του Νίκου Χρυσόγελου
πρώην ευρωβουλευτή των Πράσινων / EFA
μέλος του Συμβουλίου του νέου κόμματος ΠΡΑΣΙΝΟΙ
Υπάρχει πραγματικά ελληνική στρατηγική για τα ελληνο-τουρκικά ή τελικά συγκρούονται μεταξύ τους αντιφατικές πολιτικές;
Ναι ο Ερντογάν είναι ένας αναξιόπιστος πολιτικός ηγέτης, πριν από όλα για την ίδια τη χώρα του αλλά η Τουρκία δεν είναι μια απομονωμένη χώρα όπως προσπαθούν να παρουσιάσουν συχνά τα ελληνικά κανάλια, διαμορφώνοντας μια πλασματική εικόνα για τη γειτονική χώρα. Ούτε η Ελλάδα είναι μια ασήμαντη χώρα αλλά ούτε και το “καλομαθημένο” παιδί της Δύσης, όπως προσπαθεί συχνά να παρουσιάσει τη χώρα μας ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Ερντογάν. Είναι, Ελλάδα και Τουρκία, δύο χώρες με την δική τους σημασία και με τις δικές τους φοβίες, αδυναμίες και τα δικά τους προβλήματα. Το πιο βασικό πρόβλημα είναι ότι ενώ κατά καιρούς θαραλέοι ηγέτες φτάνουν σε ένα σημείο που μπορεί να οδηγήσει σε εξομάλυνση των διακρατικών σχέσεων, κάτι γίνεται και στο τέλος επανερχόμαστε στη δίνη της αντιπαράθεσης. Από το Ελσίνσκι επιστρέφουμε στην διπλωματία των κανονιοφόρων, και από τη συμφωνία Γκιλμάζ – Παπούλια στην “ενανακούμπηση” και στα Ίμια.
Πάντως, ο σχεδιασμός για εξόρυξη υδρογονανθράκων που έχει καταστεί βασική επιλογή των κυρίαρχων ελληνικών πολιτών δυνάμεων δεν συνεισέφερε στην ενίσχυση της ασφάλειας της χώρας και παράλληλα αντιβαίνει σε δύο βασικές πλέον διαχρονικές πολιτικές:
– Προστασία του κλίματος και έξοδος από τα ορυκτά καύσιμα. Η εξόρυξη και οι αγωγοί θα μας δεσμεύσουν ως χώρα ΚΑΙ οικονομία στα ορυκτά καύσιμα μακροχρόνια, δεν είναι μια συμβατή με τις άλλες πολιτικές επιλογή. Η δέσμευση της χώρας στις μεγάλες πολυεθνικές πετρελαίου και φυσικού αερίου θα είναι από 43-99 χρόνια. Πώς λοιπόν το 2040-2050 θα είναι η οικονομία μας κλιματικά ουδέτερη, δηλαδή απεξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα, όταν τεράστιες επενδύσεις θα γίνουν στην οικονομία εκείνη που πρέπει να εγκαταλείψουμε; Ακόμα και χωρίς εξορύξεις επενδύονται στην οικονομία του παρελθόντος τεράστια ποσά, όπως για παράδειγμα για επέκταση του δικτύου φυσικού αερίου σε 24 πόλεις όταν οι υποδομές θα έπρεπε να αφορούν σε ανανεώσιμη ενέργεια, ενώ οι κρατικές ενισχύσεις στα ορυκτά καύσιμα υπολογίζονται σε 4-5 δις ετησίως, τώρα με την ενεργειακή κρίση μπορεί να φτάσουν τα 12-20 δις. Όσο και να μιλάνε οι πολιτικοί (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) για μια πράσινη οικονομία, αυτή την εννοούν όπως φαίνεται σαν το κερασάκι σε μια δηλητηριασμένη τούρτα
– Διασφάλιση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή μας και στην Α. Μεσόγειο. Στην πραγματικότητα η ιστορία των εξορύξεων και των αγωγών έχει βάλει φωτιά στην περιοχή και έχει εντείνει τα προβλήματα. Η ένταση με την Τουρκία έχει μεγαλώσει με τον “σχεδιασμό των υδρογονανθράκων”. Αλλά είναι δυνατόν να μην το φαντάζονταν οι καθηγητές, οι απόστρατοι και οι πολιτικοί που πιέζουν τις ελληνικές κυβερνήσεις να προχωρήσουν στις εξορύξεις ως εργαλείο γεωστρατηγικής …απομόνωσης της Τουρκίας; Υπήρχε περίπτωση η Τουρκία να αποδεχθεί να μείνει εκτός; Ακόμα και αν υπήρχαν αφελείς Έλληνες διπλωμάτες που θα περίμεναν ότι αυτός ο σχεδιασμός θα οδηγούσε σε απομόνωση κι όχι εξαγρίωση της Τουρκίας, αρκούσε να ακούσουν τις δηλώσεις του Ερντογάν, υπουργών και πολιτικών της γειτονικής χώρας για να αντιληφθούν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αποδεχθεί η Τουρκία να μείνει εκτός παιχνιδιού αλλά και να περικυκλωθεί ασφυκτικά από μια οριοθέτηση της ΑΟΖ με βάση τις ελληνικές επιθυμίες. Ή μήπως κάποιοι, ακόμα και στα κυβερνητικά κλιμάκια και στη Βουλή και στα παραστρατιωτικά στέκια, σπρώχνουν συνειδητά για μια “τελική αναμέτρηση” με την Τουρκία προωθώντας με κάθε τρόπο μέτρα και πολιτικές που μας φέρνουν πιο κοντά σε αυτή την πραγματικότητα; Ξεκίνησαν κάποιοι με τον σχεδιασμό των απόστρατων που προσπάθησαν να αλλάξουν το καθεστώς σε βραχονησίδες και οδηγηθήκαμε στην κρίση των Ιμίων, ενώ στο παραπέντε αποτράπηκε η πολεμική σύγκρουση με την παρέμβαση των Αμερικάνων. Τώρα η μεγαλύτερης έκτασης και εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση μπορεί οργασνωμένα (μάλλον απίθανο) αλλά το πιο πιθανό από “ατύχημα” να οδηγήσει σε σύγκρουση έστω και λίγων ωρών στο Αιγαίο. Η κρίση το καλοκαίρι 2021 ήταν πολύ σοβαρή, αποτράπηκε μια μεγαλύτερη κλιμάκωση με παρέμβαση εξωτερικών δυνάμεων (Γερμανία, ΗΠΑ) αλλά τα πράγματα ηρέμησαν μόνο προσωρινά.
Η υπογραφή των συμφωνιών μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας όσο κια μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας (υποτίθεται ότι) διασφαλίζουν τα εθνικά συμφέροντα, αλλά είναι αποτέλεσμα δαλόγου και συμβιβασμών. Το ίδιο ισχύει και στις σχέσεις με την Β. Μακεδονία. Όσοι/ες δεν παρασύρονται από την μονοδιάστατη σκέψη (και προπαγάνδα) θέτουν κατά συνέπεια σοβαρά ερωτήματα που πρέπει να συζητηθούν δημόσια. Ποια είναι η στρατηγική μας για τις σχέσεις μας με την Τουρκία ανεξαρτήτως ποιος είναι ο ηγέτης της γειτονικής χώρας; Μπορεί να μην μας αρέσει ο Ερντογάν ή και άλλοι πολιτικοί ηγέτες της Τουρκίας, αλλά είναι αλήθεια ότι καλώς ή κακώς η Τουρκία θα είναι για πάντα ο γείτονάς μας, αυτό δεν θα αλλάξει. Είμαστε αποφασισμένοι να προωθήσουμε λύσεις στα προβλήματα με αυτόν τον γείτονα ή όχι; Ποια μακροχρόνια στρατηγική θα επιλέξουμε;
1η Στρατηγική επιλογή: Περιθωριοποίηση κι απομόνωση Τουρκίας (με εργαλεία ΑΟΖ, παραχώρηση θαλάσσιων περιοχών σε μεγάλες πολυεθνικές υδρογονανθράκων, κλιμάκωση στρατιωτικής συνεργασίας με Ισραήλ, νέα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα). Μπορούμε να πολιορκήσουμε και ουσιαστικά να περιθωριοποιήσουμε την Τουρκία στο θαλάσσιο χώρο με διάφορες διπλωματικές ή στρατιωτικές κινήσεις, προβάλλεται ως “ρεαλιστική” προοπτική από τους σχεδιαστές και οπαδούς αυτής της στρατηγικής. Διμερείς συμφωνίες (βασικά με Ισραήλ) και εξοπλισμοί θα είναι το εργαλείο επιτυχίας. Έχουν δοκιμαστεί τα πάντα. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, είναι αδύνατο να απομονωθεί η Τουρκία. Ακόμα και η “ιδιαίτερη προσέγγισή της” για τον πόλεμο στην Ουκρανία (και με τον εισβολέα και με τον αμυνόμενο) δεν οδηγεί σε απομόνωση της Τουρκίας. Η γεωπολιτική σημασία της είναι μεγάλη και κανένας δεν ρισκάρει να δει την Τουρκία να επιλέγει μονίμων (και όχι απλώς διαπραγματευτικά) μια απομάκρυνση από τη δύση. Είτε αφορά την Λιβύη είτε την Ουκρανία είτε τη Συρία – και παρά την εμπλοκή της που την κάνει μέρος του προβλήματος – η Τουρκία προσκαλείται σε όλες τις διεθνείς συνδιασκέψεις και λαμβάνεται υπόψη. Επομένως, είτε αυτό είναι σωστό ή όχι, είτε μας αρέσει ή όχι, η στρατηγική ότι μπορούμε ως χώρα να δοηγήσουμε την Τουρκία σε απομόινωση είναι εκτός πραγματικότητας, δεν είναι ρεαλιστική.
Όμως, είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε ότι δεν θα αντιδράσει η Τουρκία έντονα σε κάθε προσπάθεια απομόνωσης της; Σοβαρά σχέδια προβάλλονται – και μάλιστα με τη συνοδεία χαρτών (όπως ο πιο πάνω) – όπου η Τουρκία είναι αποκλεισμένη σε επίπεδο θαλάσσιων περιοχών, κι αδυνατεί να προχωρήσει σε εξορύξεις. “Ταυτίζονται”, κατά την οπτική αυτή, οι επιθυμίες μας με τις πολύπλοκες νομικές και δικαστικές ερμηνείες του διεθνούς δικαίου, επιθυμίες βέβαια που στοχεύουν στην περιθωριοποίηση της Τουρκίας, παρά την τόσο στενή – γεωγραφικά – επαφή μεταξύ των δύο χωρών; Από άποψη διεθνούς δικαίου αλλά και συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων, οι επιθυμίες ορισμένων κύκλων στη χώρα μας να μετατραπεί το Αιγαίο σε κλειστή ελληνική θάλασσα (όπως πιστεύει ένα σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας αγνωόντας στην πραγματικότητα ποιες περιοχές είναι πράγματι στην ελληνική κυριρχεία και ποιες περιοχές είναι διεθνή ύδατα), δεν βασίζεται στις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου.
Και επειδή αντιλαμβάνονται ότι σε κάθε περίπτωση η γειτονική χώρα θα αντιδράσει (δικαίως ή αδίκως) μπροστά σε μια τέτοια προοπτική αποκλεισμού, προβάλλουν το “επιχείρημα” της ενίσχυσης της πολεμικής μας μηχανής. Προετοιμασία για πόλεμο λένε, για να φοβάται τις συνέπειες μια πολεμικής αντιπαράθεσης η Τουρκία. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής δεν αποκλείεται μια πολεμική αντιπαράθεση, ίσως για κάποιους είναι και ζητούμενο. Αλλά αυτή η στρατηγική ενώ δεν εξασφαλίζει την ειρήνη οδηγεί σε μεγάλες πολεμικές δαπάνες, που θα ξεπεράσουν και τα 18 δις, όταν ήδη έχουν υπάρξει δεσμεύσεις αγορών νέου πολεμικού εξοπλισμού ύψους πάνω από 11 δις για τα επόμενα 2-4 χρόνια.
Τι θα σήμαινε για τη χώρα μας και το μέλλον της μια έστω ολιγοήμερη πολεμική σύγκρουση (είτε από ατύχημα είτε από σκοπιμότητα) που είναι αναπόφευκτη σε κάποια φάση καθώς θα κλιμακώνεται η κρίση στο πλαίσιο μιας παρόμοιας στρατηγικής; Ας πούμε ότι στην πρώτη πολεμική σύγκρουση επικρατούμε προσωρινά ή υπάρχει “ισοπαλία”. Ποιες θα είναι οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές; Θα χάσουν ανθρώπους τους μόνο οι Τούρκοι; Ποιες θα είναι οι συνέπειες στην κοινωνική μας συνοχή και στην οικονομία; Τι διασφαλίζει ότι δεν θα επαναληφθεί μια πολεμική σύγκρουση έστω και για “λόγους τιμής” (αφού στην γειτονική χώρα θα αυξηθεί η πίεση για μια νέα πολεμική περιπέτεια για να αποκατασταθεί η “χαμένη τιμή” σε περίπτωση ήττας της); Κι αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και συμβεί το απίθανο και αδύνατο, να καταληφθεί κάποιο νησί ή βραχονησίδα από τις χιλιάδες που έχουμε στο Αιγαίο; Δεν θα υπάρξει πίεση στην πολιτική ηγεσία μας να την ανακαταλάβει ή να κλιμακώσει τις πολεμικές επιχειρήσεις; Και αν συμβεί αυτό που ανέφερε ο στρατιωτικός μας ότι δηλαδή “πρώτα θα τους κάψουμε και μετά θα ρωτήσουμε ποιοι ήταν”, αυτό δεν θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη στρατιωτική κλιμάκωση; Που σταματάει αυτή η κλιμάκωση; Στα ηλεκτρονικά παιχνίδια ή στην τηλεόραση έχεις δυνατότητα να πατήσεις το κουμπί και να σταματήσει το παιχνίδι. Στην πραγματική ζωή και ιδιαίτερα σε μια πολεμική περιπέτεια, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Ο πόλεμος στην Ουκρανία το αποδεικνύει. Μία από τις δύο χώρες θα πρέπει να καταστραφεί πλήρως ή θα κάτσουμε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης μετά από μια πολεμική αντιπαράθεση και υπό την πίεση του “διεθνούς παράγοντα” να τα βρούμε; Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι σήμερα σημαία μας αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν επώδυνη, οδήγησε στον ξεριζωμό εκατομμυρίων ανθρώπων ως αποτέλεσμα της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο και των εξωπραγματικών φαντασιώσεων ότι θα νικούσαμε κατά κράτος την γειτονική χώρα. Η κυπριακή τραγωδία μας υπενθυμίζει που μπορεί να οδηγήσει ένας τυφλός φανατισμός και εθνικισμός: μια στρατιωτική δικτατορία οργάνωσε ένα πραξικόπημα, αγνόησε τον παράγοντα “αντίδραση Τουρκίας” και τελικά δεν μπόρεσε καν να προβάλει στοιχειώδη αντίσταση στην εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων, ας μην μιλήσουμε για την γελοιοποίηση της επιστράτευσης, τα προβλήματα των στρατιωτικών μονάδων, την κατάρριψη αεροπλάνου μας από φίλια πυρά κ.ά.
2η στρατηγική επιλογή (πράσινη ειρήνη): Βήμα – βήμα επίλυση των ζητημάτων με την Τουρκία με δίκαιο συμβιβασμό, πάγωμα όλων των σχεδίων για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων και στενή συνεργασία στη βάση ενός σχεδίου πράσινης / ανανεώσιμης ενέργειας και πράσινης γαλάζιας οικονομίας
Σε αντίθετη με το πρώτο σενάριο, η στρατηγική ¨πράσινη ειρήνη¨ βασίζεται σε μια προσπάθεια να διαμορφώσουμε βήμα – βήμα μια σχέση συνεργασίας και αυτοσυγκράτησης, αξιοποιώντας έξυπνα τα εργαλεία που προκύπτουν από την συμμετοχή μας στην ΕΕ όσο και διαμορφώνοντας μια λογική πρόταση δίκαιων, μη επώδυνων συμβιβασμών που θα είναι προς όφελος της ειρήνης και θα βασίζονται στην καλή γνώση του Διεθνούς Δικαίου και στην εκ των προτέρων συμφωνία για αποδοχή και από τις δύο χώρες των αποφάσεων του “Δικαστηρίου της Χάγης”. Προφανώς δεν είναι μια εύκολη διαδικασία αλλά σε πρώτη φάση αυτό απαιτεί μια γενναία αποφασιστικότητα (ανάλογη με αυτή των ηγετών Γερμανίας και Γαλλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) αλλά και διαμόρφωση κοινών συμφερόντων και μαλάκωμα των ανταγωνιστικών συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών. Η καλή γνώση του διεθνούς δικαίου μας δίνει επιχειρήματα αλλά και θέτει όρια σε παρανοήσεις που υπάρχουν σε μέρος της κοινωνίας, όπως πχ ότι ΑΟΖ σημαίνει εθνική κυριαρχία (ενώ απλώς σημαίνει οικονομική εκμετάλλευση ή προστασία περιοχών). ότι μποορύμε να ανακηρύξουμε μονομερώς ΑΟΖ (Κάτι που δεν ισχύει, απαιτείται συμφωνία με το άλλο μέρος), ότι οι ακατοίκητες βραχονησίδες έχουν υφαλοκρυπίδα και μπορεί να επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα μονομερώς στα 12 μίλια κ.ά.
Προφανώς δεν μπορεί να είναι κοινό συμφέρον η εξόρυξη υδρογονανθράκων (ακόμα και η από κοινού) μιας και αυτή από μόνη της αποτελεί τρομερή οικολογική και κλιματική απειλή και για τις δύο χώρες. Μπορούμε, όμως, να προτείνουμε να παγώσουν σε όλη την Αν. Μεσόγειο οι έρευνες και η εξόρυξη υδρογονανθράκων για κλιματικούς, οικολογικούς και οικονομικούς λόγους. Και να αντιπροτείνουμε ένα πράσινο -γαλάζιο σχέδιο συνεργασίας που βασίζεται σε συνεργασίες των χωρών και των κοινωνιών της περιοχής, που θα περιλαμβάνει
– κοινές επιστημονικές έρευνες σε θέματα πράσινης / κυκλικής οικονομίας,
– ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής,
– στροφή στην προστασία και οικολογική διαχείριση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας και οικοσυστημάτων,
– κοινές πανεπιστημιακές πρωτοβουλίες,
– ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών, των κοινωνικών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων,
– κοινές επενδύσεις σε κυκλική οικονομία, πράσινες και κοινωνικές υποδομές.
Παράλληλα, η προσφυγή στη Χάγη είναι μονόδρομος ασχέτως αν μια τέτοια προσφυγή εμπεριέχει πάντα τον “κίνδυνο” να μην δικαιώσει ευρύτατα διαδεδομένες επιθυμίες που εκλαμβάνονται αυτομάτως ως “ελληνικά δίκαια”.
Οι δύο Συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο όσο και αν προβάλλονται ως μεγάλες επιτυχίες, στην προσπάθεια να “απομονωθεί” η Τουρκία, εμπεριέχουν στοιχεία που κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιήσει η Τουρκία:
– Ναι μεν αναγνωρίζουν την επήρεια των νησιών στην οριοθέτηση αλλά σχετικοποιούν αυτή την επήρεια τόσο στην περίπτωση της οριοθέτησης Ιταλίας – Ελλάδας όσο και κυρίως στη Συμφωνία Αιγύπτου-Ελλάδας, αφού η δεύτερη αφήνει έξω από τη συμφωνία μεγάλες περιοχές όπου υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των δύο χωρών, όχι μόνο με την Τουρκία, όπως ανατολικά της Ρόδου – και όχι μόνο κοντά στο Καστελόριζο, της Κάσου και Καρπάθου, της Κρήτης κ.ά. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, δίνει την δυνατότητα στην Τουρκία να επικαλεστεί τις αμφισβητήσεις από την πλευρά της Αιγύπτου σε μια περιοχή που είναι ένα από τα πιο σοβαρά αγκάθια στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.
– Οι συμβιβασμοί με Ιταλία και Αίγυπτο θέτουν εκ των πραγμάτων το ερώτημα γιατί δεν μπορούν να υπάρξουν ρεαλιστικοί και δίκαιοι συμβιβασμοί και με την Τουρκία. Βέβαια, οι συμβιβασμοί αυτοί δεν πρέπει να αφορούν στο που κάνει γεωτρήσεις και στήνει πλατφόρμες εξορύξεις η κάθε χώρα αλλά πρέπει να στραφούν γύρω από ένα σχέδιο βιώσιμης διαχείρισης και προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, κοινές επιστημονικές μελέτες σε κάποιες περιοχές, κοινές επενδύσεις για πράσινη-γαλάζια και όχι “μαύρη” οικονομία κ.ά
Πολλές βραχονησίδες εντάχθηκαν στο ευρωπαϊκό Δίκτυο ΝΑΤURΑ 2000 – ήταν μια πρόταση και δική μου και κάποιων οργανώσεων προς την τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ στην κρίση των Ιμίων, σε αντίθεση με τις βλακώδεις κι επικίνδυνες κινήσεις των απόστρατων να αλλάξουν, με υποδομές σε βραχονησίδες, το καθεστώς στο Αιγαίο, κάτι που προκάλεσε την σχεδιασμένη αντίδραση της Τουρκίας με παρόμοιες, “χαμηλής έντασης”, κινήσεις που όμως παραλίγο να οδηγήσουν σε πολεμική αντιπαράθεση. Είναι ένα μοντέλο για το πώς μπορείς να επιλύεις δύσκολα θέματα μέσα από μια “περιβαλλοντική διπλωματία“. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη μπορούμε να προτείνουμε, παράλληλα με την εγκατάλειψη κάθε σχεδίου για έρευνα κι εξόρυξη υδρογονανθράκων (που είναι η αιτία της κλιμάκωσης της κρίσης), την συνεργασία Ελλάδας – Τουρκίας αλλά και των άλλων χωρών της Α. Μεσογείου για μετατροπή μεγάλου μέρους της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α.Ο.Ζ.) των χωρών της περιοχής – αφού οριοθετηθούν με διμερείς ή πολυμερείς συμβιβαστικές συμφωνίες είτε με προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης – σε “Αποτελεσματική Οικολογική Ζώνη” (Α.Ο.Ζ.) για την ανάκαμψη του θαλάσσιου / γαλάζιου πλούτου και της θαλάσσιας βιοποικιλότητας προς όφελος του περιβάλλοντος, των τοπικών κοινωνιών, των ψαράδων, του βιώσιμου τουρισμού, της πράσινης-γαλάζιας οικονομίας για όλους κι όλες.
Έτσι κι αλλιώς, πάντως, είναι ώρα η ελληνική κοινωνία να λάβει σοβαρές αποφάσεις πριν είναι αργά και να επιλέξει συνειδητά αν είναι υπέρ της ειρήνης ή του πολέμου, υπέρ της μίας στρατηγικής είτε της άλλης. Φοβάμαι ότι η συζήτηση όπως διεξάγεται δεν βοηθάει τους πολίτες να αντιληφθούν τι σημαίνει η μία ή άλλη στρατηγική. Και για αυτό και η πολιτική ηγεσία κινείται σε πεδία που είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικά:
– Δεν μπορεί να περιμένεις πάγωμα των μονομερών ενεργειών από Τουρκία όταν την ίδια στιγμή διακηρύσσεις ότι η συμφωνία Αιγύπτου-Ελλάδας μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ τους ακυρώνει το “νομικά ανύπαρκτο” κείμενο Τουρκίας-Λιβύης. Ήταν αναμενόμενο ότι ο Ερντογάν θα αντιδράσει ακραία.
– Αν οι μονομερείς ενέργειες οριοθέτησης δεν παράγουν από μόνες τους νομικό αποτέλεσμα – τουλάχιστον για χώρες που δεν έχουν απόσταση μεταξύ τους πάνω από 400 χιλιόμετρα – , πώς η ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία παράγει αποτέλεσμα αλλά η τουρκο-λιβυική όχι; Άλλο λοιπόν “διπλωματικό χαρτί” έστω και με σχετική αξία, κι άλλο υπερβολές που κάνουν τρίτους να αναρωτιούνται για την ποιότητα του πολιτικού μας προσωπικού. Άλλο πράγμα είναι οι επιθυμίες και η “επικοινωνία για εσωτερική κατανάλωση” και άλλο η πολιτική και διπλωματική διαχείριση πολύπλοκων θεμάτων.
– Όταν διακηρύσσεις ότι ως χώρα δεν έχεις πολεμικές βλέψεις (και σωστά) γιατί υπερπροβάλλεται η δυνατότητα των νέων εξοπλιστικών συστημάτων να πλήξουν στόχους μέσα στην Τουρκία και μάλιστα σε μεγάλο βάθος; Δεν θα το εκμεταλλευθεί αυτό ο γείτονας για να ενισχύσει την εικόινα περί (δήθεν) απειλής του από τα νέα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα; Και φυσικά το έκανε, αξιοποίησε όχι μόνο για το εσωτερικό κοινό αλλά και το διεθνές παρόμοια επιχειρήματα περί “επιθετικού γείτονα” (Ελλάδα) που υπερεξοπλίζεται. Στη σημερινή εποχή δεν παίζει ρόλο μόνο τι είναι η κάθε χώρα αλλά και τι εικόνα δημιουργεί προς τους τρίτους. Και σε επικοινωνιακό επίπεδο δημιουργούνται λάθος εικόνες, αποστέλλονται λάθος μηνύματα, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί με επικοινωνία που θυμίζει καθαρά προπαγάνδα (διαστυπώσεις, ύφος ανακοινώσεις, ακόμα και ο τρόπος που ασχολούνται οι δημοσιογράφοι με την Τουρκία) να απευθύνεται στο ελληνικό κοινό για να συγκρατεί το ακροδεξιό ακροατήριο, αλλά έτσι δίνει επιχειρήματα στη γειτονική χώρα να παίξει ακριβώς το ίδιο παιχνίδι για το δικό της κοινό.
Φοβάμαι ότι για άλλη μια φορά δεν υπάρχει στρατηγική αλλά σπασμωδικές κινήσεις που η μία αναιρεί την άλλη (από την μία σχεδιασμός για ελληνο-τουρκικό διάλογο με αντάλλαγμα πάγωμα ερευνών σε ευαίσθητες περιοχές, προετοιμασία διαλόγου για ΜΟΕ κι από την άλλη υπερβολικά εξοπλιστικά προγράμματα, υπερπροβολή των δυνατοτήτων των νέων οπλικών συστημάτων. υπερ-προβολή κάθε δήλωσης τούρκου αξιωματούχου που γίνεται συχνά για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης).
Μετά την συνάντηση Ερντογάν – Μητσιτάκη ακολούθηση μια νέα ένταση στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Η ανακωχή κράτησε πολύ λίγο. Καιρός για μια αποτελεσματική στρατηγική για δεσμευση της Τουρκίας (ανεξαρτήτως κυβέρνησης) σε ένα οδικό χάρτη βελτίωσης των ελληνικών – τουρκικών σχέσεων και αποκλεισμού κάθε επιθετικής ενέργειας. Ένα νέο Ελσίνκι είναι αναγκαίο.