Τουρισμός: Αειφορία ή βαρβαρότητα;
Το τουριστικό μοντέλο δεν είναι ένα και μοναδικό
Ο τουρισμός δεν συνδέεται με ένα και μόνο μοντέλο, ούτε όλοι οι τουρίστες θέλουν τα ίδια πράγματα. Γι’ αυτό μια χώρα πρέπει να έχει στρατηγική για τον τουρισμό και να επιλέγει μέσα από τις πολιτικές της ποιο μοντέλο θέλει να προωθήσει, ποιους τουρίστες θέλει να προσελκύσει, αλλά και ποιες είναι οι αντοχές των κοινωνιών και του περιβάλλοντος ώστε να μην ξεπεραστούν. Ο τουρισμός μπορεί να είναι θετική δύναμη αλλαγής ή να οδηγεί σε αρνητικές αλλαγές. Απαιτεί λοιπόν συστηματική παρακολούθηση των εξελίξεων, διάλογος στην κοινωνία με βάση δεδομένα και επιστημονικά στοιχεία, διαμόρφωση μέσα από τον διάλογο μακροχρόνιων ολοκληρωμένων στρατηγικών και συνεκτικών εργαλείων σε όλους τους τομείς (οικονομία, φορολογία, περιβάλλον, κοινωνική πολιτική, μεταφορές κα).
Δεν βοηθάει την οικονομία και την εξυγίανση των δημοσιονομικών μας αν η τουριστική πολιτική οδηγεί μονομερώς σε αύξηση των εισαγωγών καταναλωτικών προϊόντων, σε αύξηση της πίεσης πάνω στα οικοσυστήματα και στους φυσικούς πόρους, σε αύξηση του κόστους ζωής για τους μόνιμους κατοίκους. Σήμερα, στο πλαίσιο μιας μονοδιάστατης σκέψης κρύβονται κάτω από το χαλί κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργούνται από το συγκεκριμένο μοντέλο τουρισμού στο οποίο επενδύουν άκριτα κυβερνήσεις και φορείς διαχρονικά – να φέρουμε δηλαδή όλο και περισσότερους, την ίδια στιγμή που διαψεύδονται οι μύθοι για εισροή τέτοιων εσόδων που θα δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι κολυμπάμε στο χρήμα.
Τι μας άφησε το “Διεθνές Έτος Βιώσιμης Τουριστικής Ανάπτυξης”΄;
Το έτος 2017 ανακηρύχθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη «Διεθνές Έτος Βιώσιμης Τουριστικής Ανάπτυξης». Το διεθνές έτος είχε ως στόχο να ευαισθητοποιήσει τους φορείς χάραξης πολιτικής και το ευρύ κοινό για συμβολή στην αεροφόρα τουριστική ανάπτυξη και να κινητοποιήσει όλους τους ενδιαφερόμενους να κάνουν από κοινού τον τουρισμό καταλύτη θετικής αλλαγής. Δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπήρξε σχετική συζήτηση και πολύ περισσότερο διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής για τον τουρισμό.
Στην χώρα μας, την ίδια στιγμή που το τουριστικό προϊόν αναγνωρίζεται για την πολύτιμη συμβολή του στην οικονομική ζωή της χώρας μας (18% Α.Ε.Π, 23% στην απασχόληση και 83% στην κάλυψη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίουi), η πολιτική για τον τουρισμό παραμένει ουσιαστικά χαοτική, χωρίς άλλο προσανατολισμό εκτός από εκείνον που παράγεται σχεδόν αυτόματα από τις επιλογές ιδιωτών κυρίως επενδυτών. Απουσιάζει μια συστηματική έρευνα και προβληματισμός για το τι ακριβώς συμβαίνει στον τουρισμό, πώς εξελίσσεται, τι τάσεις επικρατούν και πώς επηρεάζουν τους τουριστικούς προορισμούς, ποιές κοινωνικές ομάδες επωφελούνται και πόσο, ποιές είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, ποιά είναι η τελική σχέση κέρδους – κόστους για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, τόσο με όρους καθαρά οικονομικούς όσο και με όρους πολιτιστικούς και περιβαλλοντικούς. Επίσης, ο τουρισμός παραμένει κατά βάση ασύνδετος με άλλες σημαντικές δραστηριότητες (πχ αγροτική παραγωγή, μεταποίηση, καινοτομία, προστασία οικοσυστημάτων) ή και ανταγωνίζεται άλλες πολιτικές (μείωση εκπομπών αερίων που αλλάζουν το κλίμα, προστασία και βιώσιμη διαχείριση του περιβάλλοντος, βιώσιμη διαχείριση χρήσεων γης, διατήρηση σε λογικά επίπεδα των τιμών γης κα).
Συγκέντρωση σε μεγάλους ομίλους;
Είναι πιθανό, και ως συνέπεια της κρίσης και των αντιλήψεων που διαμορφώνει, να δούμε μια αναδιανομή και συγκέντρωση των κερδών του τουριστικού κλάδου υπέρ των μεγάλων κερδοσκοπικών ομίλων. Έπειτα από τον τουρισμό του αυτόματου πιλότου (επακόλουθο του αθροίσματος των πρωτοβουλιών μικρών και μεγάλων επιχειρηματιών), να οδηγηθούμε σε ένα ακόμα πιο συγκεντρωτικό μοντέλο προώθησης μεγάλων συγκροτημάτων / επενδύσεων, μεγάλης κρουαζιέρας, σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων, σπιτιών διακοπών που επεκτείνονται ανεξέλεγκτα στα νησιά, ιδιωτικών παραλιών στο όνομα της ανάγκης «επενδύσεων» και «οικονομιών κλίμακας». Σε αυτή την περίπτωση λιγότερα οφέλη θα παραμένουν στις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες κινδυνεύουν να αποκλειστούν, ή να περιοριστούν στο ρόλο των κακοπληρωμένων «γκαρσονιών του ελληνικού τουρισμού».
Venice, Italy – October 4, 2015: “No Grandi Navi” peaceful and unpolitical protesters
at the bank of the Giudecca Canal during a demonstration to block a cruise ship inside
the port. The Protest was organised by Venetians and environmentalists who are opposed
to cruise ships crossing the St Mark’s Basin.
Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ υποστηρίζουμε ένα εναλλακτικό μοντέλο, που επικεντρώνει αφενός στην αλλαγή του σημερινού μοντέλου από τον μαζικό τουρισμό στον ποιοτικό και στην ενσωμάτωση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς του τόπου, της κοινωνικής ζωής και του κοινωνικού πλούτου στο τουριστικό προϊόν. Μόνο ένα βιώσιμο μοντέλο τουρισμού που λαμβάνει υπόψη και την φέρουσα ικανότητα, τις αντοχές και τα όρια κάθε περιοχής, προστατεύει και διατηρεί έναν τόπο, αντί να αλλοιώνει τον χαρακτήρα του τόπου, (όπως κάνει το συμβατικό/μαζικό μοντέλο). Στόχος ενός στρατηγικού σχεδίου για αλλαγή του μοντέλου τουρισμού πρέπει να είναι η αναζωογόνηση και εκ νέου ανακάλυψη του φυσικού και πολιτισμικού πλούτου κάθε κοινωνίας που την συντηρεί μακροχρόνια και την αναβαθμίζει με το πέρασμα του χρόνου.
Δεν έχουν όλα τα μοντέλα τουρισμού θετικά αποτελέσματα
Όταν η τουριστική ανάπτυξη αγγίζει τόσο μεγάλα μεγέθη όσο αυτά που παρουσιάζονται στη χώρα μας επιφέρει, επίσης, επιβαρύνσεις που δεν είναι αμελητέες. Ναι, βιώσιμα μοντέλα τουρισμού που αναπτύσσονται με βάση κανόνες και επιλογές που έχουν κάνει συνειδητά οι κοινωνίες και λειτουργούν συμπληρωματικά με άλλες βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στην έξοδο από την πολύπλευρη κρίση. Αλλά δεν πρέπει να υπερβάλλουμε θεωρώντας ότι η τουριστική μονοκαλλιέργεια μπορεί να είναι Η ΛΥΣΗ στα προβλήματα της χώρας, ότι ο τουρισμός από μόνος του είναι το φάρμακο για την πολύπλευρη και πολύ-επίπεδη κρίση.
Ναι ο σημερινός τουρισμός προσφέρει στο ΑΕΠ αλλά την ίδια στιγμή συμβάλλει σε ένα ΑΕΠ που στηρίζεται στις εισαγωγές και στην κατανάλωση, δηλαδή συνεισφέρει σε όσα μας οδήγησαν στην κρίση και τη χρεοκοπία.
Ναι ο σημερινός τουρισμός προσφέρει θέσεις εργασίας, αλλά πολλές από αυτές είναι πρόσκαιρες και για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ δεν μπορεί να θεωρούμε ότι όλοι/ες θα δουλέψουν σε τουριστικές δραστηριότητες, εγκαταλείποντας άλλες παραγωγικές δραστηριότητες που είναι αναγκαίες στην κοινωνία.
Ναι τα μοντέλα του μαζικού τουρισμού και του “all inclusive” προσφέρουν κάποια έσοδα στην οικονομία αλλά μεγάλο ποσοστό από αυτά επιστρέφει στο εξωτερικό για εισαγωγές προϊόντων χαμηλού κόστους και ποιότητας, ενώ από την άλλη εκτινάσσει συχνά το κόστος ζωής και την αξία της γης, των υπηρεσιών και των προϊόντων σε πολλές περιοχές, κάνοντας δύσκολη τη ζωή όσων δεν εξαρτούν την επιβίωσή τους από τα έσοδα του τουρισμού.
Ναι ο μαζικός τουρισμός προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης αλλά συχνά αυτές λειτουργούν ανταγωνιστικά προς άλλες μορφές εργασίας (ιδιαίτερα μέσα στην τουριστική περίοδο), αφού η σύγκριση με τα έσοδα από τον τουρισμό «πείθει» πολλούς να εγκαταλείψουν άλλες παραγωγικές δραστηριότητες και να ασχοληθούν αποκλειστικά με το κομμάτι της ενοικίασης χώρων και του real estate.
O μαζικός τουρισμός μπορεί να διαρρήξει βίαια τις οικολογικές και κοινωνικές αντοχές μιας περιοχής
Οι πιέσεις στο περιβάλλον και στην κοινωνική οργάνωση είναι ήδη σημαντικές σε πολλές περιοχές. Ένας τόπος, για παράδειγμα ένα νησί με 20-30.000 κατοίκους μπορεί να «φιλοξενήσει» 1.000.000 τουρίστες μέσα σε 3-4 μήνες χωρίς να προκληθούν βίαιες ανατροπές σε τοπικό επίπεδο από την κατανάλωση νερού κι ενέργειας, την παραγωγή αποβλήτων κάθε είδους, την προσέλκυση «αρπακτικών», τυχοδιωκτών και μπράβων; Μπορεί να βλέπουμε στα ΜΜΕ μόνο την κορφή του παγόβουνου, όταν δολοφονείται κάποιος από μπράβους, αλλά σπάνια ασχολούνται οι αρμόδιες αρχές και τα ΜΜΕ με ανησυχητικά φαινόμενα που ήδη κυριαρχούν σε δημοφιλείς τουριστικές περιοχές και διαρρηγνύουν την κοινωνική συνοχή και ηρεμία.
Με πρόφαση την κρίση, εντείνονται οι πιέσεις για μεγαλύτερη χαλάρωση της περιβαλλοντικής προστασίας. Η σημερινή, μάλιστα, κυβέρνηση παραχωρεί την μία μετά την άλλη τις άδειες για «επενδύσεις» που είχαν μπλοκάρει μέχρι τώρα λόγω τοπικών αντιδράσεων και δικαστικών αποφάσεων, γιατί ακριβώς κυριαρχούνταν από τη λογική του παραδοσιακού μαζικού μοντέλου που ισοπεδώνει περιοχές. Ακόμα και λογικοί άνθρωποι παρασύρονται σήμερα από μια ανορθολογική πολιτική που απαιτεί την κατεδάφιση της όποιας περιβαλλοντικής προστασίας (έτσι κι αλλιώς πολύ αδύναμη) ώστε να μην υπάρχουν εμπόδια για την όποια «επένδυση». Αυτή η μονοδιάστατη σκέψη παραγνωρίζει το γεγονός ότι η χώρα χρειάζεται ΜΟΝΟ υπεύθυνες επενδύσεις, όχι ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ επένδυση και πολύ περισσότερο δεν χρειαζόμαστε επενδύσεις που θα προσθέσουν κοινωνικό και οικολογικό χρέος. Γιατί θέλουμε να αγνοούμε ότι πολλές παρόμοιες «επενδύσεις» (και στον τουρισμό) είχαν την δική τους συμμετοχή στην εμφάνιση και μεγέθυνση της κρίσης, μεταξύ άλλων στην εκτίναξη των χρεών προς τις τράπεζες («κόκκινα δάνεια») σε δυσθεώρητα ύψη;
Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι τα συμφέροντα των ιδιωτών, μεγάλων επενδυτών στον τουριστικό κλάδο ταυτίζονται με το όφελος των τοπικών κοινωνιών από το τουριστικό προϊόν. Ειδικά οι μορφές τουριστικών εισροών που καθορίζονται από τα χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζουμε μαζικό τουρισμό, όσο και αν είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρες για τους μεγάλους επενδυτές που αποκομίζουν τα οφέλη των οικονομιών κλίμακας, περιέχουν πολλές – περισσότερο η λιγότερο εμφανείς – δυναμικές καταστροφικές για τις τοπικές κοινωνίες, ενώ ταυτόχρονα το τελικό οικονομικό όφελος που αποδίδουν σε αυτές είναι πολύ μικρότερο από αυτό που θα προέκυπτε από ήπιες μορφές τουριστικής επένδυσης. Ιδιαίτερα όταν συνδέονται με πρακτικές “all inclusive” και πακέτα οικονομικών προσφορών που είναι αδύνατο να προσφέρουν μονάδες που διατηρούν κάποια ποιότητα στα προϊόντα και στις υπηρεσίες τους.
Συχνά ο μαζικός τουρισμός αυτού του είδους καταστρέφει την τοπική παραγωγή που δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη μαζική παραγωγή προϊόντων χαμηλής ποιότητας που προσφέρονται στους τουρίστες. Από την άλλη, σε διάσημους τουριστικούς προορισμούς παρατηρούνται εδώ και χρόνια φαινόμενα μαζικής υποκατάστασης του ντόπιου προσωπικού από εισαγόμενο εργατικό προσωπικό – στο πλαίσιο δήθεν της «μαθητείας» – που αμείβεται με μισθούς 300-400 Ευρώ το μήνα και εργάζεται χωρίς ωράριο, με αποτέλεσμα να καταγράφονται υψηλά ποσοστά ανεργίας την ίδια στιγμή που υπάρχει εκρηκτική αύξηση του αριθμού των τουριστών!
Ναι σε οικολογικά και κοινωνικά βιώσιμα μοντέλα υπεύθυνου τουρισμού
Είναι δυνατόν να σκεφτούμε με διαφορετικούς όρους για τον ελληνικό τουρισμό; Βέβαια και είναι. Ήδη από την δεκαετία του 80 ιδέες και προτάσεις για ένα διαφορετικό τουριστικό μοντέλο είχαν εκφραστεί. Μόνο που η πολιτική και κοινωνική εξέλιξη της χώρας δεν ήταν τέτοια που να ευνοεί την προώθηση και την εφαρμογή τους. Γιατί, ενώ το μοντέλο που επικράτησε έχει στηριχτεί στην πρωτοβουλία, την κερδοφορία και τα κίνητρα κάποιων ιδιωτών, οι εναλλακτικές προτάσεις απαιτούσαν και απαιτούν ένα σχεδιασμό πολύ ευρύτερο, που να κινητοποιεί πολλούς φορείς ταυτοχρόνως, να δημιουργεί κοινά συμφέροντα και ανάδειξη του δημοσίου συμφέροντος ως κατευθυντήρια δύναμη, να βλέπει μακρύτερα σε βάθος χρόνου. Να ενδιαφέρεται για την διατήρηση και την προβολή αυτών ακριβώς των στοιχείων που συνιστούν την αειθαλή μαγεία μιας χώρας της οποίας η ομορφιά δεν οφείλεται μόνο στον ήλιο και τη θάλασσα.
Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ θεωρούμε επιτακτική και επείγουσα την ανάγκη να προωθηθούν πρωτοβουλίες τόσο στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής όσο και στις περιφερειακές αρχές και στους Δήμους ώστε ο τουρισμός να μετατραπεί πραγματικά σε καταλύτη θετικής αλλαγής όσον αφορά την οικονομία, εργασία, τοπική ποιοτική και οικολογική παραγωγή, τον πολιτισμό και διάλογο των πολιτισμών, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και τη μείωση των ανισοτήτων.
Αυτό απαιτεί την επεξεργασία και εφαρμογή προτάσεων και σχεδίων που να στοχεύουν στην βαθμιαία αλλαγή του τουριστικού μοντέλου με ενίσχυση των μορφών τουρισμού μιας διαφορετικής ποιότητας καθώς και την εκπόνηση μέτρων προστασίας από τις καταστροφικές επιπτώσεις τόσο στο περιβάλλον όσο και στην καθημερινή ζωή των τοπικών κοινωνιών που ήδη είναι αισθητές και γίνονται συνεχώς εντονότερες. Η αναγνώριση των περιορισμών που θέτουν οι οικολογικές και κοινωνικές αντοχές πρέπει να είναι συστατικό στοιχείο κάθε τοπικού σχεδίου.
Ο τουρισμός πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό, ακολουθώντας πλέον όχι τις επιλογές των κυρίαρχων κερδοσκοπικών κεφαλαίων που επιδιώκουν μεγάλες και γρήγορες επιδόσεις, αλλά τα πραγματικά και ουσιαστικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα των τοπικών κοινωνιών. Η τουριστική πολιτική δεν μπορεί να στοχεύει σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό τουριστών. Πρέπει να στραφεί προς όλο και πιο ποιοτικές μορφές τουρισμού συμβατές με τις άλλες πολιτικές (κλιματική, ενεργειακή, περιβαλλοντική, κοινωνική, απασχόλησης, κα) αλλά και τις αντοχές των περιοχών.
Η Ατζέντα 21 του Ευρωπαϊκού Τουρισμού
Η Ατζέντα 21 του Ευρωπαϊκού Τουρισμού έθεσε τέσσερις στόχους που μπορεί να αποτελέσουν το κατάλληλο πλαίσιο και για την ελληνική στρατηγική για τον τουρισμό:
1) Πρόληψη και μείωση των εδαφικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων του τουρισμού στις χώρες προορισμού.
2) Έλεγχο στην αύξηση των μεταφορών που σχετίζονται με τον τουρισμό και των αρνητικών των επιπτώσεων στο περιβάλλον.
3) Ενθάρρυνση ενός τουρισμού ευνοϊκού στη βιώσιμη τοπική ανάπτυξη και στον έλεγχο του από αυτούς που δραστηριοποιούνται σε κάθε περιοχή στον τομέα αυτόν.
4) Προώθηση ενός υπεύθυνου τουρισμού, παράγοντα κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης.
Θεωρούμε ότι:
– είναι δυνατόν να προσανατολίσουμε το τουριστικό προϊόν με τρόπο πολύ διαφορετικό, προσφέροντας ως χώρα προορισμού επεξεργασμένες προτάσεις σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τη φύση και τον πολιτισμό μας, ενισχύοντας τις πολιτισμικές μας ιδιαιτερότητες και την κοινωνική συνοχή και όχι ισοπεδώνοντάς τα,
– ο τουριστικός σχεδιασμός δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στο ενδιαφέρον για την όλο και μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των επισκεπτών, αλλά θα πρέπει να στραφεί στην επεξεργασία προτάσεων που θα βελτιώσουν την ποιότητα των επισκεπτών καθώς και την ορθολογικότερη κατανομή τους στο χώρο και το χρόνο,
– είναι δυνατόν με προσεκτικά σχεδιασμένες δράσεις, να επιτευχθεί μια επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου αλλά και μια επέκταση των προορισμών – ή χειμερινή και η ορεινή Ελλάδα, μπορεί να γίνει εξαιρετικά θελκτική για κάποιες κατηγορίες τουριστών, η άνοιξη και το φθινόπωρο εκτός από τον εξαιρετικό καιρό έχουν επίσης πάμπολες παραδοσιακές, πολιτιστικές, αθλητικές, περιπατητικές και φυσιολατρικές δραστηριότητες που θα μπορούσαν να γοητεύσουν τους επισκέπτες αν τις κάναμε προσβάσιμες σε αυτούς. Τα χωριά του Πάρνωνα και του Ταΰγετου, της Ευρυτανίας, της Ηπείρου και της Θράκης διαθέτουν τεράστιο πλούτο, φυσικό και πολιτισμικό, που περιμένει να αναδειχθεί αλλά και να διατηρηθεί,
– είναι αναγκαίο να προχωρήσει άμεσα ο σχεδιασμός δομών υποστήριξης του τουρισμού δράσης, εκπαίδευσης κι εξερεύνησης. Αρχαιολογικοί χώροι, μονοπάτια, φαράγγια, ποτάμια, γεφύρια, οικισμοί, ιαματικά λουτρά, δρυμοί, οικισμοί και συνοικίες πόλεων με ιδιαίτερη ιστορία, υποθαλάσσια αξιοθέατα, μνημεία της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής, ειδικές καλλιέργειες, συγκεντρώσεις της πολύμορφης πανίδας και χλωρίδας, ακόμα και στοιχεία του ορυκτού μας πλούτου και άλλα πολλά θαυμαστά στοιχεία της πολυποίκιλης φύσης και της πλούσιας παράδοσης της χώρας μας, θα πρέπει να διασωθούν από την ερήμωση, την εγκατάλειψη και την καταστροφή και να αποτελέσουν ισάριθμους πόλους έλξης και πρωτοβουλιών αναβάθμισης και μακροχρόνιας διατήρησης τους.
Παρά τις προσπάθειες που υπάρχουν τα τελευταία χρόνια, το τουριστικό μοντέλο που ακολουθεί η χώρα είναι μαζικά προσδεμένο στον ήλιο, στη θάλασσα και στο καλοκαίρι. Ο παγκόσμιος τουρισμός δεν περιορίζεται στους δύο ή τρεις καλοκαιρινούς μήνες. Το ότι στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει την ιδέα μιας μαζικής – ενίοτε και ανυπόφορης – προσέλευσης επισκεπτών που κατακλύζουν τα παραθαλάσσια μέρη για να χαρούν τον ήλιο και τη θάλασσα, ενώ τους υπόλοιπους εννέα ή δέκα μήνες του χρόνου τα ίδια αυτά μέρη εμφανίζουν εικόνες ερήμωσης, δεν οφείλεται σε μιαν αναπότρεπτη αναγκαιότητα. Οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο έχει αντιμετωπιστεί ως τώρα η τουριστική δυνατότητα της χώρας. Ο ήλιος και η θάλασσα είναι βέβαια εξαιρετικά τουριστικά πλεονεκτήματα. Όμως δεν είναι μόνον αυτά που έχει να επιδείξει η χώρα μας. Ο καιρός στην Ελλάδα είναι φιλικός και ευχάριστος σχεδόν όλο το χρόνο και σχεδόν σε όλους τους τόπους. ‘Ίσως μάλιστα μέσα στον 21ο αιώνα, λόγω της κλιματικής αλλαγής και της αύξησης της συχνότητας και της έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων, ιδιαίτερα του καύσωνα, τα καλοκαίρια να είναι ανυπόφορα για τουρίστες (και κατοίκους) που δεν έχουν συνηθίσει σε τέτοιες θερμοκρασίες και συνθήκες.
Είναι ανάγκη να αναδειχθούν σε κάθε περίπτωση δραστηριότητες και αξιοθέατα που μπορούν να προσελκύσουν επισκέπτες σε όλη τη διάρκεια του έτους μειώνοντας ταυτοχρόνως την υπερβολική συγκέντρωση τουριστών σε κάποιες περιοχές μέσα στους καλοκαιρινούς μήνες. Μόνο που αυτά θα έπρεπε να οργανωθούν και να προβληθούν με ολοκληρωμένο τρόπο, δεν μπορεί να είναι υπόθεση μόνο των ξενοδόχων και πρακτόρων που έχουν αναλάβει σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα την εκμετάλλευση του τουριστικού προϊόντος της χώρας. Δεν μπορούν να γίνουν αν ο «σχεδιασμός» αφορά μια «αρπαχτή του καλοκαιριού» που μπορεί να διασφαλίζει εισοδήματα για ολόκληρο το χρόνο. Χαρακτηριστικά ήταν άλλωστε τα επιδόματα ανεργίας που κάλυπταν τη τεράστια «νεκρή περίοδο» για τους απασχολούμενους στον τουρισμό, επιδόματα που δεν επιφορτίζονταν οι ξενοδόχοι ακόμα και την εποχή της «ευημερίας», αλλά το κράτος, δηλαδή τελικώς οι φορολογούμενοι.
Βιώσιμα μοντέλα οικοτουρισμού και τουρισμού ήπιας δράσης για προστασία φυσικών περιοχών, ορεινών περιοχών και συμπληρωματικά έσοδα για την τοπική οικονομία
Θεωρούμε ότι είναι αδιανόητο να αποφασίζεται η τύχη των περιοχών απείρου κάλους και των προστατευόμενων περιοχών Natura (ΦΥΣΗ) 2000 από το ΤΑΙΠΕΔ ή το «Υπερταμείο». Υπάρχουν πολλά καλά παραδείγματα για το πώς ο σωστός σχεδιασμός και η εφαρμογή διαχειριστικών σχεδίων και οικονομικών δραστηριοτήτων συμβατών με την διατήρηση των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας (μεταξύ άλλων και οικολογικών μορφών τουρισμού, παρατηρήσεων, επιστημονικής έρευνας) μπορούν να στηρίξουν τόσο την τοπική όσο και γενικότερα την εθνική οικονομία. Κατάλληλες πολιτικές και πρακτικές που στηρίζονται στον ουσιαστικό διάλογο, στην συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και στον επιστημονικό – οικολογικό σχεδιασμό μπορούν να αναδείξουν νέους ρόλους για τους φορείς διαχείρισης και τις τοπικές κοινωνίες, να προσφέρουν διέξοδο για ποιοτική εργασία για χιλιάδες νέους και ντόπιους και να ενδυναμώσουν τις τοπικές οικονομίες. Θεωρούμε ότι χρειάζεται να περνούν από αυστηρό κοινωνικό κι επιστημονικό έλεγχο περιβαλλοντικών επιπτώσεων όλες οι μελέτες για τουριστικές επιχειρήσεις που προβλέπουν ως τόπο εγκατάστασης τέτοιες περιοχές καθώς και αρχαιολογικούς χώρους. Είναι προς όφελος της βιωσιμότητας.
Στην Ελλάδα ο τουρισμός βρίσκεται συγκεντρωμένος σε συγκεκριμένες περιοχές. Βασικά σε παράκτιες περιοχές, στα νησιά και κάπως σε ορισμένες πόλεις. Είναι άραγε μόνο αυτές οι περιοχές τουριστικά αξιοποιήσιμες; Φυσικά και όχι. Ίσως δεν θα μπορούσαμε να γίνουμε Ελβετία, είναι καλό όμως να θυμόμαστε πως τόσο η Ελβετία όσο και άλλες χώρες, αποκομίζουν ένα πολύ καλό τουριστικό όφελος, χωρίς να διαθέτουν ούτε ήλιο, ούτε θάλασσα, αλλά ταυτοχρόνως διατηρούν την ποιότητα του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος τους!
Η δική μας χώρα διαθέτει όλα τα φυσικά πλεονεκτήματα που είναι αναγκαία για να προσελκύσουν επισκέπτες που αγαπούν τα βουνά: Φαράγγια, δάση, ποτάμια, πετρόκτιστα γεφύρια, ορεινά χωριά, υπέροχα δασικά μονοπάτια, σπήλαια, δρυμούς. Ποια είναι η κατάσταση σε σχέση με αυτά; Μέχρι και σήμερα, η προσέγγιση τους είναι εφικτή μόνο σε εξαιρετικά οργανωμένους και επίμονους ταξιδιώτες. Συχνά δεν υπάρχει κατάλληλη σήμανση αλλά και καταγραφή σε κάποιο χάρτη. Περιορισμένη είναι η μέριμνα για διευκόλυνση της πρόσβασης, καμιά φροντίδα για εξασφάλιση διαμονής σε ήπια καταλύματα. Καθόλου τυχαία, τα λίγα ορεινά μέρη που προσέλκυσαν χειμερινό τουρισμό τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όπως τα Ζαγοροχώρια, ή ο Παρνασσός, γέμισαν σχεδόν αποκλειστικά από Έλληνες με σημαντική οικονομική άνεση. Φαίνεται άλλωστε ότι αυτό αποτέλεσε και κεντρική πολιτική επιλογή, αφού οι όποιες επιδοτήσεις δόθηκαν σε ορεινές περιοχές, ευνοούσαν αποκλειστικά την δημιουργία ξενώνων πολυτελείας. Κατά τα άλλα, ολόκληρη η ορεινή Ελλάδα, είναι αφημένη στην τύχη της, στο όριο της απόλυτης εγκατάλειψης. Ανύπαρκτες τοπικές συγκοινωνίες, αφρόντιστοι δρόμοι, υποτυπώδεις χαρτογραφήσεις, συνήθως οφειλόμενες στην περιορισμένη προσπάθεια των δήμων ή κάποιων ιδιωτών.
Κι όμως. Η ορεινή Ελλάδα θα μπορούσε όχι μόνο να έχει συγκρατήσει τους κατοίκους της που έφυγαν στις μεγάλες πόλεις και τα νησιά, ακολουθώντας το ρεύμα, αλλά και να τους έχει προσφέρει μια καλή ζωή, αν οι εντόπιοι πόροι κάθε περιοχής είχαν αξιοποιηθεί (και με τον τουρισμό και με άλλους τρόπους) αντί να αφεθούν στην κατάρρευση.
Εμπλουτισμός του τουριστικού προϊόντος με ευκαιρίες δραστηριοτήτων
Όχι δεν υπάρχουν μόνο εκείνοι οι τουρίστες που αντιλαμβάνονται την επίσκεψή τους σε έναν τόπο αποκλειστικά ως ξεκούραση δίπλα στο γαλάζιο της θάλασσας ή της πισίνας. Υπήρχαν πάντα και συνεχίζουν να υπάρχουν, διαφαίνονται μάλιστα σημαντικές ενδείξεις ότι αυξάνονται παγκόσμια, οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τις διακοπές τους ως ευκαιρία μιας ζωογόνας δράσης, που αναζητούν αφορμές νέων εμπειριών, που επιδιώκουν την επαφή με τα στοιχεία της ιστορίας και του πολιτισμού που συνθέτουν την ζωή ενός τόπου. Πόσο μάλλον μιας χώρας όπως η Ελλάδα, όπου τα ίχνη της ιστορίας, της προϊστορίας και της μυθολογίας διαπλέκονται σε κάθε βήμα με τον ιδιαίτερο πλούτο των γεωφυσικών σχηματισμών, των σπάνιων ενδημικών δειγμάτων της μεσογειακής χλωρίδας, την εξαιρετική ποικιλία των πετρωμάτων, δημιουργώντας πολλαπλές συνθέσεις ικανές να χαρίσουν εξαιρετικά βιώματα σε όποιον θελήσει να τις προσεγγίσει όχι ως θεατής μόνον, αλλά ως συμμέτοχος.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν αρχίσει δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους κάποιες μορφές τουρισμού δράσης. Δίπλα στην αμφιλεγόμενη «περιπέτεια» των λογής μηχανοκίνητων παιχνιδιών στη θάλασσα, έχει αρχίσει να υπάρχει μια στοιχειώδης προσφορά σε οργανωμένες εξορμήσεις σε βουνά και ποτάμια, σε καταδυτικές δράσεις, κ.α. Όλα αυτά μέχρι στιγμής στηρίζονταν αποκλειστικά σε πρωτοβουλίες ιδιωτών ή συλλόγων και τα περισσότερα απευθύνονταν κυρίως σε Έλληνες. Όμως έστω και έτσι, μας δίνουν μια εικόνα του τι θα μπορούσε να συνθέσει ένα τουριστικό μοντέλο που δεν θα στηρίζεται στην επιδερμική κατανάλωση του ηγεμονικού μοντέλου το οποίο ισοπεδώνει και το τοπίο και την πολιτισμική ιδιαιτερότητα, αλλά θα προωθεί ένα πρότυπο επωφελούς ανάδειξης της τεράστιας γεωφυσικής, πολιτισμικής και πολιτιστικής ποικιλότητας που συνθέτει την πραγματική φυσιογνωμία του τόπου μας. Ένα από τα τεράστια άμεσα οφέλη που μπορεί να αποδώσει μια τέτοια τάση είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας που, στον αντίποδα της απολύτως αλλοτριωτικής συνθήκης των «γκαρσονιών της Ευρώπης», θα απαιτούσαν και θα καλλιεργούσαν πνεύμα πρωτοβουλίας, ευρηματικότητα, υπευθυνότητα, γνώσεις για τον τόπο και τον πολιτισμό, ενδιαφέρον για τα κοινά.ii
Καλό παράδειγμα ενός τέτοιου μοντέλου είναι το Φεστιβάλ της Βωβούσας που συνδυάζει τέχνη, πολιτισμό, τουρισμό και αναζωογόνηση της τοπικής οικονομίας μέσω παραγωγής φυσικών προϊόντων με βάση βότανα της περιοχής.
Σύνδεση του τουρισμού με την υγεία.
Συχνά ακούμε για «ιατρικό τουρισμό», αλλά αυτό συνδέεται με επίσκεψη αρρώστων σε νοσοκομεία για εγχειρήσεις ή θεραπείες. Εμείς προτείνουμε ένα τουρισμό που συνδέεται με την διατήρηση της υγείας ή και την αποκατάσταση της υγείας με φυσικούς τρόπους.
Ίσως ακούγεται αστείος ο όρος «τουρισμός υγείας» σε έναν τόπο όπου τόσο συχνά, ιδιαίτερα στα νησιά και στα απομακρυσμένα χωριά του, αν αρρωστήσεις κινδυνεύεις να πεθάνεις από την ανυπαρξία δομών υγείας. Μπορούμε όμως φανταστούμε αυτόν τον τόπο να κυβερνιέται από μια λογική διαφορετική από αυτήν που έχουμε συνηθίσει. Τότε θα μπορούσαμε να δούμε χίλιους και έναν τρόπους για να λειτουργήσει η Ελλάδα ως προορισμός «τουρισμού υγείας» και «θεραπευτικού τουρισμού». Αυτά τα μοντέλα έχουν αναπτυχθεί αλλού, στην Ελλάδα εμφανίζονται μόνο οριακά και ως αποτέλεσμα πρωτοβουλιών ευαισθητοποιημένων πολιτών, συνήθως ξένων.
Υπάρχει βέβαια το εξαίρετο κλίμα, που από μόνο του είναι σε κάποιο βαθμό θεραπευτικό. Υπάρχουν ιαματικά λουτρά, που αντί να συνδυαστούν με σύγχρονες υποδομές ικανές να προσφέρουν συνδυαστικά θεραπευτικά αποτελέσματα και να προβληθούν ως πόλος έλξης, στη πλειοψηφία τους βρίσκονται αφημένα στην εγκατάλειψη. Υπάρχουν τα εξαιρετικά προϊόντα της ελληνικής γης, βότανα, πετρώματα, λάδι, μέλι, μαστίχα, θαλασσινά και δεκάδες άλλα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για να συγκροτηθούν προτάσεις «ευζωίας» ικανές να προσελκύσουν ένα αξιόλογο πλήθος επισκεπτών. Υπάρχουν τα μονοπάτια και ειδικά προγράμματα θεραπευτικής πεζοπορίας που κάποιες φορές βλέπουμε να οργανώνουν ξεναγοί από άλλες χώρες. Πολλά προγράμματα διατήρησης της υγείας και αποκατάστασης της υγείας/ θεραπείας μέσω φυσικών τρόπων ενισχύονται και ενθαρρύονται σήμερα από ασφαλιστικούς φορείς διαφόρων χωρών που έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι πόροι που επενδύονται σε τέτοιες δραστηριότητες έχουν σημαντικό αποτέλεσμα όχι μόνο στην διατήρηση της υγείας των πελατών τους αλλά και στις δικές τους οικονομικές επιδόσεις (μείωση της κατανάλωσης φαρμάκων, εισαγωγών σε νοσοκομεία, περιορισμός μακροχρόνιων ασθενειών του πολιτισμού κα).
Αλλά αυτό το μοντέλο απαιτεί ολοκληρωμένο σχέδιο που συνδυάζει την προσέλκυση αυτών των ομάδων τουριστών με την ανάπτυξη νέων μοντέλων για την υγεία στο τοπικό επίπεδο, με έμφαση στα «κοινοτικά μοντέλα οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας» που δεν περιλαμβάνουν μόνο γιατρούς και νοσηλευτές αλλά και άλλες υπηρεσίες και ειδικότητες που σχετίζονται με την υγεία (πχ διατροφολόγους και μάγειρους, γυμναστές και πεζοπόρους, ξεναγούς και καλλιτέχνες κα), στην ενθάρρυνση κι επιστημονική στήριξη προγραμμάτων πρόληψης των ασθενειών (τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους επισκέπτες) που βασίζονται σε φυσική άσκηση, σωστή και ισορροπημένη διατροφή, πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη, κα. Χρειάζονται φυσικά και νέα εργαλεία, όπως είναι η καινοτομία και η χρήση της πληροφορικής τεχνολογίας στην υγεία (e–health, τηλε-αιτρική), σύνδεση με ηλεκτρονικά συστήματα και φόρμες ενημέρωσης για την κατάσταση της υγείας των επισκεπτών που αν χρειαστεί παρέχουν στο ιατρικό προσωπικό σε ελάχιστο χρόνο πληροφορίες σε περίπτωση εμφάνισης κάποιου προβλήματος ή ατυχήματος.
Η γειτονική Βουλγαρία έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια σημαντική παράδοση στον θεραπευτικό τουρισμόiii συνδυάζοντας την φυσική της προίκα σε ιαματικές πηγές με το χαμηλό κόστος των υπηρεσιών. Δεν αναφέρουμε το παράδειγμα της Βουλγαρίας για να ισχυριστούμε ότι είναι δυνατή η ακριβής ή ευκταία η αντιγραφή του δικού της τουριστικού μοντέλου. Αλλά για να δείξουμε πως ο τουρισμός υγείας έχει δυνατότητες, οι οποίες αν συνδυαστούν εμπνευσμένα με άλλα στοιχεία μπορούν να δημιουργήσουν ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο ανάπτυξης και απασχόλησης. Και να το αντιπαραβάλουμε με την ελληνική κατάσταση αυτή τη στιγμή, όπου από τις τουλάχιστον 20 αναγνωρισμένες ιαματικές πηγές που υπάρχουν πάμπολλες είναι είτε εγκαταλελειμμένες είτε περιορισμένες σε ημιάθλιες εγκαταστάσεις, ενώ η ιδέα ‘γιατρός που εργάζεται στον τουρισμό’ μας είναι βέβαια άγνωστη. Ως αποτέλεσμα , η ιδέα ‘γιατρός που εργάζεται στη Γερμανία’, έχει γίνει εξαιρετικά οικεία.
Οι πλατφόρμες οικονομίας διαμοιρασμού (και) στον τουρισμό
Πρόσφατα, ένα εντελώς καινούργιο για τα τουριστικά δεδομένα φαινόμενο, ήρθε να επαναφέρει στο προσκήνιο σκέψεις για τις άπειρες εναλλακτικές δυνατότητες. Οι ιστοσελίδες που στηρίζουν την οικονομία διαμοιρασμού (με γνωστότερη όλων το AirBNB) σε ελάχιστο χρόνο έχουν καταφέρει να προσελκύσουν εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, είτε ως ταξιδιώτες, είτε ως ιδιοκτήτες καταλυμάτων.
Ποιά είναι τα δύο μυστικά αυτής της μορφής τουριστικής δραστηριότητας; Είναι κυρίως δύο: Το πρώτο είναι ότι μειώνοντας δραστικά τα έξοδα των διάφορων ειδών μεσιτών και πρακτόρων επιτρέπουν στους ταξιδιώτες να εξασφαλίζουν οικονομική διαμονή, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν σημαντικά έσοδα στους ιδιοκτήτες των καταλυμάτων. Ο δεύτερος λόγος, όμως, είναι επίσης ουσιώδης: Αυτός ο τρόπος ενοικίασης σπιτιών επιτρέπει την γνωριμία του επισκέπτη με την φυσιογνωμία του τόπου τον οποίο επισκέπτεται. Στηρίζεται σε μια ιδέα για τα ταξίδια που μοιάζει πολύ περισσότερο με την άποψη των αρχαίων ότι τα ταξίδια είναι πηγή γνώσης και καλλιέργειας παρά σε εκείνη που θεωρεί ότι ο τουρισμός ελκύεται βασικά από την ιδέα μιας ξαπλώστρας μπροστά στη θάλασσα – ή την πισίνα. Και η μαζική γήτευση, ιδιαίτερα των νεώτερων γενεών, από τις ιστοσελίδες αυτές, δείχνει με πολύ σαφή τρόπο ότι οι άνθρωποι που αντιστέκονται στην εξομοιωτική μαζικότητα και αναζητούν μια ποιότητα στη ζωή και τα ταξίδια τους δεν είναι καθόλου λίγοι. Ένα τουριστικό σχέδιο που θα απευθυνόταν σε αυτούς, δεν είναι άτοπο. Είναι εφικτό και μπορεί να είναι και κερδοφόρο. Όχι για μερικούς, αλλά για το κοινωνικό σύνολο. Μπορεί να συμπληρώσει και να διορθώσει το τουριστικό πρότυπο που αυτή τη στιγμή ηγεμονεύει, με ένα τρόπο που θα είχε εξαιρετικά σημαντικά αποτελέσματα και στο άμεσα οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο συνολικό περιβαλλοντικό και πολιτιστικό αποτύπωμα του τουρισμού στην χώρα.
Οι πλατφόρμες οικονομίας διαμοιρασμού πράγματι αναδιατάσσουν το οικονομικό τοπίο και στον τουρισμό. Θα μπορούσαν, λοιπόν, να είναι ένα εργαλείο προσφοράς όχι μόνο διαμονής, αλλά και ανάπτυξης όλων των άλλων ειδών υπηρεσιών ή προϊόντων (ξενάγηση, δραστηριότητες, τοπικά προϊόντα κτλ.), που θα συνδέουν πολίτες και ταξιδιώτες. Επίσης, το διαδικτυακό μάρκετινγκ επιτρέπει την στόχευση του σχετικού κοινού, που είναι σε ανοδική τάση παγκοσμίως. Μπορεί, όμως, οι πλατφόρμες αυτές να μετατραπούν και σε εργαλείο απορρύθμισης κανόνων και φορολογικών πολιτικών καθώς και συγκέντρωσης όλης της σχετικής δραστηριότητας σε λίγες μόνο, που διαστρεβλώνουν την έννοια της οικονομίας διαμοιρασμού, αφού από την στιγμή που εισάγονται σε χρηματιστήριο, ο απώτερος στόχος τους γίνεται η μεγιστοποίηση των μετοχικών κερδών, εις βάρος πολλές φορές των αρχών της οικονομίας διαμοιρασμού, η οποίες αξιοποιούνται καλύτερα στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας.
Υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη συνεχούς αξιολόγησης των εξελίξεων αλλά και δημιουργίας τόσο κανόνων όσο και σχετικών εναλλακτικών μορφών και πλατφορμών που θα εξυπηρετούν τις τοπικές κοινωνίες και την ολοκληρωμένη ανάπτυξη υπηρεσιών που διασφαλίζουν την κοινωνική και οικολογική βιωσιμότητα των περιοχών.
Θεωρούμε, επίσης, ότι πρέπει να ερευνηθεί με ολοκληρωμένο τρόπο η επίπτωση ενός τέτοιου μοντέλου στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που σήμερα επιβαρύνονται με μεγάλα κόστη λειτουργίας όσο και με φορολογικές και γραφειοκρατικές επιβαρύνσεις.
Αποσπάσματα από την Διακήρυξη των Πράσινων Κομμάτων της ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ για έναν βιώσιμο τουρισμό στη Μεσόγειο
Αν και παλιότερη, η Διακήρυξη των Πράσινων Κομμάτων της Μεσογείου για ένα βιώσιμο τουρισμό στη Μεσόγειο περιλαμβάνει διαπιστώσεις και προτάσεις που παραμένουν επίκαιρες:
Ο τουρισμός μπορεί να γίνει βιώσιμος, εάν εφαρμοστούν οι ακόλουθοι στόχοι:
– Συντήρηση και ενίσχυση του τοπίου, της πολιτιστικής και περιβαλλοντικής κληρονομιάς
– Διατήρηση μιας ισορροπίας με τους άλλους παραγωγικούς τομείς
– Βελτίωση της ποιότητας των συνθηκών ζωής και εργασίας των τοπικών κοινοτήτων
– Επιδίωξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής ανάπτυξης και ενίσχυσης της τοπικής δημοκρατίας.
Ο τουρισμός είναι ένας εύθραυστος και ασταθής τομέας λόγω της εξάρτησης από εξωτερικούς παράγοντες, από πιθανές αλλαγές των συνηθειών, την απώλεια της αγοραστικής δύναμης των πελατών, τον ανταγωνισμό, τις οικονομικές διακυμάνσεις στις χώρες που παράγουν τις ροές τουρισμού. Επιπλέον, η περιοχή της Μεσογείου είναι ιδιαίτερα τρωτή εξαιτίας των εύθραυστων οικοσυστημάτων, της έλλειψης νερού, της κλιματικής αλλαγής και των ενδημικών κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων. Απαιτείται επομένως ολοκλήρωση των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών διαστάσεων προκειμένου να προωθηθεί ο βιώσιμος τουρισμός. Ο τομέας του τουρισμού δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως εμπορικό προϊόν και δεν πρέπει να υποβληθεί στους κανόνες του ΠΟΕ.
Ιδού μερικά βασικά μέτρα για να προωθηθεί η ενσωματωμένη ανάπτυξη και ο “πράσινος” τουρισμός:
α) Συντονισμένες πολιτικές μεταξύ των περιοχών προέλευσης και των περιοχών προορισμού τουριστών, μεταξύ των τουριστικών φορέων και των τοπικών κοινοτήτων
β) Αυξανόμενη κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική συνεργασία μεταξύ του Βορρά και των νότιων ακτών της Μεσογείου για να αποτραπούν οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες και ο αθέμιτος ανταγωνισμός
γ) Αστικός και εδαφικός σχεδιασμός, που δίνει προτεραιότητα στην αξιοποίηση με την ανανέωση των υπαρχουσών εγκαταστάσεων αντί της νέας τουριστικής ανάπτυξης, που επιδιώκει οφέλη για ολόκληρη την τοπική κοινότητα, και όχι μόνο για ορισμένους τομείς της οικονομίας
δ) Διατήρηση και αποκατάσταση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, συμπεριλαμβανομένου του βιώσιμου σχεδιασμού των τοπίων
ε) Περιορισμοί στον αριθμό και στην ένταση πρόσβασης στις ευαίσθητες περιοχές των τουριστών, με βάση τη «φέρουσα ικανότητα» αυτών των περιοχών
στ) Φορολογικά μέτρα που να μετριάζουν τις περιβαλλοντικές συνέπειες, ρυθμίζουν το μαζικό τουρισμό, υποκινούν την κοινωνική συμμετοχή στην περιβαλλοντική διαχείριση, και εσωτερικοποιούν το κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος ανάπτυξης του τουρισμού.
ζ) Προώθηση των κατάλληλων και σταθερών μορφών εργασίας
η) Συμμετοχή των θεσμικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων στη δημοκρατική διαχείριση των προγραμμάτων τουρισμού
θ) Νέες πολιτικές για να αυξηθεί η ποιότητα του τουρισμού, όπως η ειδίκευση και η μόνιμη κατάρτιση, η χρήση των νέων βιώσιμων τεχνολογιών, εναλλακτικές συνεταιριστικές και διοικητικές τοπικές πρωτοβουλίες
ι) Στρατηγικές μάρκετινγκ και πληροφοριών, που αποφεύγουν την παραπλανητική διαφήμιση και προάγουν, αντίθετα, την οικολογική σήμανση και πιστοποίηση, ελέγχουν και αξιολογούν διεθνείς συμφωνίες κλπ, επομένως αποφεύγουν τα αρνητικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης και της τυποποίησης του τουρισμού
κ) Ενθάρρυνση του οικο- και αγρο-τουρισμού μέσα σε μια στρατηγική αγροτικής ανάπτυξης, που προωθεί τις τοπικές παραδοσιακές δραστηριότητες και συντηρεί τη βιοποικιλότητα, όταν και οι δύο διακυβεύονται από τις σημερινές τάσεις του μαζικού τουρισμού
λ) Ανάπτυξη των δεικτών βιωσιμότητας που θα εφαρμοστούν στην οικονομική έρευνα για τον τουρισμό και θα χρησιμοποιηθούν από τα τοπικά και περιφερειακά όργανα για τον έλεγχο της αναπτυξιακής και τουριστικής πολιτικής.
iii Η δημοκρατία της Βουλγαρίας έχει 48 ορεινά θέρετρα, 15 παραθαλάσσια θέρετρα και 38 ιαματικά λουτρά. Η χώρα είναι γνωστή για το υψηλά καταρτισμένο προσωπικό, εξαιρετικά καταλύματα και μια ποικιλία προγραμμάτων και υπηρεσιών, όπως: μασάζ, λουτρά με μεταλλικό νερό, λουτρά με μαργαριτάρια, ρεφλεξολογία, παραδοσιακό βελονισμό, θεραπευτική άσκηση, βελονισμός, θεραπεία με λέιζερ, πιεσοθεραπεία, θεραπεία παραφίνης, μελισσοθεραπεία, φυτοθεραπεία, λάσπη, αρωματοθεραπεία, τα προγράμματα κατά του στρες, προγράμματα διατροφής και τα προγράμματα απώλειας βάρους λουτροθεραπείας, σάουνα, σολάριουμ, γυμναστήριο, ιατρικά καλλυντικά και άλλα. Όλα αυτά μπορούν να συνδυαστούν με άλλα τουριστικά προγράμματα που εκπροσωπούν την πολιτιστική κληρονομιά, την παραδοσιακή κουζίνα και τη λαογραφία και τις παραδόσεις της Βουλγαρίας.