Καταδίκη της επέμβασης στην Ουκρανία, ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία τώρα!

Η καταδίκη της ένοπλης επέμβασης της Ρωσίας στην Ουκρανία πρέπει να είναι απόλυτη. Όταν απειλούνται βίαια τα διεθνή σύνορα στην Ευρώπη, τότε θα πρέπει όλοι να ανησυχούμε, τονίζει το νέο κόμμα των Πράσινων.

Τα όπλα δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν τον λόγο, ούτε όταν η συνεννόηση και η διπλωματία φαίνονται να αποτυγχάνουν. Πρόσθετο λόγο διεθνούς συναγερμού και παρέμβασης, αποτελούν τα 15 πυρηνικά εργοστάσια της Ουκρανίας που ανά πάσα στιγμή μπορούν να μετατραπούν σε νέο Τσερνομπίλ ακόμη και με απλή αστοχία χειρισμού ή φυγή ειδικευμένου προσωπικού τους.

Η Ελλάδα οφείλει να αποφύγει κάθε άμεση ή έμμεση εμπλοκή ενώ η τωρινή κρίση προσθέτει, επίσης, επιπλέον λόγους για ταχύτερη απεξάρτηση από το αέριο, με τις επικίνδυνες διακυμάνσεις των τιμών και τη σύνδεση με χρηματοδότηση εξοπλισμών και γεωπολιτικές συγκρούσεις. Η ειρήνη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθεί στα χέρια απολυταρχικών ηγετών και κοντόφθαλμων γεωστρατηγικών συμφερόντων.

Αναλυτικότερα:

Δεν εκπλήσσει που ένας απολυταρχικός ηγέτης, ο οποίος αναδείχτηκε μέσα από τις μυστικές υπηρεσίες και συνεχίζει την τσαρική παράδοση εξοντώνοντας πολιτικούς αντιπάλους και καταπατώντας δημοκρατικά δικαιώματα, επέλεξε να δράσει και στρατιωτικά: η Ρωσία είχε απαντήσει με στρατιωτική επέμβαση και στη Γεωργία το 2008, αναγνωρίζοντας ανεξαρτησία στη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία. Το Μνημόνιο Κατανόησης της Βουδαπέστης του 1994 αλλά και το Διεθνές Δίκαιο γενικότερα δεν θεωρείται εμπόδιο από τον Πούτιν, ούτε και οι αναιμικές ευρωπαϊκές αντιδράσεις για την προσάρτηση της Κριμαίας. Τώρα η επέμβαση κλιμακώνεται, με τον Πούτιν να εισβάλλει σε χώρα δίπλα ακριβώς στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. και να απειλεί ακόμη και με χρήση πυρηνικών όπλων σε περίπτωση δυτικής αντίδρασης. Απρόβλεπτες συνέπειες για τη μελλοντική παγκόσμια ασφάλεια, μπορεί να έχει και το γεγονός ότι η Ρωσία παραβιάζει σε τέτοια έκταση τις εγγυήσεις ασφαλείας που η ίδια είχε δώσει στην Ουκρανία το 1994 για να προχωρήσει στην καταστροφή του μεριδίου της στο σοβιετικό πυρηνικό οπλοστάσιο.

Στρατιωτική εισβολή όπως η τωρινή, δεν μπορούν να τη δικαιολογήσουν ούτε οι αναφορές στην ιστορική ρωσική παρουσία στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, ούτε οι εγγυήσεις που ζητά η Ρωσία για τη γεωπολιτική της ασφάλεια. Καμιά διεθνής ρύθμιση, όσο άδικη κι αν θεωρείται, δεν δικαιολογεί στρατιωτική βία για την ανατροπή της.

Από την άλλη, επιβεβαιώνεται ότι κάθε εθνικισμός κάνει πρώτα κακό στη δική του χώρα: η στρατιωτική κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία, ως απάντηση στην ουκρανική κυβερνητική αλλαγή του 2014, έστρεψε μόνιμα εναντίον της σχεδόν όλη την ουκρανική κοινωνία και μηδένισε τη ρωσική επιρροή εκεί. Από την άλλη, ο περιορισμός των δικαιωμάτων των ρωσόφωνων και η ουκρανική άρνηση για αυτονομία στο Ντονμπάς παρά τις συμφωνίες του Μινσκ, έδωσε στη Ρωσία ευκαιρίες παρέμβασης σε ουκρανικά εδάφη, με δημιουργία και στήριξη φιλικών της θυλάκων. Η Ρωσία, που κατέχει μια δύναμη 6.500 πυρηνικών κεφαλών, θα πρέπει να πιεστεί με όλα τα μέσα να συμμετάσχει στη Συνθήκη για την (ολική) Απαγόρευση των Πυρηνικών Όπλων. Σε αυτό θα πρέπει να πρωταγωνιστήσουν οι ευρωπαϊκές χώρες, που αποτελούν δυνητικά τους πρώτους στόχους, μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συνθήκη για τις Ενδιάμεσες Πυρηνικές Δυνάμεις (INF) τον Φεβρουάριο του 2019.

Η Ελλάδα δεν πρέπει ούτε να εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα στον πόλεμο, ούτε να βουλιάξει σε ένα φιλορωσικό ή αντιαμερικανικό κλίμα: η καταδίκη κάθε στρατιωτικής εισβολής για διχοτόμηση χωρών ή «προστασία» μειονοτήτων, είναι πολύ σημαντική για χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Επιπλέον αποτελεί πλέον ζήτημα ασφάλειας για τη χώρα μας το άμεσο πάγωμα κάθε επέκτασης στις χρήσεις του αερίου και ο σχεδιασμός για πλήρη απεξάρτηση ΚΑΙ από αυτό με ορίζοντα το 2040: η σημερινή εμμονή στο αέριο σημαίνει απλώς εισαγόμενο πληθωρισμό με τις επικίνδυνες διακυμάνσεις των τιμών, αλλά και ομηρία σε γεωπολιτικές συγκρούσεις.

Μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη, η χώρα μας θα πρέπει να αφυπνιστεί, οικοδομώντας στρατηγική αυτονομία και απέναντι στις ΗΠΑ. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή προοπτική χωρίς ενεργειακή αυτονομία με ήπιες μορφές ενέργειας, χωρίς νευρώδη διπλωματία και χωρίς την ασφάλεια που δίνει ένα συνολικό σχέδιο για όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, που δεν θα αφήνει εκτός ούτε τη Ρωσία. Είναι και ευρωπαϊκή αποτυχία, να καταλήξει ο Πούτιν στο συμπέρασμα ότι μόνον η στρατηγική της στρατιωτικής έντασης ή η συμμαχία με την Κίνα μπορεί να του αποδώσουν οφέλη.

Είναι σημαντικό, παράλληλα με την καταδίκη των ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, να εστιάσουμε και στο τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη για νέα ισορροπία και μόνιμη ειρήνη στη φλεγόμενη περιοχή. Είναι ανάγκη να μην αναζωπυρωθούν εθνικιστικές και μιλιταριστικές τάσεις και μην παγιωθεί ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης.

Ο Ψυχρός Πόλεμος υποτίθεται ότι έχει τελειώσει και η Ευρώπη οφείλει να ενισχύσει τις δημοκρατικές διαδικασίες, θεσμούς και νοοτροπίες στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου τη δημοκρατία λυμαίνονται αυταρχικοί ηγέτες, ρατσιστές, ξενόφοβοι, ολιγάρχες και ιδιοτελείς. Η εμπέδωση του κράτους δικαίου, οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, η προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων είναι επείγοντες στόχοι για τις χώρες αυτές. Και θα πρέπει να ενθαρρυνθούν για συμφωνημένη γεωπολιτική ουδετερότητα, στα πρότυπα της Αυστρίας του 1955-90, με αντάλλαγμα εγγυήσεις για πλήρη σεβασμό της ακεραιότητάς τους και της ελευθερίας τους σε θέματα δημοκρατίας, εσωτερικής πολιτικής και οικονομικών επιλογών.

Η επίθεση της Ρωσίας, πάντως, θα ήταν κοντόφθαλμο να αποδοθεί μόνο σε ακόρεστη ρωσική δίψα για αναθεωρητισμό και επέκταση: Υπονόμευση συνόρων στην Ανατολική Ευρώπη είχε ξεκινήσει τουλάχιστον από το 1999 με την επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία χωρίς έγκριση του ΟΗΕ και με την αναγνώριση της απόσχισης του Κοσόβου. Επόμενο βήμα ήταν το 2003 με την επέμβαση στο Ιράκ, την οποία μάλιστα είχαν καταγγείλει μαζί Ρωσία, Γερμανία και Γαλλία. Κρίκοι της ίδιας αλυσίδας ήταν η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και η απόφαση των ΗΠΑ να εγκαταστήσουν τμήματα της αντιπυραυλικής τους ασπίδας στην Ανατολική Ευρώπη, κατά παράβαση της συμφωνίας Ρωσίας-ΝΑΤΟ του 1997. Είναι σημαντικό, να μην ξανακάνει η Δύση παρόμοιες κοντόφθαλμες κινήσεις που ανοίγουν την πόρτα σε ακόμη πιο επικίνδυνες βλέψεις.

Πρώτος στόχος αυτή τη στιγμή, βεβαίως, δεν μπορεί παρά να είναι ο τερματισμός του πολέμου και η αποχώρηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων από την Ουκρανία. Και να πιεστεί η Ρωσία να συμμετάσχει σε διάλογο, να σεβαστεί τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Posted on 02/03/2022 in Δελτία Τύπου

Share the Story

Back to Top