρές μορφές ενέργειας, απαιτώντας τους να πληρώσουν χώρες που αντικατέστησαν απλά το ένα ορυκτό καύσιμο με ένα άλλο (όπως πχ το λιγνίτη με φυσικό αέριο). Επιπλέον, μια τέτοια λύση θα έπρεπε να συνοδεύεται από αυστηρές δεσμεύσεις προς τα κράτη μέλη που θα συνεχίζουν να έχουν μεγάλη εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα να μειώνουν (ενδεχομένως αναλογικά με το ομολογοποιούμενό τους ενεργειακό χρέος) τη συνεισφορά των εισαγόμενων καυσίμων στο μείγμα, κάτι που θα απαιτούσε υπέρμετρες προσπάθειες.
Το πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου από την άλλη είναι ένα αρκετά σύνθετο και οικονομικά προβληματικό μέτρο, όπως αναλύθηκε και σε μια συζήτηση αρκετών οικονομολόγων στην βέλγικη εφημερίδα De Tijd. Αρχικά, εάν το πλαφόν επιβληθεί στην χονδρική τιμή φυσικού αερίου, πρέπει οι χώρες να προετοιμαστούν για ελλείψεις από LNG (ειδικά από ΗΠΑ) καθότι τα φορτία μπορεί να προτιμηθούν από τις Ασιατικές αγορές που προσφέρουν υψηλότερες τιμές. Αυτό απαιτεί κοινωνική συναίνεση ότι μπορούν να υπάρχουν ελλείψεις καυσίμων για κάποια μικρά διαστήματα, ενώ επίσης προϋποθέτει και την απόλυτη συμφωνία των κρατών μελών ως προς τη θέσπιση ενιαίας τιμής στα 27 κράτη μέλη (και αποφυγή φαινομένων τιμολογιακού ανταγωνισμού ως προς την ποσότητα). Η θέσπιση πλαφόν επίσης θα είχε και ένα άλλο ρίσκο όσον αφορά τα βραχυπρόθεσμα συμβόλαια LNG όπου ήδη διαφαίνονται ψηλά risk premium από τους προμηθευτές και θα μπορούσε αυτό να προκαλέσει υψηλότερα premium. Αντίστοιχα, στα μακροπρόθεσμα συμβόλαια LNG, η επιβολή πλαφόν θα σήμαινε και επαναθεώρηση των συμφωνιών ενδεχομένως.
Η επόμενη λύση είναι η επιβολή πλαφόν ενεργειακών προϊόντων στις τιμές λιανικής, όπως το παράδειγμα της Γαλλίας που ισχύει για τους μεγάλους παρόχους (κυρίως EDF). Αυτό σημαίνει ότι η EDF είναι υποχρεωμένη να προσφέρει μεγάλες ποσότητες ηλεκτρισμού σε ανταγωνιστές της στην χονδρική αγορά σε μια ρυθμισμένη ταρίφα που είναι λιγότερο από το 25% της ανταγωνιστικής τιμής. Σαν αποτέλεσμα, η EDF έχει ήδη δημιουργήσει ένα χρέος 10 δις Ευρώ, όπου το Γαλλικό Δημόσιο επιδοτεί συνεχώς και το κόστος αναμένεται να φτάσει έως τα 50 δις (ουσιαστικά έτσι το ιδιωτικό κόστος κοινωνικοποιείται πάλι). Η θέσπιση τέτοιου πλαφόν επίσης εξαρτάται και από το είδος της χονδρικής και λιανικής αγοράς και μπορεί να επιφέρει αντίστοιχα κολλήματα ανταγωνισμού. Αντίστοιχα, πάροχοι ενέργειας θα μπορούσαν να βρεθούν σε χρηματοπιστωτικές δυσκολίες (εάν δε μπορούν να συνυπολογίσουν τις υψηλότερες τιμές χονδρικής) όπως είχαμε και τα παραδείγματα χρεωκοπιών στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι προκειμένου να πετύχει η ενεργειακή μετάβαση θα χρειαστούν τεράστιες επενδύσεις και αυτό απαιτεί εμπιστοσύνη από τις επιχειρήσεις που προτίθενται να διαθέσουν κεφάλαια. Στην περίπτωση επιβολής πλαφόν, οι αναμενόμενες επενδύσεις θα μπορούσαν να απαιτήσουν υψηλότερες χρηματοδοτήσεις και εγγυήσεις κεφαλαίου και ρίσκου, καθότι δεν θα υπάρχει εμπιστοσύνη όσον αφορά τις τιμές που μπορούν να προεξοφλήσουν τις τιμές τους (ας μην ξεχνάμε και τις εμπειρίες από τις ΑΠΕ τις τελευταίες δεκαετίες).
Ο ρόλος του χρηματιστηρίου ενέργειας είναι κομβικός τόσο για την spot όσο και την προθεσμιακή αγορά. Διάφορες λύσεις για να μειωθεί η επιβάρυνση στις τιμές από τις ακριβότερες οριακές μονάδες παραγωγής έχουν προταθεί (εκτός της αγοραίας τιμής που τείνει να μειωθεί όταν μονάδες με χαμηλά μεταβλητά κόστη προσφέρουν μεγάλες ποσότητες – ένα τέτοιο μοντέλο θα μπορούσε να λειτουργήσει σε αγορά με κυρίαρχους ή μονοπωλιακούς παίκτες). Μία επιλογή είναι να χρησιμοποιούνται οι μέσες τιμές στην αγορά spot αντί της ακριβότερης μονάδας ηλεκτροπαραγωγής, έτσι ώστε να δίνεται ένα ενιαίο σήμα στην αγορά. Σίγουρα οι χαμένοι θα είναι εδώ οι ακριβότερες μονάδες φυσικού αερίου που δε μπορούν να καλύπτουν τα κόστη τους, αλλά και πάλι θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα υβριδικό μοντέλο μετάβασης (όπως μέσες τιμές για spot αγορά και υψηλότερες τιμές για προθεσμιακή αγορά με συγκεκριμένο όμως χρονοδιάγραμμα προθεσμίας). Μία άλλη επιλογή θα ήταν να μην αποδίδεται η τιμή σε όλες τις προσφερόμενες μονάδες με βάση την ακριβότερη οριακή τιμή, αλλά κάθε παραγωγός να λάμβανε την τιμή που αντιστοιχεί στο κόστος και στο περιθώριο κέρδους της εγκατάστασής του. Αυτό φυσικά προϋποθέτει γνώση του κόστους ειδάλλως όλοι θα προσπαθούν να μαντέψουν την τιμή αγοράς ώστε να προσφέρουν ακριβότερα. Τέτοιες πρακτικές στην αγορά φυσικά προϋποθέτουν μια διαφορετική δομή σχεδιαζόμενης οικονομίας όπου οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να έχουν γνώση του κόστους των μονάδων. Αντίστοιχες προτάσεις υπάρχουν και από χώρες για την μη συσχέτιση τιμών χονδρικής ηλεκτροπαραγωγής από αυτές του φυσικού αερίου, που είναι μια tabula rasa για την Ευρωπαϊκή αγορά (ως ώρας).
Οι ρυθμιστικές αυτές προσπάθειες μέσω αντίστοιχα χειραγώγησης τιμών ενέχουν και ένα ρίσκο όσον αφορά την μακροχρόνια στρατηγική. Οι σταθερές τιμές στην Γαλλία λόγου χάρη έχουν σταματήσει την καινοτομία στην παραγωγή, καθώς οι ΑΠΕ αναμένουν την προσφορά του μεγαλύτερου παίκτη στην χονδρική με τη ρυθμιζόμενη τιμή, έτσι ώστε ο χώρος τους μένει σταθερός ή μειώνεται.
Σε κάθε περίπτωση οι τιμές έχουν έναν ρόλο στην ενεργειακή αγορά γιατί μπορούν να πληροφορήσουν για την ανάγκη της εισόδου των ΑΠΕ, για τη διαχείριση και ευέλικτη ζήτηση (Demand Side Management), κόστη διασυνδεδεμένων χωρών, και είναι εξίσου σημαντικές για τα επόμενα βήματα όσον αφορά την αποθήκευση ενέργειας (σαν flexible capacity).
Προκειμένου να μειωθεί η γενικότερη αύξηση του κόστους οι ενδεδειγμένοι τρόποι είναι η α) μείωση της φορολόγησης των ενεργειακών προϊόντων (η οποία θα μετακυλιστεί και σε όλα τα προϊόντα εφόσον επιβληθεί απαίτηση και έλεγχος από τις αρχές) και β) η χρηματοδότηση των δημοσιονομικών κενών (βραχυχρόνια πάντα και με αντίστοιχη πολιτική εξομάλυνσης και επιστροφής ενδεχομένως στο μεσοπρόθεσμο) από έκτακτη φορολογία των υπερκερδών επιχειρήσεων. Ήδη διαφαίνεται όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις Ευρωπαϊκές χώρες προς αυτή την κατεύθυνση, όπου αν υλοποιηθούν τα μέτρα αυτά σε συνεννόηση με τους φορείς όσον αφορά τη διάρκειά τους θα είναι αποτελεσματικότερα από την επιβολή διαφορικών τιμών. Σίγουρα υπάρχουν θέματα, όπως στην Ισπανία όπου η Iberdrola δεν προσέφερε την παραγωγή από υδροηλεκτρικά παρά μόνο όταν οι τιμές χονδρικής αυξήθηκαν, με κίνδυνο black out και άλλες τέτοιες περιπτώσεις (παρόλα αυτά η Διεθνής Επιτροπή Ενέργειας αναφέρει ότι τα υπερκέρδη αυτά στην Ευρώπη αγγίζουν τα 200 δις Ευρώ). Προκειμένου αυτό το μέτρο να γίνει αποδεκτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι δεν κερδίζουν όλοι οι παραγωγοί από υπερκέρδη (ειδικά αυτοί που πωλούν με μακροπρόθεσμα συμβόλαια) και απαιτείται έτσι ουσιαστική γνώση από τις ρυθμιστικές αρχές και ορισμός του υπερκέρδους για κάθε αγορά.
Ίσως τελικά και η Ελλάδα θα έπρεπε να πιέζει προς μηχανισμούς σταθερότητας στην ενεργειακή αγορά με γνώμονα την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και να χρησιμοποιήσει τους φορολογικούς μηχανισμούς σαν εργαλείο που να μειώσει την αύξηση του κόστους, ειδικά αυτή τη στιγμή που και η συζήτηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση περί της Οδηγίας για την ενεργειακή φορολόγηση έχει ανάψει
https://www.efsyn.gr/oikonomia/elliniki-oikonomia/336240_kryftoyli-me-ta-oyranokatebata-kerdi
https://www.kathimerini.gr/economy/561767920/makron-yper-tis-kratikopoiisis-etaireion-energeias/?fbclid=IwAR1mngOgGlAcTFfRzaTDMO646H3GF4PsiE7ekZQ8Nx99-vUWDQUMRBp0qlo