Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων οι τράπεζες άντλησαν φθηνή ρευστότητα ύψους 38,9 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ έως τον Σεπτέμβριο 2020 με βάση το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αλλά τα ποσά αυτά παρέμειναν στις τράπεζες και δεν έφτασαν στην πραγματική οικονομία. Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και τα έκτακτα μέτρα που εφάρμοσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Μάρτιο, στα οποία περιλαμβάνεται η αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρο στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης και η χορήγηση ρευστότητας προς τα πιστωτικά ιδρύματα με αρνητικό επιτόκιο, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα άντλησαν από την ΕΚΤ περίπου 26,6 δισ. ευρώ.
Έτσι σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ στο τέλος Σεπτεμβρίου έφθασε τα 38,9 δισ. ευρώ από 12,3 δισ. ευρώ που ήταν τον Μάρτιο. Στις αρχές του έτους ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ ήταν ακόμη χαμηλότερος προσεγγίζοντας τα 9 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα όλο αυτό το διάστημα η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκε περαιτέρω από την αύξηση των καταθέσεων. Από την αρχή του έτους έως και το τέλος Αυγούστου το απόθεμα των καταθέσεων που διατηρούν στις ελληνικές τράπεζες επιχειρήσεις και νοικοκυριά αυξήθηκε κατά περίπου 5 δισ. ευρώ – ανήλθε στα 119,9 δισ. ευρώ από 114,9 δισ. ευρώ που ήταν στις αρχές του έτους.
Παρά ταύτα όπως προκύπτει από τα στοιχεία των χορηγήσεων οι τράπεζες έχουν διακρατήσει οι ίδιες τη ρευστότητα αυτή χωρίς να την μεταφέρουν στην πραγματική οικονομία μέσω των δανείων. Είναι ενδεικτικό ότι στις επιχειρήσεις από την αρχή του έτους τα καθαρά δάνεια που έχουν χορηγηθεί αγγίζουν μόλις τα 4,2 δισ. ευρώ. Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στα στεγαστικά δάνεια καθώς οι αποπληρωμές στις οποίες έχουν προχωρήσει όλο αυτό το διάστημα οι συνεπείς δανειολήπτες είναι πολύ μεγαλύτερες από τις όποιες νέες εκταμιεύσεις των τραπεζών. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι όλους αυτούς τους μήνες, από την αρχή του έτους, η καθαρή ροή των στεγαστικών δανείων ήταν αρνητική, με αποτέλεσμα το συνολικό τους υπόλοιπο να υποχωρήσει στο τέλος Αυγούστου στα 49,6 δισ. ευρώ από 52,5 δισ. ευρώ που ήταν τον Ιανουάριο. Ανάλογη είναι η κατάσταση και στα καταναλωτικά δάνεια καθώς κάθε μήνα τα χρεολύσια που πληρώνουν οι δανειολήπτες ξεπερνούν τις νέες εκταμιεύσεις των τραπεζών. Έτσι στο τέλος Αυγούστου το ανεξόφλητο υπόλοιπο καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών είχε υποχωρήσει στα 15 δισ. ευρώ από 16,1 δισ. ευρώ που ήταν στις αρχές του έτους.
Όλη αυτή την πρόσθετη ρευστότητα που έχει αποφασίσει να διοχετεύσει η ΕΚΤ έχει ως στόχο να αποφευχθεί μία πιστωτική κρίση στην ευρωζώνη και συνακόλουθα να αποφευχθεί μία μεγαλύτερης κλίμακας ύφεση. Βέβαια και η ίδια η πρόεδρος της ΕΚΤ Κρ. Λαγκάρντ έχει παρατηρήσει ότι σε ολόκληρη την ευρωζώνη υπάρχουν κάποια προβλήματα «με την μετάδοση της νομισματικής πολιτικής» περιγράφοντας με εύσχημο τρόπο ανάλογες συμπεριφορές από την πλευρά των τραπεζών οι οποίες στην ουσία κερδίζουν 0,5% διακρατώντας οι ίδιες την ρευστότητα που λαμβάνουν από το ευρωσύστημα.
Ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις και την ελληνική οικονομία συνολικά είναι ότι δεν υπάρχει πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης και έστω σε δανεισμό με λογικά επιτόκια, τη στιγμή που η οικονομία και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν βιώσει μια βαθιά 10ετή κρίση και άρα έτσι κι αλλιώς δεν βρίσκονταν στην καλύτερη κατάσταση όταν τις βρήκε η νέα οικονομική κρίση λόγω κοροναϊού. Η ένταξη των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα ρευστότητας κατά παρέκκλιση των δημοσιονομικών κανόνων για να στηριχθεί η ελληνική οικονομία και να φτάσει ρευστότητα στην αγορά, στην οικονομία και στις επιχειρήσεις. Όσοι βιώνουν την κατάσταση από κοντά γνωρίζουν καλά ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων που έχει υποστεί τεράστια ζημιά δεν έχει πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης και σε ρευστότητα την στιγμή που οι ανάγκες είναι τεράστιες και τα μέτρα έχουν προκαλέσει αυξημένα έξοδα στις περισσότερες επιχειρήσεις. Αν το πρόβλημα αυτό είναι έντονο μια φορά για τις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις, γίνεται ακόμα πιο σοβαρό για τις επιχειρήσεις κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που αντιμετωπίζουν και ένα σύνολο διακρίσεων και εμποδίων λόγω του επιχειρηματικού μοντέλου τους, κατά παράβαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που απαγορεύσει παρόμοιες διακρίσεις με βάση το είδος/νομική μορφή επιχείρησης.
Σημειώνεται πάντως ότι στην Ελλάδα μετά την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα οι τραπεζίτες έχουν την ευχέρεια να προχωρήσουν με μεγαλύτερη ασφάλεια στην χορήγηση νέων δανείων καθώς δεν επικρέμεται πλέον ο πέλεκυς τη απιστίας, καθώς το συγκεκριμένο αδίκημα διώκεται μόνον κατ΄ έγκληση.
Να τονίσουμε ότι σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις το ελληνικό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 35 δις μέσα στο 2020 λόγω της πανδημίας, των μέτρων και της οικονομικής κρίσης που έχει προκληθεί.