των Ευθυμίας Κυριακοπούλου και Ευτύχιου Σαρτζετάκη*
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο energy press εδώ
Τα αποτελέσματα της COP30, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα στη Βραζιλία, αποδείχθηκαν για ακόμη μία φορά απογοητευτικά ως προς τα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα: τη χρηματοδότηση των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, την απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες και, κυρίως, την ολιγωρία στη σύνταξη νέων εθνικών σχεδίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, όπως προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το εξής παράδοξο: ενώ οι επιστημονικές μετρήσεις επιβεβαιώνουν τη συνεχή άνοδο της θερμοκρασίας και την εκρηκτική αύξηση των ζημιών από ακραία καιρικά φαινόμενα, η προσπάθεια περιορισμού των εκπομπών μειώνεται αντί να ενισχύεται.
Μέσα σε αυτό το διεθνές κλίμα οπισθοχώρησης, η Ελλάδα προχωρά το τελευταίο διάστημα όχι απλώς σε υποχώρηση, αλλά σε μεταστροφή, γεννώντας εύλογα ερωτήματα για τη συνέπειά της απέναντι στους κλιματικούς στόχους που η ίδια έχει θέσει. Σε διάστημα λίγων εβδομάδων, η χώρα:
1.Τα αποτελέσματα της COP30, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα στη Βραζιλία, αποδείχθηκαν για ακόμη μία φορά απογοητευτικά ως προς τα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα: τη χρηματοδότηση των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, την απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες και, κυρίως, την ολιγωρία στη σύνταξη νέων εθνικών σχεδίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, όπως προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το εξής παράδοξο: ενώ οι επιστημονικές μετρήσεις επιβεβαιώνουν τη συνεχή άνοδο της θερμοκρασίας και την εκρηκτική αύξηση των ζημιών από ακραία καιρικά φαινόμενα, η προσπάθεια περιορισμού των εκπομπών μειώνεται αντί να ενισχύεται.
Μέσα σε αυτό το διεθνές κλίμα οπισθοχώρησης, η Ελλάδα προχωρά το τελευταίο διάστημα όχι απλώς σε υποχώρηση, αλλά σε μεταστροφή, γεννώντας εύλογα ερωτήματα για τη συνέπειά της απέναντι στους κλιματικούς στόχους που η ίδια έχει θέσει. Σε διάστημα λίγων εβδομάδων, η χώρα:
– εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για το σχέδιο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) σχετικά με την εφαρμογή του «Net Zero Framework» για τη μείωση των εκπομπών στη ναυτιλία,
– ανακοίνωσε την έναρξη νέων ερευνών για εξόρυξη φυσικού αερίου στο Ιόνιο, κοντά στην Κέρκυρα,
– προώθησε τον ρόλο της ως ενεργειακού διαδρόμου για τη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ προς τη Βόρεια Ευρώπη.
Η στάση της Ελλάδας στον IMO – όπου φερόταν έτοιμη να απέχει από κρίσιμη ψηφοφορία, εάν αυτή πραγματοποιούνταν – ήρθε σε μια περίοδο έντονων αμερικανικών αντιδράσεων απέναντι στην πρόταση για παγκόσμιο φόρο άνθρακα στη ναυτιλία, ο οποίος βασίζεται στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Παράλληλα, η απόφαση για επανέναρξη γεωτρήσεων στο Ιόνιο, για πρώτη φορά μετά από τέσσερις δεκαετίες, υλοποιείται με την υποστήριξη των ΗΠΑ και με επικεφαλής την ExxonMobil, σε μια περιοχή με πλούσια βιοποικιλότητα και υψηλή τουριστική αξία. Την ίδια ώρα, ο σχεδιασμός του λεγόμενου «κάθετου διαδρόμου» για τη μεταφορά αμερικανικού LNG προς Βουλγαρία, Ρουμανία και Ουκρανία παρουσιάζεται ως στρατηγική για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια και τη μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία.
Η ελληνική μεταστροφή συνδέεται με τη γενικότερη διεθνή τάση υποχώρησης στην περιβαλλοντική πολιτική, με κυρίαρχη την κατεύθυνση που δίνει η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρωτοβουλίες της Ελλάδας παρουσιάζονται ως μέτρα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, της ενεργειακής ασφάλειας και της γεωπολιτικής θέσης της χώρας, καθώς και ως μέσο συγκράτησης των εγχώριων τιμών ενέργειας.
Ωστόσο, για τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων απαιτείται τα προσδοκώμενα αυτά οφέλη να συγκριθούν με το αντίστοιχο κόστος που συνοδεύει τις επιλογές αυτές, καθώς και να εξεταστεί με προσοχή η κατανομή των οφελών και των επιβαρύνσεων.
Ενδεικτικά, το συνολικό περιβαλλοντικό κόστος της μεταφοράς αμερικανικού LNG προς τη Βόρεια Ευρώπη – συμπεριλαμβανομένων της εξόρυξης, της επεξεργασίας, της υγροποίησης, της θαλάσσιας μεταφοράς και της καύσης – είναι υψηλό και μετρήσιμο. Για τα 700 εκατ. m³ LNG που προβλέπεται να εισάγονται ετησίως, το περιβαλλοντικό κόστος εκτιμάται περίπου στα 760 εκατ. ευρώ τον χρόνο, βάσει του κοινωνικού κόστους άνθρακα (SCC = 190 €/t CO₂e). Ακόμη και αν χρησιμοποιηθεί η τρέχουσα χαμηλότερη τιμή δικαιωμάτων στο EU ETS, περίπου 80 €/t CO₂e, η εκτιμώμενη κλιματική ζημιά παραμένει σημαντική, στα 320 εκατ. ευρώ ετησίως.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του LNG είναι αισθητά υψηλότερο από εκείνο του φυσικού αερίου αγωγών. Η διαφορά οφείλεται κυρίως στην ενεργοβόρα διαδικασία υγροποίησης, στις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων και στις αυξημένες πιθανότητες διαρροών μεθανίου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το περιβαλλοντικό κόστος του LNG είναι περίπου 32% υψηλότερο, με πρόσθετη επιβάρυνση 184 εκατ. ευρώ ετησίως σε σχέση με το αέριο αγωγών. Οι υπολογισμοί του περιβαλλοντικού κόστους του LNG και του φυσικού αερίου αγωγών έγιναν με βάση δεδομένα από την διεθνή βιβλιογραφία και παρουσιάζονται στον Πίνακα που ακολουθεί.
Οι παραπάνω υπολογισμοί αφορούν αποκλειστικά κλιματικούς ρύπους και δεν περιλαμβάνουν άλλες σημαντικές αρνητικές εξωτερικότητες: επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, θαλάσσια ρύπανση, θόρυβο, αλλοίωση οικοσυστημάτων. Ούτε λαμβάνουν υπόψη τη στρατηγική ζημιά από την επιβράδυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ λόγω μακροχρόνιας δέσμευσης σε υποδομές ορυκτών καυσίμων.
Τα αποτελέσματα της COP30, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα στη Βραζιλία, αποδείχθηκαν για ακόμη μία φορά απογοητευτικά ως προς τα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα: τη χρηματοδότηση των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, την απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες και, κυρίως, την ολιγωρία στη σύνταξη νέων εθνικών σχεδίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, όπως προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το εξής παράδοξο: ενώ οι επιστημονικές μετρήσεις επιβεβαιώνουν τη συνεχή άνοδο της θερμοκρασίας και την εκρηκτική αύξηση των ζημιών από ακραία καιρικά φαινόμενα, η προσπάθεια περιορισμού των εκπομπών μειώνεται αντί να ενισχύεται.
Μέσα σε αυτό το διεθνές κλίμα οπισθοχώρησης, η Ελλάδα προχωρά το τελευταίο διάστημα όχι απλώς σε υποχώρηση, αλλά σε μεταστροφή, γεννώντας εύλογα ερωτήματα για τη συνέπειά της απέναντι στους κλιματικούς στόχους που η ίδια έχει θέσει. Σε διάστημα λίγων εβδομάδων, η χώρα:
– εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για το σχέδιο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) σχετικά με την εφαρμογή του «Net Zero Framework» για τη μείωση των εκπομπών στη ναυτιλία,
– ανακοίνωσε την έναρξη νέων ερευνών για εξόρυξη φυσικού αερίου στο Ιόνιο, κοντά στην Κέρκυρα,
– προώθησε τον ρόλο της ως ενεργειακού διαδρόμου για τη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ προς τη Βόρεια Ευρώπη.
Η στάση της Ελλάδας στον IMO —όπου φερόταν έτοιμη να απέχει από κρίσιμη ψηφοφορία, εάν αυτή πραγματοποιούνταν— ήρθε σε μια περίοδο έντονων αμερικανικών αντιδράσεων απέναντι στην πρόταση για παγκόσμιο φόρο άνθρακα στη ναυτιλία, ο οποίος βασίζεται στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Παράλληλα, η απόφαση για επανέναρξη γεωτρήσεων στο Ιόνιο, για πρώτη φορά μετά από τέσσερις δεκαετίες, υλοποιείται με την υποστήριξη των ΗΠΑ και με επικεφαλής την ExxonMobil, σε μια περιοχή με πλούσια βιοποικιλότητα και υψηλή τουριστική αξία. Την ίδια ώρα, ο σχεδιασμός του λεγόμενου «κάθετου διαδρόμου» για τη μεταφορά αμερικανικού LNG προς Βουλγαρία, Ρουμανία και Ουκρανία παρουσιάζεται ως στρατηγική για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια και τη μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία.
Η ελληνική μεταστροφή συνδέεται με τη γενικότερη διεθνή τάση υποχώρησης στην περιβαλλοντική πολιτική, με κυρίαρχη την κατεύθυνση που δίνει η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρωτοβουλίες της Ελλάδας παρουσιάζονται ως μέτρα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, της ενεργειακής ασφάλειας και της γεωπολιτικής θέσης της χώρας, καθώς και ως μέσο συγκράτησης των εγχώριων τιμών ενέργειας.
Ωστόσο, για τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων απαιτείται τα προσδοκώμενα αυτά οφέλη να συγκριθούν με το αντίστοιχο κόστος που συνοδεύει τις επιλογές αυτές, καθώς και να εξεταστεί με προσοχή η κατανομή των οφελών και των επιβαρύνσεων.
Ενδεικτικά, το συνολικό περιβαλλοντικό κόστος της μεταφοράς αμερικανικού LNG προς τη Βόρεια Ευρώπη —συμπεριλαμβανομένων της εξόρυξης, της επεξεργασίας, της υγροποίησης, της θαλάσσιας μεταφοράς και της καύσης— είναι υψηλό και μετρήσιμο. Για τα 700 εκατ. m³ LNG που προβλέπεται να εισάγονται ετησίως, το περιβαλλοντικό κόστος εκτιμάται περίπου στα 760 εκατ. ευρώ τον χρόνο, βάσει του κοινωνικού κόστους άνθρακα (SCC = 190 €/t CO₂e). Ακόμη και αν χρησιμοποιηθεί η τρέχουσα χαμηλότερη τιμή δικαιωμάτων στο EU ETS, περίπου 80 €/t CO₂e, η εκτιμώμενη κλιματική ζημιά παραμένει σημαντική, στα 320 εκατ. ευρώ ετησίως.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του LNG είναι αισθητά υψηλότερο από εκείνο του φυσικού αερίου αγωγών. Η διαφορά οφείλεται κυρίως στην ενεργοβόρα διαδικασία υγροποίησης, στις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων και στις αυξημένες πιθανότητες διαρροών μεθανίου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το περιβαλλοντικό κόστος του LNG είναι περίπου 32% υψηλότερο, με πρόσθετη επιβάρυνση 184 εκατ. ευρώ ετησίως σε σχέση με το αέριο αγωγών. Οι υπολογισμοί του περιβαλλοντικού κόστους του LNG και του φυσικού αερίου αγωγών έγιναν με βάση δεδομένα από την διεθνή βιβλιογραφία και παρουσιάζονται στον Πίνακα που ακολουθεί .
Εξίσου κρίσιμη είναι η κατανομή των οφελών και του κόστους: τα οφέλη αναμένονται βραχυπρόθεσμα και θα κατευθυνθούν κυρίως σε εταιρείες εξόρυξης και μεταφοράς. Αντίθετα, το περιβαλλοντικό κόστος θα είναι μακροχρόνιο και θα επιβαρύνει τις επόμενες γενιές, ανεξάρτητα από το αν επωφελήθηκαν από τις σχετικές αποφάσεις. Είναι προφανές ότι στην όποια απόφαση για εισαγωγή και διακίνηση LNG θα πρέπει να υπάρξουν δεσμεύσεις για χρήση μεγάλου μέρους των όποιων εσόδων στην αντιστάθμιση των ζημιών που θα προκληθούν στο μέλλον, ή ακόμη καλύτερα στην ενίσχυση έργων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ή και στην χρηματοδότηση ενεργειακών κοινοτήτων με βάση ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την εξασφάλιση χαμηλών τιμών ενέργειας ιδίως στα πλέον ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού.
Σε τελική ανάλυση, η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά εγχώρια πλεονεκτήματα σε ηλιακή και αιολική ενέργεια, που μπορούν να την καταστήσουν πρωτοπόρο στην καθαρή ενεργειακή μετάβαση. Η πραγματική ενεργειακή ανεξαρτησία θα επιτευχθεί με επενδύσεις σε ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας και τεχνολογίες μηδενικών εκπομπών — όχι με νέες δεσμεύσεις σε ορυκτά καύσιμα. Ο τερματισμός της εξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες πρέπει να ξεκινήσει άμεσα, ώστε να προστατευθούν τόσο οι άνθρωποι όσο και τα οικοσυστήματα.
Η ανάπτυξη νέων υποδομών φυσικού αερίου, ακόμη και με τη λογική του «γεφυρικού καυσίμου», κινδυνεύει να παγιώσει την εξάρτηση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα και να περιορίσει τον ρυθμό ανάπτυξης των ΑΠΕ ή του πράσινου υδρογόνου. Παράλληλα, οι υπεράκτιες γεωτρήσεις ενέχουν σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους. Εάν η Ελλάδα δεν συνοδεύσει τις πρωτοβουλίες αυτές με ένα σαφές, συνεκτικό και φιλόδοξο σχέδιο μακροπρόθεσμης απανθρακοποίησης, υπάρχει ο κίνδυνος να «κλειδώσει» σε μια πορεία μέτριας έντασης άνθρακα — μακριά από το πραγματικά πράσινο μέλλον που δικαιούνται οι επόμενες γενιές.
Πίνακας. Σύγκριση εκπομπών και περιβαλλοντικού κόστους μεταξύ LNG και φυσικού αερίου αγωγού για ετήσια ενεργειακή κατανάλωση 6,96 TWh.
Αναφορές
Howarth, R. W. (2024) “The greenhouse gas footprint of liquefied natural gas (LNG) exported from the United States.” Energy Science & Engineering, 12(11), 4843-4859.
________
* Η Ευθυμία Κυριακοπούλου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εκπρόσωπος της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Οικονομολόγων του Περιβάλλοντος και των Φυσικών Πόρων, Επιστημονική Συνεργάτιδα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Ουψάλα και στο Πανεπιστήμιο του Λουξεμβούργου.
Ο Ευτύχιος Σαρτζετάκης είναι Καθηγητής Οικονομικών του Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας