Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ θεωρούμε ότι οι συνομιλίες που ξεκινάνε στη Γενεύη για το Κυπριακό είναι οι πιο κρίσιμες μέχρι σήμερα για την επανένωση του νησιού αλλά και καθοριστικές για το μέλλον της Κύπρου. Είτε η διαδικασία επίλυσης θα στεφθεί με επιτυχία και θα ανοίξει νέες προοπτικές για την Κύπρο αλλά και την ευρύτερη περιοχή είτε θα αποτύχει και θα παγιώσει την διχοτόμηση της Κύπρου και την επικυριαρχία της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίας του στρατού της, στο βόρειο τμήμα του νησιού, περιθωριοποιώντας παράλληλα και τους τουρκοκύπριους.
Υποστηρίζουμε τις πολιτικές δυνάμεις και την κοινωνία των πολιτών στην Κύπρο και τις ενθαρρύνουμε να εντείνουν τις προσπάθειές τους για μια δίκαιη, συμβιβαστική αλλά βιώσιμη λύση που θα είναι προς όφελος της Κυπριακής δημοκρατίας, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η επίλυση του Κυπριακού θα έχει μια τεράστια σημασία παγκοσμίως ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο σε θέματα επανένωσης κοινωνιών που διχάστηκαν, ειρηνικής επίλυσης διαφορών, συνύπαρξης και συνεργασίας διαφορετικών κοινοτήτων μέσα στο ίδιο κράτος.
Υπενθυμίζουμε ότι στο παρελθόν έγιναν πολλά λάθη αλλά και εγκλήματα που ευθύνονται για την διχοτόμηση του νησιού (βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων, προβολή του αιτήματος για ένωση με την Ελλάδα ή διχοτόμηση και διπλή ένωση με Ελλάδα και Τουρκία, δολοφονίες αμάχων και δημιουργία παραστρατιωτικών ομάδων που ευθύνονταν για δολοφονίες πολλών ατόμων και από τις δύο κοινότητες). Αποκορύφωμα της εγκληματικής δράσης των δήθεν «πατριωτών» ήταν το πραξικόπημα του 1974 που οδήγησε σε νέο κύκλο δολοφονιών ελληνοκυπρίων, ελλήνων και τουρκοκυπρίων και έδωσε την αφορμή στην Τουρκία να εισβάλει και να καταλάβει – με ευκολία – μεγάλο τμήμα των Κυπριακών εδαφών, επιβάλλοντας μια διχοτόμηση που διαρκεί μέχρι σήμερα. Οι ανεύθυνες δυνάμεις – που και σήμερα εμφανίζονται ως δήθεν πατριωτικές και απορρίπτουν κάθε συμβιβαστική λύση (με προεξάρχουσα την Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα και το ΕΛΑΜ στην Κύπρο, αν και όχι οι μόνες) – είναι οι συνεχιστές εγκλημάτων και εγκληματιών που ευθύνονται για την κυπριακή τραγωδία και την διχοτόμηση του νησιού.
Δεν ξεχνάμε ότι στο παρελθόν υπήρξαν πολλές προσπάθειες για επανένωση του νησιού στην βάση μιας ενιαίας διζωνικής και δικοινοτικής Κύπρου, όπως υποστηρίζουν πολλά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Μια λανθασμένη, όμως, πολιτική που θεωρούσε ότι με το πέρασμα του χρόνου οι συνθήκες θα ήταν πιο ευνοϊκές για λύση οδήγησε στην παράταση της διαίρεσης αλλά και στην σημαντική αλλαγή της σύνθεσης του πληθυσμού στο βόρειο τμήμα του νησιού καθώς και στην απομάκρυνση των δύο κοινοτήτων. Πολλές γενιές δεν έχουν πλέον την εμπειρία της συνύπαρξης και δεν γνωρίζουν τον «άλλο» γείτονα. Το «άνοιγμα» – αλλά όχι η κατάργηση – του τείχους και, κυρίως, η από τα κάτω κινητοποίηση σημαντικού τμήματος της κοινωνίας των πολιτών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, έδωσε νέα ώθηση στην προσπάθεια επανένωσης. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν τερμάτισε για άλλη μια φορά εκείνη την διαδικασία και οδήγησε σε παράταση της κατοχής και της διαίρεσης.
Χαιρετίζουμε το θάρρος και τη δέσμευση των σημερινών ηγετών των δύο κοινοτήτων αλλά και ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, ιδιαίτερα των γυναικών, οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και ενώσεων εργαζομένων, τόσο μέσα στους ελληνοκύπριους όσο και μέσα στους τουρκοκύπριους, που αναζωογόνησαν τις ελπίδες ότι – παρά τις δυσκολίες, τις διαφορές και τα εμπόδια – μπορεί να υπάρξει επιτέλους βιώσιμη λύση για το Κυπριακό, κόντρα στις απαισιόδοξες προβλέψεις και την σημερινή κυριαρχία σε διάφορες περιοχές του κόσμου εθνικο-λαϊκιστικών δυνάμεων που οδηγούν σε διαχωρισμούς και διάλυση, όχι σε συνύπαρξη και συνεργασία. Οι συνομιλίες στη Γενεύη ξεκινάνε με δύο δεδομένα: έχει υπάρξει πρόοδος σε πολλούς τομείς κατά τη διάρκεια των πολύμηνων διαπραγματεύσεων χάρη στην πολύ καλή προεργασία, στην πολιτική διάθεση για αναζήτηση λύσης, από την άλλη, όμως, υπήρξαν κι απογοητεύσεις και πισωγυρίσματα, αφού παραμένουν ακόμα σημαντικές διαφορές σε ουσιώδη ζητήματα που άπτονται θεμελιωδών αρχών της λύσης του Κυπριακού.
Σύμφωνα με την κυπριακή ηγεσία, μέχρι τώρα έχει υπάρξει συμφωνία στα εξής:
- ο κάθε πολίτης θα μπορεί να διακινείται ελεύθερα σε ολόκληρη την επικράτεια της Κύπρου, χωρίς κανέναν περιορισμό και ο καθένας θα έχει το δικαίωμα επιλογής του τόπου εγκατάστασης, ενώ διασφαλίζεται το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας, ενάσκησης επαγγέλματος και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όπου ο ίδιος επιθυμεί,
- ο δημογραφικός χαρακτήρας της χώρας κατά την πρώτη ημέρα της λύσης θα αντικατοπτρίζει, με μια μικρή απόκλιση, τη δημογραφική σύνθεση της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960, ενώ εισάγονται εκείνες οι ασφαλιστικές δικλίδες, που είναι το πιο σημαντικό ή εξίσου σημαντικό, και που αποτρέπουν την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου στο μέλλον από έξωθεν παρεμβάσεις,
- ουδείς πλέον αμφισβητεί πως η υπό μετεξέλιξη χώρα θα έχει μία κυριαρχία, τη μία διεθνή προσωπικότητα και τη μία ιθαγένεια, τα οποία συνιστούν τα εκ των ων ουκ άνευ συστατικά μίας υγιούς ομοσπονδίας, όπως αυτή καθορίζεται στο διεθνές δίκαιο.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, θεωρούμε ότι οι συνομιλίες στη Γενεύη δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με τις προσπάθειες που έχουν γίνει στο παρελθόν για επίτευξη μιας λύσης. Η σε υψηλό επίπεδο εμπλοκή του ΟΗΕ και του ίδιου του νέου ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες, το μεγάλο ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η συμμετοχή της ηγεσίας της στις διαπραγματεύσεις, η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως πλήρες κράτος μέλος, το θάρρος και το όραμα των δύο ηγετών, Νίκου Αναστασιάδη και Μουσταφά Ακιντζί καθώς και η υποστήριξη από την κοινωνία των πολιτών δίνουν ελπίδες για συνολική διευθέτηση και επίλυση των κρίσιμων θεμάτων που παραμένουν ακόμα ανοικτά, ιδιαίτερα αυτών της ασφάλειας και των εγγυήσεων.
Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ καλούμε τις ελληνικές δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς φορείς να απομονώσουν τους αρνητές της λύσης και να στηρίξουν ανοικτά και σταθερά τις προσπάθειες επίλυσης προς όφελος όλων των Κυπρίων και της ευρύτερης περιοχής. Το μέλλον δεν θα προσφέρει πιο ευνοϊκές συνθήκες για επίλυση του Κυπριακού, αυτό έχει επιβεβαιωθεί στο παρελθόν πολλές φορές. Τώρα οι συνομιλίες έχουν την μεγαλύτερη υποστήριξη που θα μπορούσε να υπάρξει για επίλυση, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μια τέτοια υποστήριξη θα συνεχίσει να υπάρχει και στο μέλλον, πολύ περισσότερο που η διοίκηση Τραμπ δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα συνεχίσει την ίδια πολιτική. Φοβόμαστε ότι αν η τωρινή διαδικασία οδηγηθεί σε αποτυχία, θα παγιωθεί η διχοτόμηση της Κύπρου και θα υπάρξουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Υποστηρίζουμε ότι το αποτέλεσμα των συνομιλιών στην Γενεύη και του σχεδίου συνολικής διευθέτησης πρέπει να είναι, φυσικά, κυπριακής ιδιοκτησίας αλλά για να υπάρξει πράγματι λύση είναι αναγκαία και η ισχυρή υποστήριξη σε πολλά επίπεδα από τον ΟΗΕ, την ΕΕ καθώς και την πολυμερή συνδιάσκεψη, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας χωρίς δεύτερες σκέψεις και αμφιθυμίες.
Θεωρούμε ότι η λύση πρέπει να είναι λειτουργική, βιώσιμη, να αξιοποιεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο αλλά και την εμπειρία χωρών που έχουν ένα ανάλογο πολιτειακό καθεστώς που συνάδει με ενιαίο κράτος με διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδιακή δομή. Στα θέματα ασφάλειας είναι σαφές ότι όσο και αν θα θέλαμε αύριο να αποχωρήσουν τα κατοχικά στρατεύματα, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συμφωνία σε όλα τα άλλα θέματα, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή μια σύντομη, μεταβατική διαδικασία που θα συνοδεύεται από οδικό χάρτη που θα οδηγήσει στην κατάργηση του σημερινού καθεστώτος των 3 εγγυητριών δυνάμεων, σε σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων και σε διασφάλιση της λειτουργικότητας του ενιαίου δημοκρατικού κράτους, του συστήματος διακυβέρνησης και της αίσθησης ασφάλειας και εγγύησης για τις δύο κοινότητες αλλά και για όλους τους πολίτες μέσω της πλήρους εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, της Ευρωπαϊκής Χάρτας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και γενικότερα της προσαρμογή βασικών συστατικών της λύσης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Μόνο έτσι θα απομακρυνθούν τα στρατεύματα κατοχής, ενώ αντιθέτως η αποτυχία επίτευξης λύσης θα διαιωνίσει την παραμονή τους, κάτι που αποκρύβουν όσοι υποστηρίζουν το «Όχι» στην συμβιβαστική λύση και στην επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων.
Συμφωνούμε με τη δήλωση του προέδρου της Κύπρου Ν. Αναστασιάδη ότι «η λύση δεν μπορεί να αφήνει νικητές ή ηττημένους. Μία ανάλογη προσέγγιση επιβολής της μίας πλευράς επί της άλλης δεν θα οδηγήσει σε λύση, αλλά θα διαιωνίσει δυστυχώς τη σημερινή απαράδεκτη κατάσταση πραγμάτων και όπως όλοι διαπιστώνουμε ο χρόνος θα συνεχίσει να εργάζεται σε βάρος τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων. Λύση θα υπάρξει μόνο εάν όλοι οι εμπλεκόμενοι στη διαπραγμάτευση της Γενεύης θα έχουν ως κύριο μέλημά τους τα συμφέροντα των Κυπρίων και όχι την εξυπηρέτηση των συμφερόντων άλλων».