Οι επιχειρήσεις και δη οι πολύ μικρές και μικρομεσαίες «διψούν» για ρευστότητα όπως άλλωστε έδειξε και η έρευνα το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ.
Μία στις δύο επιχειρήσεις έχει άδεια ταμεία ή τα διαθέσιμα της αρκούν το πολύ για ένα μήνα.
Χωρίς ρευστότητα μια στις 2 μικρές επιχειρήσεις – Τι δείχνει έρευνα [γράφημα]
Όπως αναφέρει στον ΟΤ, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Γιώργος Καββαθάς, η ρευστότητα είναι το μεγάλο ζητούμενο. «Η ρευστότητα έρχεται στις επιχειρήσεις μέσα από χρηματοδοτήσεις των τραπεζών ή ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων»
Σύμφωνα με το κ. Καββαθά, «μόλις 49.500 επιχειρήσεις θεωρούνται αξιόχρεες από τις τράπεζες με αποτέλεσμα πολλές να βρίσκουν κλειστές τις «τραπεζικές πόρτες» ενώ μόλις των 6,5% των επιχειρήσεων έχουν πρόσβαση στο ΕΣΠΑ και ταυτόχρονα το Ταμείο Ανάκαμψης έχει «πετάξει εκτός» μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις».
Το αυξημένο κόστος των μικρών επιχειρήσεων
Το κόστος των επιχειρήσεων σύμφωνα με την έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ έχει αυξηθεί κατά 35%.
Όπως δηλώνει στον ΟΤ, ο κ. Γιώργος Καββαθάς, «το υψηλότερο κόστος ενέργειας, οι υψηλότερες τιμές στις πρώτες ύλες, οι ανατιμήσεις στα καύσιμα που επιβαρύνουν τα μεταφορικά, η άνοδος των επιτοκίων και άρα η ακριβότερη εξυπηρέτηση του χρέους όπως και το υψηλότερο μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος είναι οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει στην έκρηξη του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων».
Τι πληρώνουν οι επιχειρήσεις για μισθούς και εισφορές
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat ,στα 15,7 ευρώ την ώρα διαμορφώθηκε το 2023 το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα, εμφανίζοντας άνοδο σε σύγκριση με το 2022 και το 2021, όταν διαμορφωνόταν στα 14,7 ευρώ και τα 13,9 ευρώ αντίστοιχα. Και βέβαια το πόσο αυτό αναμένεται να αυξηθεί από την 1η Απριλίου αφού τίθεται σε ισχύ ο νέος κατώτατος μισθός ο οποίος αναμένεται να κλειδώσει στα 830€
Το ποσό αυτό εξακολουθεί ναι μεν να απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που ανήλθε στα 31,8 ευρώ στην Ε.Ε. και στα 35,6 ευρώ στην Ευρωζώνη.
Σύμφωνα πάντοτε με τα στοιχεία της Eurostat, το μη μισθολογικό κόστος στην Ευρωζώνη αποτελεί το 25,5% του κόστους εργασίας. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται χαμηλότερα και συγκεκριμένα στο 19,9%.
Αυτό σημαίνει πως από τα 15,7 ευρώ που δίνει ο εργοδότης την ώρα, περίπου τα 3,13 πηγαίνουν σε φόρους και εισφορές.
Το ακριβό χρήμα
Οι επιχειρήσεις, τα τελευταία δύο χρόνια είδαν τα επιτόκια των δανείων τους να αυξάνονται κατακόρυφα ως συνέπεια της περιοριστικής πολιτικής που ακολουθεί η ΕΚΤ ώστε να περιορίσει τον πληθωρισμό.
Η πορεία δε, για τη μείωση των επιτοκίων, όπως προκύπτει και από τις δηλώσεις μελών της ΕΚΤ, θα είναι αργή κι επίπονη.
Βέβαια, οι Έλληνες επιχειρηματίες πληρώνουν ακριβότερα έναντι των άλλων Ευρωπαίων το τίμημα των υψηλών επιτοκίων καθώς το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων τον Ιανουάριο, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, στην Ευρωζώνη ήταν στο 5,14%, όταν στην Ελλάδα ήταν στο 5,88%.
Δηλαδή οι Έλληνες επιχειρηματίες πληρώνουν ένα «καπέλο» 0,70% σε σχέση με το μέσο Ευρωπαίο επιχειρηματία.
Η Ελλάδα έχει το έκτο υψηλότερο επιτόκιο στα επιχειρηματικά δάνεια μετά από την Λετονία,την Εσθονία,την Λιθουανία ,τη Σλοβακία και την Ιρλανδία. Σε χώρες όπως η Γαλλία,οι επιχειρηματίες απολαμβάνουν ένα επιτόκιο της τάξεως του 4,82% ενώ στη Γερμανία το μέσο επιτόκιο είναι 5,31%.