Μέσα στην αναμπουμπούλα, ο καταστροφέας του περιβάλλοντος χαίρεται;
Η κυβέρνηση παρουσίασε πριν από λίγες μέρες, στις 4 Μαρτίου 2020, και εν μέσω της μεγάλης κρίσης με τον Κοροναϊό, ένα νομοσχέδιο με τον εμβληματικό τίτλο “εκσυγχρονισμός της περιβαλλοντικής νομοθεσίας”. Η “διαβούλευση” μέσω της σχετικής διαδικασίας στην ΔΙΑΥΓΕΙΑ για ένα τόσο σοβαρό νομοσχέδιο διήρκεσε ελάχιστα και δεν ήταν σε καμία περίπτωση επαρκής, εν μέσω μέτρων για τον κοροναϊό. Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ζητάνε το πάγωμα της διαδικασίας μέχρι να επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα και οργανωθεί ένας ουσιαστικός διάλογος για το πολύ σοβαρό αυτό νομοσχέδιο, για το οποίο έχουν εκφραστεί σοβαρές επιφυλάξεις έως και μεγάλες αντιρρήσεις από πολλούς φορείς, νομικούς και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Μάλιστα εκφράζεται και η αντίρρηση ως προς την συμβατότητά του με ορισμένες ευρωπαϊκές Οδηγίες, για μια σειρά αλλαγών που επιφέρει στην περιβαλλοντική νομοθεσία.
Παρουσιάζουμε μια σειρά σχολιασμών από φορείς του νομοσχεδίου, για να δείξουμε ότι υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις από τους εμπλεκόμενους φορείς που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Εξάλλου η πανδημία του κοροναϊού αλλάζει τα πάντα και δεν υπάρχει καμία πίεση χρονική για υιοθέτηση μιας νέας περιβαλλοντικής νομοθεσίας χωρίς διάλογο και συναινέσεις
Σχολιασμός του νομοσχεδίου “εκσυγχρονισμός της περιβαλλοντικής νομοθεσίας” από τον Γιώργο Μπάλια, αναπληρωτή καθηγητή περιβαλλοντικής πολιτικής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
(Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ: http://epohi.gr/mia-apeilh-gia-to-perivallon-kai-thn-viopoikilothta/)
Διαβάζοντας κάποιος προσεκτικά το ν/σ, διαπιστώνει ότι αποτελεί ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων ρυθμίσεων χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους. Επιπλέον, δεν συνιστά εκσυγχρονισμό περιβαλλοντικής νομοθεσίας αλλά δραματική οπισθοδρόμηση η οποία μάλιστα είναι σε ευθεία αντίθεση με τη νομοθεσία τόσο της ΕΕ όσο και σχεδόν όλων των κρατών μελών. Επίσης, καταδεικνύει την πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να επεκτείνει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης και στην περιβαλλοντική νομοθεσία, όπως θα φανεί στη συνέχεια κατά την επισκόπηση μερικών από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις.
Περιβαλλοντική αδειοδότηση
Κατ’αρχάς, στο άρθρο 2, παρ. 3 του ν/σ αναφέρονται τα στάδια της διαδικασίας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων στα οποία δεν περιλαμβάνεται το κυριότερο: η υποχρέωση της πλήρως αιτιολογημένης αξιολόγησης, εκ μέρους της αρμόδιας περιβαλλοντικής αρχής, των γνωμοδοτήσεων των εμπλεκόμενων δημόσιων αρχών και των απόψεων των πολιτών που κατατίθενται κατά τη διαβούλευση. Αυτό το στάδιο είναι το σημαντικότερο της διαδικασίας διότι η υποχρέωση, ιδίως της αιτιολογημένης αξιολόγησης των απόψεων των πολιτών από την αρμόδια δημόσια αρχή περιορίζει δραστικά την αυθαίρετη κρίση της. Άλλωστε, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο θεσπίστηκε στην οδηγία 2014/52 η εν λόγω υποχρέωση και, προφανώς, η παράλειψή της αντιβαίνει στην ως άνω οδηγία.
Ο λόγος της παράλειψης είναι προφανής: οι απόψεις των πολιτών, οι οποίοι υπερασπίζονται το περιβάλλον, απλώς διατυπώνονται χωρίς να αποτελούν αντικείμενο αιτιολογημένης αξιολόγησης εκ μέρους της διοίκησης γιατί έτσι εξυπηρετείται η βασική στόχευση του ν/σ που είναι η απρόσκοπτη, εις βάρος του περιβάλλοντος, αδειοδότηση των έργων. Να σημειωθεί ότι τέτοια ρύθμιση δεν υπάρχει σε κανένα κράτος μέλος της ΕΕ. Επίσης, δεν περιλαμβάνεται η υποχρέωση, που θεσπίζει η οδηγία 2014/52 να αναφέρεται στο σώμα της απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων η παραπάνω αιτιολογημένη αξιολόγηση των απόψεων των πολιτών. Αυτό δείχνει την αρνητική πολιτική στάση της κυβέρνησης προς την περιβαλλοντική δημοκρατία που αποτελεί βασικό στοιχείο της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ και του διεθνούς δικαίου και, επιπλέον, φανερώνει την παντελή ακηδία της για το περιβάλλον.
Μια άλλη, επίσης αντίθετη προς το δίκαιο της ΕΕ ρύθμιση, είναι αυτή που αναφέρεται στους πιστοποιημένους αξιολογητές Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ). Ενώ μέχρι τώρα οι πιστοποιημένοι αξιολογητές επιλέγονταν από τη δημόσια αρχή, με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 7 επιλέγονται από τον κύριο του έργου, δηλαδή τον ιδιώτη. Επιπλέον, διευρύνονται οι αρμοδιότητές τους, μεταξύ των οποίων είναι και η αξιολόγηση των γνωμοδοτήσεων και των απόψεων των πολιτών που συνελέγησαν κατά τη φάση της δημόσιας διαβούλευσης. Πρόκειται, όπως είναι φανερό, για ανεπίτρεπτη ιδιωτικοποίηση δημόσιων λειτουργιών με την οποία σκοπείται η ενίσχυση της θέσης του ιδιώτη κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης έτσι ώστε να απομειωθεί έως και να εξοβελιστεί κάθε αντικειμενικός έλεγχος της εφαρμογής της νομοθεσίας και των επιστημονικών εκτιμήσεων (δημόσιων αρχών και πολιτών) σχετικά με το υπό αδειοδότηση έργο.
Η παραπάνω ρύθμιση, κατά πρώτο λόγο, βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 1 και 5 της οδηγίας 2011/92, σύμφωνα με τα οποία, είναι αποκλειστικά έργο της αρμόδιας δημόσιας αρχής η αξιολόγηση τόσο της ΜΠΕ όσο και των γνωμοδοτήσεων και των απόψεων που έχουν κατατεθεί και δεν μπορεί να διαμεσολαβηθεί στην εκπλήρωση της υποχρέωσής της αυτής από ιδιώτες πολλώ δε μάλλον οριζόμενους (και αμοιβόμενους) από τον επενδυτή του έργου. Είναι σαφές ότι με αυτή τη ρύθμιση αποσκοπείται η άνευ ελέγχου, στην πράξη, πραγματοποίηση έργων ακόμη και εκείνων που είναι άκρως βλαπτικά για το περιβάλλον λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους.
Κατά δεύτερο λόγο, αποτυπώνει το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ιδιωτικοποίησης ευαίσθητων δημόσιων λειτουργιών όπως είναι αυτές που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Να σημειωθεί ότι στην έννομη τάξη -ευρωπαϊκή και εθνική- το περιβάλλον είναι δημόσιο αγαθό του οποίου η προστασία ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και δεν μπορεί να μεταβιβάζεται σε ιδιώτες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τέτοια πρόβλεψη ιδιωτικοποίησης των δημόσιων μέσων και μηχανισμών προστασίας του περιβάλλοντος, όπως η προκείμενη, δεν υπάρχει σε κανένα άλλο κράτος μέλος.
Φορείς διαχείρισης και ζώνες προστατευόμενων περιοχών
Τα άρθα 26 έως 43 επιφέρουν δραστικές αλλαγές στο υπάρχον σύστημα των φορέων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών. Συγκεκριμένα, ενώ το υπάρχον σύστημα στηρίζεται σε μια αποκεντρωτική λογική με βάση την οποία οι εν λόγω φορείς λειτουργούν στην περιοχή δράσης τους σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και τις παραγωγικέςς και θεσμικές οργανώσεις της περιοχής μέσω της συμμετοχής τους στα ΔΣ, με το ν/σ επέρχεται ολική ρήξη καθώς, στη θέση των φορέων διαχείρισης, εισέρχονται οι μονάδες διαχείρισης που δεν είναι τίποτε άλλο παρά γραφειοκρατικού τύπου τμήματα της βασικής νέας συγκεντρωτικής δομής του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής.
Η νέα αρχιτεκτονική έχει ως μοναδικό σκοπό τον έλεγχο των δράσεων προστασίας της βιοποικιλότητας. Για το λόγο αυτό θέλουν να στελεχώσουν τη νέα δομή με πρόσωπα της επιλογής της κυβέρνησης (η γνωστή πελατειακή λογική) και να αποκλείσουν έτσι για το μέλλον τις πιθανές αρνητικές γνωμοδοτήσεις για έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στις προστατευόμενες περιοχές στις οποίες προέβαιναν, λελογισμένα μάλιστα, οι υπάρχοντες φορείς διαχείρισης. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, καταργείται και το άρθρο 20, παρ. 7 του ν. 4014/2011 το οποίο προέβλεπε ότι για την αδειοδότηση έργων στις περιοχές του δικτύου Natura 2000, απαιτείται η προηγούμενη περιβαλλοντική επιθεώρηση με τη διενέργεια αυτοψίας από τον φορέα διαχείρισης της περιοχής.
Να σημειωθεί ότι τέτοιο συγκεντρωτικό μοντέλο δεν υπάρχει σε κανένα κράτος μέλος, ο δε αντίθετος ισχυρισμός του Υπουργείου δεν είναι παρά ένα, ακόμη, από τα ψεύδη με τα οποία οικοδομεί την επικοινωνιακή της πολιτική η κυβέρνηση. Πράγματι, σε όλα τα κράτη μέλη οι φορείς διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το μέχρι τώρα ισχύον στη χώρα μας σύστημα (Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ιταλία, κλπ).
Αναφορικά με τις ζώνες εντός των προστατευόμενων περιοχών, το ν/σ (άρθρα 44-47), σε αντίθεση με την ισχύουσα νομοθεσία, προβαίνει σε μια απομείωση της προστασίας τους. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τις ζώνες απόλυτης προστασίας. Σε αυτές επιτρέπονται του λοιπού κατοικίες, οδοί, θαλάσσιοι διάδρομοι εγκαταστάσεις δικτύων υποδομής και εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας κλπ. Επίσης, επιτρέπονται τα «Δάση και δασικές εκτάσεις», μια εντελώς ακατανόητη πρόβλεψη καθώς κατατάσσει στις επιτρεπόμενες δραστηριότητες και έργα, τα δάση και τις δασικές εκτάσεις!
Η εν λόγω νέα ρύθμιση σημαίνει ότι, σε ζώνες απόλυτης προστασίας οι οποίες, από επιστημονικής απόψεως, είναι αυτές στις οποίες υπάρχουν φυσικοί οικότοποι και είδη προτεραιότητας που χρήζουν αυστηρής προστασίας, σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία (οδ. 92/43), θα επιτρέπονται οι ως άνω δραστηριότητες και έργα. Αν δε συνδυαστεί και με το γεγονός ότι η ως άνω οδηγία 92/43 ενσωματώθηκε μερικώς και κατά τρόπο ελλειπή και αντιφατικό στην εθνική νομοθεσία, εύκολα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι τα πιο ευαίσθητα στοιχεία της ελληνικής βιοποικιλότητας τίθενται σε μεγάλο κίνδυνο. Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος μέλος στο οποίο η εφαρμογή της Οδ. 92/43 είναι στον αντίποδα των ρυθμίσεών της, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν από το δικαστήριο της ΕΕ. Μάλιστα, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή κίνησε τη δικαστική διαδικασία εναντίον της Ελλάδας για παραβίαση της εν λόγω οδηγίας διότι δεν έλαβε τα κατάλληλα κανονιστικά μέτρα (και όχι ο ψευδής και συκοφαντικός ισχυρισμός του αρμόδιου υπουργού ότι δηλαδή για την κίνηση της παραπάνω διαδικασίας ευθύνονται οι φορείς διαχείρισης που κάθε άλλο παρά κανονιστικές αρμοδιότητες έχουν!)
Διαχείριση αποβλήτων
Σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων, το ν/σ προβαίνει σε ρυθμίσεις δευτερεύουσας σημασίας (πχ. για τον εθνικό, περιφερειακό και τοπικό σχεδιασμό) με εξαίρεση τα βιοαπόβλητα και την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών και αυτά, όμως, με αποσπασματικό τρόπο. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση για τα απόβλητα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση με την επισήμανση ότι οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων μαζικής εστίασης δεν πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο τη χωριστή διαλογή αλλά και τη διαλογή στην πηγή.
Σε ό,τι αφορά στις κατασκευές οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι σωστές αλλά λείπουν όμως δύο πολύ σημαντικά σημεία: α) δεν ορίζονται χρονοδιαγράμματα υποχρεωτικής αύξησης του ποσοστού των ανακυκλωμένων αδρανών υλικών και των περιορισμών υγειονομικής ταφής και β) δεν υλοποιείται η αρχή της διευρυμένης ευθύνης παραγωγού της οδηγίας 2008/98 για τα απόβλητα βάσει της οποίας θεσπίζεται υποχρέωση δημιουργίας φορέα διαχείρισης των αποβλήτων εκκσκαφών και κατεδαφίσεων με συμμετοχή όλων των εταιρειών που κατασκευάζουν ή εισάγουν οικοδομικά υλικά, το δε κόστος της διαχείρισης αναλαμβάνει αποκλειστικά ο ως άνω φορέας.
Είναι σαφές ότι η αποσπασματικότητα των εν λόγω ρυθμίσεων δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας η οποία, όπως είναι γνωστό, στοχεύει στο ολιστικό σχέδιο της κυκλικής οικονομίας που είναι σε αντίθεση με το υπάρχον σήμερα αντίστοιχο γραμμικό. Για το λόγο αυτό έχουν ψηφιστεί οδηγίες που υλοποιούν αυτό το στόχο (το λεγόμενο πακέτο κυκλικής οικονομίας). Πρόκειται για τις οδηγίες 2018/850, 2018/851, 2018/852 και 2019/904. Να σημειωθεί ότι οι εν λόγω οδηγίες συνιστούν μια συνεκτική ενότητα, καθώς θέτουν στόχους που συγκλίνουν όλοι προς την κατεύθυνση της κυκλικής οικονομίας.
Τέτοιοι στόχοι είναι η μη ανάμιξη των αποβλήτων που συλλέχθηκαν χωριστά με άλλα απόβλητα, η χωριστή συλλογή συγκεκριμένων ρευμάτων αποβλήτων, η απαγόρευση υγειονομικής ταφής των χωριστά συλλεγέντων αποβλήτων, δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα αύξησης των αποβλήτων που πρέπει να ανακυκλώνονται ή να επαναχρησιμοποιούνται (με αύξουσα κλίμακα μέχρι το 2035) κλπ. Να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών εναρμόνησαν τη νομοθεσία τους με τις ως άνω οδηγίες.
Από τις παραπάνω, έστω και μερικού χαρακτήρα, επισημάνσεις προκύπτει η ανάγκη να ξεκινήσει μια σοβαρή συζήτηση για την πλήρη αναμόρφωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας με βάση το ισχύον σήμερα ενωσιακό δίκαιο. Αυτή η πλήρης αναμόρφωση θα αφορά κυρίως:
α) την περιβαλλοντική αδειοδότηση της οποίας σήμερα οι εθνικές ρυθμίσεις είναι διάσπαρτες, αντικρουόμενες και σε πολλά σημεία αντίθετες με το δίκαιο της ΕΕ.
β) Την προστασία της βιοποικιλότητας της οποίας οι εθνικές ρυθμίσεις είναι ελλιπείς, αντικρουόμενες και σε εμφανή αντίθεση με το δίκαιο της ΕΕ.
γ) Τη διαχείριση των αποβλήτων της οποίας οι εθνικές ρυθμίσεις είναι αποσπασματικές και κυρίως μη εναρμονισμένες με το δίκαιο της ΕΕ και δεν συμβάλλουν στον φιλόδοξο στόχο της ΕΕ για την ανάπτυξη κυκλικής οικονομίας που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Σε αυτή τη συζήτηση την οποία οφείλει να διεξάγει συγκροτημένα το ΥΠΕΝ, θα πρέπει να λάβουν μέρος οι επιστήμονες με συναφή αντικείμενα, οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, οι φορείς διαχείρισης κλπ. Το πρώτο βήμα θα είναι η απόσυρση του ν/σ.
Γιώργος Μπάλιας,
αναπληρωτής καθηγητής
περιβαλλοντικής πολιτικής,
Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο