Για την Πρωτοβουλία «Γέφυρα Διαλόγου»
Αλέξης Ηρακλείδης, ομότιμος καθηγητής, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ανδρέας Στεργίου, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Θόδωρος Τσίκας, πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Στην αναζήτηση ενός οδικού χάρτη για την ειρήνη και την ασφάλεια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ένα βασικό πρωταρχικό ερώτημα που τίθεται είναι ποιο είναι το ζητούμενο από ελληνικής πλευράς: η ελληνική διπλωματική νίκη και η διπλωματική ήττα της Τουρκίας ή η επίλυση µε λύσεις «θετικού αθροίσματος», χωρίς νικητές και ηττημένους, αλλά µόνο κερδισμένους. Ποια από τις δύο αυτές επιλογές είναι η πιο ενδεδειγμένη και η πιο βιώσιμη;
Κατά την πρώτη άποψη, η ελληνοτουρκική συνεννόηση της περιόδου 1999-2011 ήταν αφύσικη, ενώ πολύ πιο φυσιολογική ήταν η αντιπαλότητα και ο ελληνοτουρκικός ψυχρός πόλεμος της περιόδου 1974-1999, όπως και της σημερινής. Η τουρκική επιθετικότητα, ο αναθεωρητισμός των συνόρων και ο επεκτατισμός, που λαμβάνονται ως αξίωμα («η Τουρκία είναι φύσει επιθετική και επεκτατική»), η μόνη επιλογή είναι η εξισορρόπηση ισχύος (με συνεχείς εξοπλισμούς), με συμμαχίες, με αξιόπιστη αποτροπή και διπλωματική ήττα της Τουρκίας ή εν ανάγκη ως ύστατο μέσο ακόμη και με την απειλή ή και χρήση βίας.
Κατά µία άλλη άποψη που επίσης λαμβάνει σοβαρά υπόψη τον παράγοντα της ισχύος και του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των δύο κρατών, η συνταγή που προτείνεται έναντι της στρατιωτικά ισχυρότερης Τουρκίας είναι όχι η κλιμάκωση της διένεξης, η εξισορρόπηση ισχύος και η διπλωματική ή στρατιωτική ήττα του αντιπάλου, αλλά η αντιμετώπιση της Τουρκίας µε νηφαλιότητα και σύνεση, µε ικανή µεν αποτροπή αλλά χωρίς τυμπανοκρουσίες, µε προσπάθειες εμπλοκής (engagement) της Τουρκίας, όπως έγινε µε το Ελσίνκι το 1999 διαμέσου της ΕΕ, µε τελικό σκοπό την ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και την επίτευξη ενός ιστορικού συμβιβασμού, όπως είχε συμβεί το 1930-1940 και το 1945-1953. Εξάλλου, οι δύο χώρες από κοινού επιδίωξαν την ένταξη τους στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και το ΝΑΤΟ.
Κατά μια τρίτη άποψη που υποστηρίζουμε και που έχει αναπτυχθεί κατά κόρον εδώ και 70 χρόνια στο διεπιστημονικό κλάδο της ανάλυσης και επίλυση συγκρούσεων, ο οποίος ξεκίνησε την πορεία του από τη δεκαετία του 1960 οι χρόνιες ιστορικές αντιπαραθέσεις που έχουν οδηγήσει κατά καιρούς και σε ένοπλες συγκρούσεις, δημιουργούν ιδιαίτερα δυσμενή στερεότυπα για τον αντίπαλο (δαιµονοποίηση). Η υποκειμενική αυτή πτυχή καθορίζει την αντικειμενική σύγκρουση συμφερόντων – το ασυμβίβαστο των επιδιώξεων – σε σημείο που τα δύο να γίνονται αδιαχώριστα. Έτσι, τελικά, δεν προβαίνω σε διάλογο µε τον αντίπαλο, δεν διαπραγματεύομαι µε αυτόν, όχι επειδή μια λύση µε αμοιβαίους συμβιβασμούς είναι αδιανόητη ή αναγκαστικά επιζήμια, αλλά επειδή «είναι εχθρός µου» και σε καμία περίπτωση δεν «τον εμπιστεύομαι». Σε μια χρόνια σύγκρουση και τα δύο μέρη ειλικρινά πιστεύουν ότι (α) το δίκιο είναι µόνο με το μέρος τους και ότι (β) όντως απειλούνται από την άλλη πλευρά. Αν όμως το κόστος της συνεχιζόμενης σύγκρουσης φτάσει να υπερβεί τα όποια οφέλη από τη συνέχιση της αντιπαράθεσης και γίνει δυσβάσταχτο, τότε ίσως αρχίσει να ωριμάζει η ιδέα της ανάγκης διαλόγου και ειρηνικής διευθέτησης µε τον αντίπαλο. Υπ’ αυτή την έννοια, όπως έχει λεχθεί πολλές φορές για το ζεύγος Ελλάδα-Τουρκία, οι δύο χώρες είναι καταδικασμένες από τη γεωγραφία να γίνουν φίλοι και συνέταιροι.
Η υπερφαλάγγιση του ενός από τον άλλο µε επιτυχείς στρατηγικές σε βάρος του, αν και προς στιγμή ίσως επιτύχει, τις περισσότερες φορές είναι όμως εφήμερη και χρήσιμη για εσωτερική κατανάλωση και ψηφοθηρία. Η διακρατική αντιπαράθεση σύντομα θα αναζωπυρωθεί. Η συνολική επίλυση επέρχεται μόνο µε απευθείας διαπραγματεύσεις, µε στόχο την πραγματική συνολική επίλυση της διένεξης και όχι απλώς τη μερική διευθέτησή της, µε αποτελέσματα που θα είναι προς όφελος και των δύο πλευρών. Θα πρέπει η επίλυση να ικανοποιεί τις ουσιαστικές ανάγκες και των δύο χωρών και να µην αποτελεί προϊόν επιβολής και εξαπάτησης, αλλά ειλικρινούς και ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους. Οι περισσότερες διακρατικές διενέξεις και αυτό ισχύει και για την ελληνοτουρκική περίπτωση, δεν είναι «μηδενικού αθροίσματος», µε µόνο «κερδισμένο» και «ζημιωμένο». Είναι δυνητικά «θετικού αθροίσματος», υπό την έννοια ότι επιδέχονται όχι µόνο ικανοποιητικό ισομερές μοίρασμα της διαφοράς αλλά και αύξηση της «πίτας» ένεκα της επίλυσης. Λίγες διακρατικές διενέξεις είναι πράγματι μηδενικού αθροίσματος όπως συνέβαινε λίγο πριν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Και πάντως το βέβαιο είναι ότι μόνο λύσεις που είναι αμοιβαία συμφέρουσες είναι βιώσιμες. Αντίθετα, όταν αυτό δεν συνέβη, οδήγησε σε καταστροφικά αποτελέσματα που χρονίζουν (βλ. Κυπριακό).
Για να υπάρχει όμως τέτοια κατάληξη απαραίτητα είναι να ισχύουν ταυτόχρονα σε μια ιστορική στιγμή τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Τουρκία οι εξής εκτιμήσεις: (1) οι ζημίες και οι θυσίες (οικονομικό κόστος, εξοπλισμοί, αίσθηση ανασφάλειας, κ.ά.) από τη συνέχιση της σύγκρουσης να έχουν αποβεί δυσβάστακτες· (2) και τα δύο μέρη να έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι οι μέθοδοι εξαναγκασμού του αντιπάλου να δεχτεί τις απόψεις µας (δηλαδή να του επιβάλουμε τις απόψεις µας) δεν επιτυγχάνουν και ούτε προβλέπεται να επιτύχουν σε βάθος χρόνου· (3) να υπάρχει περιθώριο για αμοιβαίες υποχωρήσεις που δεν είναι δυσβάστακτες· (4) και για τα δύο μέρη ο απολογισμός οφελών-ζημιών από τη συμφωνία, όπως διαμορφώνεται, σε σύγκριση µε τα οφέλη-ζημίες από τη µη επίλυση, κλίνουν σαφώς προς τα οφέλη από τη επωαζόμενη συμφωνία· και (5) το τελικό πακέτο λύσης δεν κρίνεται απαράδεκτο και άδικο, αλλά θεωρείται λογικό, «ένας έντιμος συμβιβασμός», µε λύσεις αμοιβαία συμφέρουσες.
Και πάλι: μόνο λύσεις που είναι αμοιβαία συμφέρουσες είναι βιώσιμες και επιπλέον εδραιώνουν τον αμοιβαίο αλληλοσεβασμό και όχι τον φόβο και την απειλή.