Τα περισσότερα από τα αιτήματα των Ελλήνων αγροτών είναι όχι μόνο εύλογα, αλλά και πιεστικά. Δυστυχώς φέτος έχει ξεσπάσει η «τέλεια καταιγίδα», εφόσον συσσωρεύτηκαν όλες οι παθογένειες του παρελθόντος και ήρθαν στην επιφάνεια ταυτόχρονα όλες οι αδυναμίες της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης για την αγροτική παραγωγή.
1. Οι επιπτώσεις στην ελληνική γεωργία και την παραγωγή τροφίμων από την κλιματική κατάρρευση αρχίζουν να είναι εμφανείς. Ιδιαίτερα οι πλημμύρες στη Θεσσαλία έβγαλαν εκτός παραγωγής για άγνωστο χρονικό διάστημα μεγάλες εκτάσεις. Η κυβέρνηση πιάστηκε ανέτοιμη να αντιμετωπίσει την κατάσταση και ακόμη προσπαθεί να αντιδράσει με «τσιρότα». Η επίκληση της λειτουργίας της «ελεύθερης αγοράς» για να λύσει τα προβλήματα είναι ατελέσφορη. Οι αγρότες έχουν δίκιο. Χρειάζονται γρήγορες διαδικασίες αποζημιώσεων. Χρειάζεται ένα συνολικό και κοστολογημένο σχέδιο για τη γεωργική ανάκαμψη του κάμπου της Θεσσαλίας. Χρειάζεται αναθεώρηση όλου του αντιπλημμυρικού συστήματος. Χρειάζεται αναπλήρωση της παραγωγής, μέσω της ενίσχυσης άλλων περιοχών της χώρας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι καταστροφές στις καλλιέργειες είναι μεγάλες και συχνές. Φέτος, οι ελιές έχουν ακαρπία, η παραγωγή ρυζιού εξαιτίας του καύσωνα μειώθηκε και οι καταστροφές στα αμπέλια σε κάποιες περιοχές έφτασαν και το 70%. Χρειάζεται άμεσα και επειγόντως πανελλαδικό σχέδιο προσαρμογής στις συνθήκες της κλιματικής κατάρρευσης.
2. Το κόστος ενέργειας, για ηλεκτρικό ή πετρέλαιο, στην αγροτική παραγωγή έχει αυξηθεί υπερβολικά και έχει συσσωρεύσει χρέη για τους παραγωγούς, καθώς τα περιθώρια κέρδους τους είναι περιορισμένα. Ακόμη περισσότερο, το κόστος της ενέργειας δεν εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και με αυτήν την έννοια οι αγρότες σωστά θεωρούν ότι θα μπορούσαν να στηριχθούν από την κυβέρνηση. Η κρίση στις διεθνείς σχέσεις, με δύο πολέμους, οι οποίοι πέρα από τις τοπικές εθνικές διαφορές έχουν έντονη τη διάσταση του ανταγωνισμού για ορυκτά καύσιμα, αλλά και μιας πάλης για την παγκόσμια κυριαρχία, με την ανάπτυξη ενός νέου συγκρουσιακού διπολισμού, παίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση τόσο του κόστους ενέργειας, όσο και του πληθωρισμού. Η κυβέρνηση πρέπει να αποσύρει την ανάπτυξη υποδομών φυσικού αερίου και να ανοίξει τις ευκαιρίες ανάπτυξης Ανανεώσιμων Μορφών Ενέργειας σε μικρούς «παίκτες», Ενεργειακούς Συνεταιρισμούς, σε στέγες σπιτιών και δημόσιων κτηρίων. Επίσης, πρέπει να σταματήσει η αθρόα και απρογραμμάτιστη ενθάρρυνση εγκατάστασης ΑΠΕ σε προστατευόμενες περιοχές και κορυφές βουνών. Υπάρχουν μεγάλες ευθύνες για την καθυστέρηση της αναθεώρησης του χωροταξικού για τις ΑΠΕ. Πρέπει να καταρτιστεί επιτέλους ένα σαφές σχέδιο για την απεξάρτηση της αγροτικής παραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα. Ήταν αίτημα του οικολογικού κινήματος τουλάχιστον τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Μπορούν ακόμη να ενισχυθούν οι αγρότες για να υλοποιήσουν από κοινού επενδυτικά σχέδια που συνδυάζουν γεωργία και ΑΠΕ, ώστε να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να μειωθούν οι εκπομπές αερίων από τη χρήση ορυκτών καυσίμων που αλλάζουν το κλίμα.
3. Οι «μεσάζοντες», οι αγροτοδιατροφικές αλυσίδες και τα μεγάλα υπερκαταστήματα λυμαίνονται και εκμεταλλεύονται τους ενδιάμεσους κρίκους μεταφοράς της τροφής από το χωράφι στο ράφι, απαλλαγμένοι από κάθε μορφής έλεγχο και περιορισμό. Οι αγρότες έχουν δίκιο ότι δεν θα πρέπει να πέφτουν όλα τα βάρη επάνω τους, αλλά οι ενδιάμεσοι κρίκοι να αναλάβουν και αυτοί το κόστος που τους αναλογεί.
4. Πιέσεις ασκούνται από τις ισχυρές εταιρίες αγροχημικών και γενετικά τροποποιημένων για χαλάρωση της νομοθεσίας για τα μεταλλαγμένα με επίκληση δήθεν «νέων μεθόδων τροποποίησης». Η κυβέρνηση οφείλει να στηρίξει την ανεξαρτησία των αγροτών έναντι των εταιριών που θέλουν πατέντες στους σπόρους και την ιδιαιτερότητα των μεσογειακών μας προϊόντων, καταψηφίζοντας τέτοια σχέδια.
5. Το 2023 είναι η πρώτη χρονιά εφαρμογής της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και ο τρόπος που δίνονται οι επιδοτήσεις έχει αλλάξει εντελώς. Ο φόβος ότι η νέα ΚΑΠ θα μειώσει τα αγροτικά εισοδήματα έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση. Το ένα τρίτο των χρημάτων που λάμβαναν οι παραγωγοί με την ενιαία ενίσχυση εξαρτάται από την εφαρμογή περιβαλλοντικών μέτρων με την ένταξή τους σε «οικολογικά σχήματα». Πολλοί αγρότες είναι υποχρεωμένοι να εντάξουν τμήμα των καλλιεργειών τους στη βιολογική γεωργία και αυτό σημαίνει έξτρα κόστος καλλιέργειας. Οι καθυστερήσεις επιτείνουν την αβεβαιότητα. Τόσο ο μηχανισμός του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης όσο και ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ο οργανισμός που είναι υπεύθυνος για τις πληρωμές, ήταν ανέτοιμοι για την εφαρμογή των καινούργιων δεσμεύσεων. Οι εφαρμοστικές αποφάσεις για τη νέα ΚΑΠ από το υπουργείο εκδόθηκαν μόλις το καλοκαίρι και οι πληρωμές από τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν έγιναν σωστά. Δυστυχώς είναι αναμενόμενο από μια κυβέρνηση που δεν πιστεύει στην αναγκαιότητα του “πρασινίσματος” της αγροτικής παραγωγής, αλλά επιμένει να ενισχύει συμφέροντα μεγάλων πολυεθνικών κολοσσών που συνδέονται με τα συμφέροντα του πετρελαϊκού λόμπι.
6. Η ΚΑΠ, με τις μεγάλες χρηματοδοτήσεις, είχε εξ αρχής ως στόχο να αναδιαρθρώσει τις αγροτικές καλλιέργειες προς όφελος των ευρωπαίων πολιτών, αλλά και των πολυεθνικών. Αυτή η αναδιάρθρωση δεν έλαβε υπόψη της τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ντόπιων παραδοσιακών καλλιεργειών (όπως σιτηρά, ελαιόδεντρα, κ.λπ.), με αποτέλεσμα να ερημώσουν εκτάσεις, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός μειώθηκε δραματικά. Από την άλλη, στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι αγρότες δεν αξιοποίησαν όπως θα έπρεπε τις χρηματοδοτήσεις, οι οποίες είτε χάθηκαν, είτε «απορροφήθηκαν» στην αγορά καταναλωτικών προϊόντων. Αυτή η κατάσταση είχε και έχει ως συνέπεια να συρρικνωθεί η αγροτική παραγωγή, αλλά και να δημιουργηθεί ένα αρνητικό κλίμα στο παρελθόν εναντίον των αγροτικών κινητοποιήσεων. Σε αυτό το στρεβλό υπόστρωμα ήρθε η «πράσινη μετάβαση», ως «κερασάκι στην τούρτα», για να επιβάλει νέα μέτρα στους αγρότες, οι οποίοι δεν έχουν «εκπαιδευτεί» σε εναλλακτικές μορφές καλλιέργειας. Αντί να τίθεται ως αίτημα η εγκατάλειψη της «πράσινης μετάβασης», θα πρέπει να ζητήσουμε διόρθωση των στρεβλώσεων και ενίσχυση των μικρών παραγωγών.
7. Η Πράσινη Ευρωπαϊκή Συμφωνία (Green Deal) βάλλεται από όλες τις πλευρές, όπως αναφέρει και σχετικός τίτλος πρόσφατου άρθρου στη Monde. Αγρότες, οδηγοί και βιομήχανοι έχουν ξεσηκωθεί εναντίον των περιορισμών που συνδέονται με την περιβαλλοντική μετάβαση, και η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται αυτή τη δυσαρέσκεια. Εάν ξαναγυρίσουμε στην παλιά ρυπογόνα πολιτική που θέλει το πετρελαϊκό λόμπι, τότε είναι σίγουρο ότι τα προβλήματα θα επιδεινωθούν αντί να επιλυθούν. Γι’ αυτό και χρειάζεται μια διεθνής δημοκρατική απάντηση ενάντια στα συμφέροντα που δεν θέλουν να αλλάξει το σημερινό ενεργοβόρο και ρυπογόνο οικονομικό σύστημα.
8. Οι πιο εμφανείς επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης είναι στις πόλεις και στη γεωργία / ύπαιθρο. Η γεωργία πρέπει με διάλογο, πολιτικές και οικονομικά εργαλεία να αλλάξει προς οικολογική κατεύθυνση προς όφελος των γεωργών, του κλίματος, της υγείας και των καταναλωτών. Αν δεν συγκρατήσουμε την κλιματική κρίση θα κινδυνεύσει όχι μόνο η γεωργία και τα εισοδήματα των αγροτών, αλλά ολόκληρος ο αγροδιατροφικός τομέας. Πόλεμοι και κλιματική – ενεργειακή κρίση, μαζί με αποτυχημένες πολιτικές τινάζουν στο αέρα όλο το σύστημα. Η ακροδεξιά και μεγάλο τμήμα της δεξιάς που αντιδρούν στη δράση για το κλίμα και το πρασίνισμα της γεωργίας είναι εχθροί των γεωργών και της κοινωνίας. Δίκαιες και ισορροπημένες πολιτικές για αλλαγή χρειαζόμαστε και όχι συντήρηση ενός συστήματος που ωφελεί τους λίγους, τις μεγάλες αγροχημικές βιομηχανίες και τις πετρελαϊκές με κέρδη εκατοντάδων δις και καταστροφή όχι μόνο του κλίματος και του περιβάλλοντος, αλλά της κοινωνικής συνοχής και του μέλλοντος. Οι καταστροφές από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην Ελλάδα μέσα στον αιώνα αναμένεται να ξεπεράσουν το 1 τρις. Ποια οικονομία μπορεί να σηκώσει τέτοια μεγέθη; Οι Πράσινοι στηρίζουν πολιτικές που θα προλάβουν τις καταστροφές, ενισχύοντας το πρασίνισμα της γεωργίας και την στήριξη των γεωργών, για να μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτές τις αλλαγές και να συνεισφέρουν στην απαραίτητη στροφή προς την ανθεκτικότητα της υπαίθρου.
9. Να δοθεί το βάρος στην κατεύθυνση να σταματήσει επιτέλους ο πόλεμος στην Ουκρανία, που εκτός από την ανθρωπιστική και παραγωγική κρίση, διευκόλυνε την εισαγωγή αγροτικών προϊόντων από χώρες που δεν τηρούν τα ευρωπαϊκά ποιοτικά στάνταρτ και μάλιστα χωρίς δασμούς.
Όταν το πρόβλημα είναι το κόστος παραγωγής, κάποιοι προτιμούν να κατηγορούν το «πρασίνισμα» της κοινής αγροτικής πολιτικής, ωθώντας τις αγροτικές κινητοποιήσεις προς την ακροδεξιά. Με λίγα λόγια χρειάζεται ενίσχυση των οικολογικών και δημοκρατικών πολιτικών αντί της παρούσας τάσης να ενισχύονται οι αντιπεριβαλλοντικές και αντιδημοκρατικές πολιτικές, τόσο στη χώρα μας, όσο και στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον πλανήτη.