του Πάρι Κακλαμάνου
Με νωπή ακόμη τη μνήμη από την καταψήφιση του νομοσχεδίου για την αποκατάσταση της φύσης από την Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ENVI) την εβδομάδα που μας πέρασε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ) βρίσκεται αντιμέτωπη με σωρό από κρίσιμα ερωτήματα που θα κρίνουν εν πολλοίς την τύχη της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (ΕΠΣ) τους επόμενους μήνες.
Αξίζει να σημειωθεί πως ήταν η πρώτη φορά που η Επιτροπή Περιβάλλοντος του Κοινοβουλίου (ENVI) απέρριψε ένα στοιχείο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας ενώ προηγουμένως, δύο άλλες επιτροπές, της γεωργίας (AGRI) και της αλιείας (PECH), είχαν καταψηφίσει το νομοσχέδιο.
Σύμφωνα με την πρώτη έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Κλιματικής Ουδετερότητας που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα τα μέτρα που έχει λάβει ως τώρα η ΕΕ για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής υπολείπονται των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για την επίτευξη την διακηρυγμένων στόχων της ΕΠΣ, ιδίως στους τομείς της γεωργίας, της δασοκομίας, των εξωτερικών δράσεων και των χρηματοοικονομικών εργαλείων.
Και μπορεί ο στόχος για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ως το 2020 να επιτεύχθηκε από τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-20% σε σχέση με το 1990), αλλά, όπως σημειώνει πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) η πρόοδος αυτή επήλθε, σε κάποιο βαθμό, ως αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων (χρηματοπιστωτική κρίση και πανδημία COVID-19 που μετρίασαν τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης των χωρών-μελών της ΕΕ).
Παράλληλα, τα στοιχεία που συλλέγει η ΕΕ για τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου δεν υπολογίζουν τις εκπομπές που εκλύουν οι τρίτες χώρες ως αποτέλεσμα των εμπορικών συμφωνιών που συνάπτουν με την ΕΕ, ή τις εκπομπές που προκαλούνται από την «διαρροή άνθρακα» (δηλαδή τις εκπομπές που εκλύουν βιομηχανικές μονάδες της ΕΕ που έχουν μεταφέρει μέρος ή σύνολο των δραστηριοτήτων τους εκτός της ΕΕ). Τέλος, τα στοιχεία που συλλέγει η ΕΕ δεν υπολογίζουν τις εκπομπές των αερίων που προέρχονται από τις αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές (δύο κλάδοι που δεν καλύπτονται από το σύστημα εμπορίας εκπομπών που έχει θεσπίσει η ΕΕ).
Πέραν όμως των λογιστικών αδυναμιών που εντοπίζονται στο σύστημα καταγραφής των εκπομπών αερίων το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο οι δράσεις που προωθούνται από την ΕΕ είναι συμβατές με τους διακηρυγμένους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (ΕΠΣ).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι επιδοτήσεις που δίνονται για τις εξορύξεις υδρογονανθράκων. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση του Παρατηρητηρίου Κλιματικής Ουδετερότητας η ΕΕ «προχωράει σε λάθος κατεύθυνση» όσον αφορά τις επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα με τις δαπάνες να «εκτινάσσονται» το 2021 και το 2022 σε σχέση με το 2020 (όπου οι επιδοτήσεις ήδη αντιπροσώπευαν περίπου το 0,42% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ) ως απάντηση στην ενεργειακή κρίση, απόρροια της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Παρόλα αυτά, ο διακηρυγμένος στόχος της ΕΕ είναι η κατάργηση όλων των άμεσων και έμμεσων επιδοτήσεων των ορυκτών καυσίμων το συντομότερο δυνατό, και το αργότερο μέχρι το 2025 (8 th Environmental Action Programme of the EU). Η έκθεση του ΕΕΣ σημειώνει ακόμη πως «τα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα δεν περιλαμβάνουν επαρκή στοιχεία σχετικά με τις επενδυτικές ανάγκες και τις πηγές χρηματοδότησης, ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί κατά πόσο αποτελούν στέρεη βάση για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί με ορίζοντα το 2030. Συνολικά, μέχρι στιγμής εντοπίσαμε ελάχιστες ενδείξεις ότι οι φιλόδοξοι στόχοι της ΕΕ για το 2030 θα μετουσιωθούν σε επαρκή δράση. Δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι θα διατεθεί επαρκής χρηματοδότηση για την επίτευξή τους, ιδίως από τον ιδιωτικό τομέα».
Την ίδια στιγμή η άνοδος των θερμοκρασιών στην Ευρώπη καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού που βγήκε στη δημοσιότητα τον προηγούμενο μήνα η αύξηση της θερμοκρασίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο το 2022 ήταν διπλάσια από τον παγκόσμιο μέσο όρο, με τη μέση θερμοκρασία να σημειώνει άνοδο γύρω στους 2,3 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Το 2022 σημειώθηκε ακραία ζέστη και ξηρασία ενώ πυρκαγιές εκδηλώθηκαν σε ολόκληρη σχεδόν την ήπειρο με «νέα υψηλά» να παρατηρούνται στις θερμοκρασίες της επιφάνειας της θάλασσας και «πρωτοφανή» επίπεδα τήξης των παγετώνων, σύμφωνα με την έκθεση του παραπάνω οργανισμού.
Εν κατακλείδι, η κλιματική απορρύθμιση συνιστά ένα μακροπρόθεσμο, διακρατικό πρόβλημα που απαιτεί συντονισμένες ενέργειες και σχεδιασμό μακράς πνοής από όλα τα μέλη της ΕΕ. Είναι ένα σύνθετο, μακροχρόνιο ζήτημα πολιτικής που επηρεάζει την ευημερία όλων των Ευρωπαίων – και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει μόνη της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα θεσμικά όργανα σε ευρωπαϊκό επίπεδο καλούνται να εντάξουν πλήρως το περιβάλλον και τις απειλές που δέχεται στον τομέα ευθυνών τους.
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία θεωρήθηκε «ακρογωνιαίος λίθος» του πολιτικού προγράμματος της νυν Προέδρου της ΕΕ Von der Leyen όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Ευρωκοινοβούλιο στα τέλη του 2019, ήταν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν εάν θα ξεπεράσει τον σκόπελο των πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των διαφόρων πολιτικών ομάδων στο εσωτερικό του Ευρωκοινοβουλίου (με την ημερομηνία των ευρωεκλογών να πλησιάζει), αλλά και τις αντιφάσεις μεταξύ των διακηρυγμένων στόχων της ΕΕ και των εφαρμοσμένων πολιτικών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.