
το άρθρο δημοσιεύθηκε στο ecopress εδώ
Μετά από 45 χρόνια αναζήτησης λύσεων για την ολοκληρωμένη διαχείριση των αποβλήτων, μετά από σειρά βαρύτατων πoινών και προστίμων που έχουν επιβληθεί στη χώρα μας από μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα προσπαθεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό με μία από τις παλαιότερες τεχνολογίες διαχείρισης αποβλήτων που σταδιακά εγκαταλείπουν όλες οι Ευρωπαϊκές πόλεις, την τεχνολογία της καύσης των αποβλήτων.

Και φέρνει η Κυβέρνηση σε διαβούλευση, αρχές Αυγούστου, μια Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) για την κατασκευή έξι εργοστασίων καύσης, έως το 2029, σε διάφορες περιοχές της χώρας και έτσι η χώρα μπαίνει «θριαμβευτικά» στον χώρο των Waste‑to‑Energy (W2E).
Για πρώτη φορά το κράτος αποκαλύπτει δημόσια ότι δεν έχει καταφέρει τίποτε έως τώρα με τους στόχους ανακύκλωσης και κυκλικής οικονομίας – άρα ομολογεί την πλήρη αδυναμία του, παρά το ότι η ανακύκλωση και η προδιαλογή αποτελούν βασικούς πυλώνες του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ)
Η Κυβέρνηση προσπαθεί να μας πείσει ότι χωρίς την ανάπτυξη θερμικών μονάδων για την ενεργειακή αξιοποίηση των υπολειμμάτων, ο στόχος είναι πρακτικά ανέφικτος. Δηλαδή, χωρίς την καύση, θα συνεχίσουμε να θάβουμε απορρίμματα στις χωματερές.
-Τι ντροπή!
Τόσα χρόνια και το Κράτος αδυνατεί να εφαρμόσει στοιχειωδώς τους κανόνες και τις ευρωπαϊκές οδηγίες και ο όγκος των παραγόμενων ΑΣΑ που δεν μπορούν να ανακυκλωθούν ή να κομποστοποιηθούν εκτιμάται ότι θα είναι περίπου 1,45 εκατομμύρια τόνους το 2030. Και αυτό γιατί δεν γίνεται ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίησης!
Το αρμόδιο Υπουργείο υπόσχεται ότι επιτέλους θα λύσει το χρόνιο πρόβλημα των χωματερών και ταυτόχρονα θα παρέχει και νέα «πράσινη» ενέργεια, ενώ ήδη εδώ και καιρό μεγάλη προβληματική έχει αναπτυχθεί με πολλά και σοβαρά ερωτήματα, με την έκδηλη ανησυχία ότι για άλλη μια φορά θα «κάψουμε» κυριολεκτικά και την τελευταία ευκαιρία για να μπει η Ελλάδα στον δρόμο προς την κυκλική οικονομία.
Η Ελλάδα, μια χώρα που βρίσκεται στις χειρότερες θέσεις της ΕΕ ως προς τις επιδόσεις της στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων όταν περισσότερο από το 80% των αποβλήτων της καταλήγουν σε χωματερές, το πραγματικό ποσοστό ανακύκλωσης δεν ξεπερνά το 16% και η παραγωγή απορριμμάτων συνεχίζει να αυξάνεται κατά σχεδόν 70 – 75%, πράγμα που μας κατατάσσει στην 5η χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών της ΕΕ.
Το σχέδιο της Κυβέρνησης για την καύση των αποβλήτων περιλαμβάνει την κατασκευή έξι μεγάλων μονάδων W2E που θα κατασκευαστούν μέσω ΣΔΙΤ παρέχοντας τις κατάλληλες οικονομικές ευκολίες και «εξυπηρετήσεις» για τους επενδυτές ως κίνητρο, με εγγυημένη την τιμή των 88 €/MWh για την ενέργεια και gate‑fee έως 138 €/τόνο απορριμμάτων, κάτι που εκ προοιμίου αντιστρατεύεται απολύτως την ανακύκλωση.
Υποστηρίζεται ότι η χρηματοδότηση θα γίνει από τα ευρωπαϊκά ταμεία και δικαίως αναρωτιόμαστε πως θα γίνει αυτό αφού η ΕΕ δεν θεωρεί πλέον την καύση των απορριμμάτων ως «πράσινη» περιβαλλοντική πρακτική και δεν την χρηματοδοτεί εξ ολοκλήρου, όπως έκανε παλαιότερα. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την Πράσινη Συμφωνία και την Στρατηγική για την Κυκλική Οικονομία έχει εισάγει στην Ευρώπη μια νέα φιλοσοφία που αγγίζει τους πολύτιμους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον.
Από την άλλη πλευρά, η Κυβέρνηση, που δίνει έμφαση στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, προσπαθεί να παρουσιάσει την λύση της καύσης ως μοναδική και αναντικατάστατη.
Ας σοβαρευτούμε λοιπόν και ας δούμε τι μπορεί να πετύχει η χώρα, χωρίς την καύση, παρά το ότι οι επιδόσεις της είναι απογοητευτικές.
Οι μελέτες ειδικών καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα μπορεί έως το 2040 να μειώσει κατά 35% τα απόβλητά της και να ανακυκλώνει το 90% των απορριμμάτων, χωρίς να καταφύγει σε αχρείαστες επενδύσεις που υπονομεύουν την πορεία της χώρας προς την κυκλική οικονομία, αρκεί να εφαρμόσει τις κοινοτικές οδηγίες που ήδη έχουν εδώ και χρόνια ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο και να ασπαστεί επιτέλους την διαλογή στην πηγή και την αρχή «πληρώνω όσα πετάω».
Μόνο αν τηρηθεί η ιεραρχία διαχείρισης των αποβλήτων, δηλαδή τα πέντε (5) διακριτά βήματα, πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, διαχείριση υπολείμματος και μόνο στο τέλος, σαν τελευταίο και απευκταίο βήμα, την καύση ή ταφή όσων απορριμμάτων δεν ήταν εφικτό να διαχειριστούν στα προηγούμενα βήματα, τότε θα είμαστε σε θέση να έχουμε ένα βιώσιμο σύστημα διαχείρισης.
Τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν, ώστε να βαδίσει η χώρα προς την κυκλική οικονομία, σεβόμενη τις δεσμεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ορθή και βιώσιμη διαχείριση των αποβλήτων είναι απολύτως γνωστά και περιλαμβάνουν: να πληρώνουμε ανάλογα με τις ποσότητες που πετάμε (και όχι με τα τετραγωνικά του σπιτιού μας), να κάνουμε διαλογή στην πηγή των αποβλήτων και κυρίως των βιοαποβλήτων «πόρτα – πόρτα», όπως συμβαίνει με επιτυχία σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και να δημιουργηθούν αποτελεσματικά και διαφανή συστήματα ανακύκλωσης, ώστε οι επιχειρήσεις να αναλαμβάνουν το πραγματικό κόστος των απορριμμάτων τους.
Αν είχαμε υιοθετήσει αυτά που οφείλαμε να υιοθετήσουμε και να εφαρμόσουμε τότε η χώρα μπορούσε να πετύχει τους στόχους. Αυτό μπορεί να το κάνει και τώρα εάν άμεσα εφαρμοστούν οι συγκεκριμένες πρακτικές.
Έτσι, μέχρι το 2030 η χώρα μπορεί να μειώσει τα απορρίμματά της κατά 35%, να περιορίσει την σπατάλη τροφίμων κατά 50%, να οδηγήσει σε ανακύκλωση το 90% των απορριμμάτων της, να θάβει μόλις το 8% των παραγόμενων απορριμμάτων, να εξοικονομήσει τουλάχιστον 3 δισεκατομμύρια ευρώ σε επενδύσεις στη διαχείριση των απορριμμάτων. «Το μοντέλο διαχείρισης που προκρίνει σήμερα η Πολιτεία θα κοστίσει πάνω από 5-5,5 δισεκατομμύρια ευρώ, για αχρείαστες επενδύσεις, με πόρους που θα προέλθουν αποκλειστικά από τους φορολογούμενους. Αντιθέτως, ένα διαφορετικό μοντέλο με έμφαση στην πρόληψη και την ανακύκλωση, θα κοστίσει τουλάχιστον 3 φορές λιγότερο, αξιοποιώντας διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους και δημιουργώντας πολλαπλά οφέλη στην οικονομία, την κοινωνία, την αγορά εργασίας, τη δημόσια υγεία και φυσικά το περιβάλλον» ..
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η καύση των σκουπιδιών είναι μια κακή αντιπεριβαλλοντική πρακτική. Γιατί εκτός των άλλων και ακόμη και αν τηρούνται οι περιβαλλοντικοί όροι λειτουργίας των μονάδων καύσης θα έχουμε τεράστια παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου.
Η καύση ενός τόνου αποβλήτων οδηγεί στην έκλυση περίπου 1-1,2 τόνων CO2), ενώ προκαλεί την έκλυση τοξικών αέριων ρύπων (πχ. διοξίνες, πτητικά βαρέα μέταλλα). Από την άλλη πλευρά, η ανακύκλωση προκαλεί σχεδόν 75-80% λιγότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε σχέση με την καύση.
Μια τέτοια επιλογή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ακόμη και αν διασφαλισθούν οι καλύτερες δικλείδες λειτουργίας των έξι εργοστασίων.
Η Ελλάδα βρίσκεται απελπιστικά πίσω στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων και η σημειακή βελτίωση δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή. Η διαχείρισή τους χρειάζεται να αποτελέσει σημείο σύγκλισης για όλες τις υγιείς πολιτικές δυνάμεις, καθώς η προβληματική διαχείριση μπορεί να φέρνει πολλά κέρδη σε λίγους, αλλά προκαλεί πολλαπλάσια βλάβη στα δημόσια οικονομικά, το περιβάλλον και στην υγεία των πολιτών.
Επιπλέον μόνο έξι μεγάλες μονάδες θα έχει επιπτώσεις και με τις μακρινές μεταφορές, τόσο σε κόστος, όσο και σε ρύπους, ενώ η διπλή επιδότηση, όσο κι αν κάνει τους διαγωνισμούς πιο ελκυστικούς, κλειδώνει μια ακριβή τεχνολογία για δεκαετίες — ανεξάρτητα από το αν αύριο προκύψουν φθηνότερες, καθαρότερες λύσεις.
Ένα είναι βέβαιο: ότι η επιλογή αυτή της Κυβέρνησης είναι πραγματικά «χρυσός» για τους επενδυτές, τόσο ως προς τα σταθερά υψηλά έσοδα μέσα από μακροχρόνια συμβόλαια ενώ για τους φορολογούμενους αποτελεί μια μακροχρόνια δέσμευση έμμεσης χρηματοδότησης και μια σταθερά πηγή υψηλού κινδύνου.
*Μαργαρίτα Καραβασίλη Αρχιτέκτων d.p.l.g. Χωροτάκτης Πολεοδόμος MSc, τ. Ειδική Γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας