Η Ελλάδα είναι μία από τις μεσογειακές χώρες που χαρακτηρίζεται από τον υψηλότερο κίνδυνο πυρκαγιάς, διαπιστώνει έκθεση του ΟΟΣΑ. “Το κλίμα στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας είναι μεσογειακό, με ήπιους και βροχερούς χειμώνες που διευκολύνουν την άφθονη ανάπτυξη της βλάστησης και ζεστά, ξηρά και θυελλώδη καλοκαίρια που τείνουν να αυξάνουν την ευφλεκτότητα της καύσιμης ύλης. Ειδικότερα, στις ανατολικές περιοχές της Ελλάδας, τα καλοκαίρια χαρακτηρίζονται από υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με χαμηλή σχετική υγρασία και ισχυρούς ανέμους, τα οποία συμβάλλουν στην ιδιαίτερα υψηλή επικινδυνότητα πυρκαγιών μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου.Τα δάση καλύπτουν το 50 έως 60% της ελληνικής επικράτειας, παρέχοντας άφθονη καύσιμη ύλη για πυρκαγιές”
H Έκθεση του ΟΟΣΑ αφού καταγράφει το γεγονός ότι “η συχνότητα και η σφοδρότητα των ακραίων δασικών πυρκαγιών αυξάνεται στην Ελλάδα, προκαλώντας άνευ προηγουμένου αναστάτωση και αμφισβητώντας ολοένα και περισσότερο την ικανότητα της χώρας να συγκρατήσει απώλειες και ζημιές”, εκτιμάει ότι “αυτές οι προκλήσεις πρόκειται να συνεχίσουν να αυξάνονται στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να κλιμακωθεί η πρόληψη των πυρκαγιών και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή”.
Αυτό το έγγραφο παρέχει μια επισκόπηση των πολιτικών και πρακτικών της Ελλάδας για τις πυρκαγιές και αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών στη χώρα εξελίσσεται για να προσαρμοστεί στον αυξανόμενο κίνδυνο πυρκαγιάς υπό την κλιματική αλλαγή.
Η έκθεση διαπιστώνοντας ότι “τις τελευταίες δεκαετίες, ο κίνδυνος πυρκαγιάς στην Ελλάδα έχει αυξηθεί” κάνει μια επισκόπηση της εξέλιξης των πυρκαγιών στην Ελλάδα. “Η έκταση της ετήσιας καμένης έκτασης αυξήθηκε μαζί με τον αριθμό των ετήσιων πυρκαγιών, αν και οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι πυρκαγιές καταμετρήθηκαν με την πάροδο του χρόνου καθιστούν δύσκολη την εξαγωγή μακροπρόθεσμων συμπερασμάτων σχετικά με την τελευταία τάση.Πρόσφατες εκτιμήσεις δείχνουν επίσης ότι, στην Ελλάδα, το 4% των πυρκαγιών είναι υπεύθυνο για 75% της καμένης έκτασης. Επιπλέον, περιοχές που συνήθως είναι λιγότερο επιρρεπείς σε πυρκαγιές – όπως οι βόρειες και η δυτική Ελλάδα – έχουν πρόσφατα βιώσει υψηλότερη από το συνηθισμένο συχνότητα και σοβαρότητα πυρκαγιών. Οι πιο ακραίες nπυρκαγιές στην ιστορία της χώρας έχουν επίσης καταγραφεί τα τελευταία χρόνια, με αυτές που συνέβησαν το 2007, το 2018, το 2021 και το 2023 ξεχώρισαν από άποψη έκτασης της καμένης περιοχής και αριθμού ανθρώπινων ζωών που χάθηκαν. Ειδικότερα, οι πυρκαγιές του 2007 στην Πελοπόννησο έφτασαν σε επίπεδο ρεκόρ καμένης έκτασης (δηλ. 2% της της ελληνικής επικράτειας), εκτός του ότι προκάλεσαν τουλάχιστον 65 θανάτους και άφησαν σχεδόν 4 000 ανθρώπους άστεγους.
Το δεύτερο πιο θανατηφόρο συμβάν πυρκαγιάς του τρέχοντος αιώνα (δεύτερο μετά τις πυρκαγιές του Μαύρου Σαββάτου του 2009 στην Αυστραλία), η πυρκαγιά στο Μάτι το 2018 στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 100 ανθρώπους και τραυμάτισε εκατοντάδες άλλους, επηρεάζοντας άμεσα περισσότερους από 4.500 ανθρώπους. Το 2023, η μεγαλύτερη μεμονωμένη πυρκαγιά που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έλαβε χώρα στον Έβρο, καίγοντας περισσότερα από 90 000 εκτάρια (Copernicus, 2023). Η πυρκαγιά στον Έβρο εμφάνισε μια ιδιαίτερα ακραία συμπεριφορά – με εκτιμώμενο μέσο ύψος φλόγας άνω των 40 μέτρων, ρυθμό εξάπλωσης μεγαλύτερο από 5-6 χιλιόμετρα την ώρα, σημειακές πυρκαγιές που αναφλέγονταν έως και 500 μέτρα μακριά από την κύρια πυρκαγιά, σημαντική δραστηριότητα συναγωγής που προκλήθηκε από τη στήλη καπνού, και ένταση μετώπου περίπου 90.000 Kw ανά μέτρο”. και η έκθεση διαπιστώνει ότι “Αυτά τα ακραία και πρωτοφανή μεγέθη ξεπέρασαν κατά πολύ την ικανότητα καταστολής των πυρκαγιών της χώρας”.
Στην πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη έρευνα, ο διεθνής οργανισμός οικονομικής συνέργασίας κι ανάπτυξης απευθύνει ισχυρές συστάσεις να “δώσει η Ελλάδα περισσότερο βάρος στην πρόληψη”, γιατί δεν αρκεί η καταστολή. Επίσης διαπιστώνει καθυστερήσεις στην απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων για έργα δασοπροστασίας. Επικρίνει τη χώρα ο ΟΟΣΑ γιατί τα κονδύλια για τη Δασική Υπηρεσία αλλά και για τους δήμους έχουν συρρικνωθεί δραματικά.
Η Έκθεση καταγράφει κάποιες βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί αλλά και προτείνει ένα σύνολο συστάσεων:
“Συνολικά, οι ακραίες πυρκαγιές των τελευταίων ετών έδειξαν ότι τα μέτρα αντιμετώπισης έκτακτης ανάγκης από μόνα τους δεν επαρκούν για τη διαχείριση του αυξανόμενου κινδύνου πυρκαγιών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, ενώ η προσαρμογή στον αυξανόμενο κίνδυνο πυρκαγιών έχει αποκτήσει αυξημένη δυναμική στην Ελλάδα, απαιτούνται περαιτέρω βήματα για την ενίσχυση, τον περαιτέρω συντονισμό και τη συμπλήρωση των πολιτικών και μέτρων που έχουν ήδη εφαρμοστεί.
Στο μέλλον, οι προσπάθειες θα μπορούσαν να κατευθυνθούν προς την ενίσχυση των προσπαθειών πρόληψης, αξιολόγησης και ευαισθητοποίησης σχετικά με τον κίνδυνο πυρκαγιών και την ανάπτυξη ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την αποτελεσματική πρόληψη των πυρκαγιών.
Όσον αφορά την πρόληψη των κινδύνων, οι πολιτικές και οι πρακτικές διαχείρισης της καύσιμης ύλης και των δασών θα μπορούσαν να ενισχυθούν για να μειωθεί η ευφλεκτότητα του τοπίου και να αυξηθεί η ανθεκτικότητα των δασών. Δράσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν την άρση της απαγόρευσης της χρήσης προδιαγεγραμμένων πυρκαγιών υπό ρυθμιζόμενες και ελεγχόμενες συνθήκες, την προώθηση της βιώσιμης διαχείρισης των δασικών συστάδων και την ανάπτυξη στρατηγικών δικτύων διακοπής καύσιμης ύλης (συμπεριλαμβανομένων των μέσω της στρατηγικής χρήσης γεωργικών εκτάσεων) για την οικοδόμηση ανθεκτικότητας σε επίπεδο τοπίου. Οι δράσεις αυτές, σε συνδυασμό με την ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων, θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση των φορτίων καύσιμης ύλης και της συνέχειας και έτσι να περιορίσουν την εξάπλωση και τη σοβαρότητα των πυρκαγιών.
Η προώθηση της ενεργού διαχείρισης των ιδιωτικών εκτάσεων παραμένει επίσης προτεραιότητα. Πρωτοβουλίες που παρέχουν οικονομικά κίνητρα για την ενεργό διαχείριση της γης και την ανάληψη ασφάλισης παραμένουν κεντρική προτεραιότητα για την αντιμετώπιση των ζητημάτων ιδιοκτησίας της γης και την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων στη μείωση του κινδύνου πυρκαγιών.
Η ενσωμάτωση της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή σε όλες τις πολιτικές και πρακτικές διαχείρισης της χρήσης γης και της καύσιμης ύλης θα συμβάλει επίσης στον περιορισμό των ακραίων πυρκαγιών. Οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της εγκατάλειψης της γης θα μπορούσαν να ενισχυθούν μέσω της ανάπτυξης ολοκληρωμένων και συνεργατικών στρατηγικών για την αγροτική ανάπτυξη, οι οποίες θα βοηθούσαν στην αύξηση της αξίας και της ελκυστικότητας των αγροτικών εκτάσεων, αντιμετωπίζοντας έτσι ορισμένα διαρθρωτικά ζητήματα που επί του παρόντος εμποδίζουν την αποτελεσματική μείωση του κινδύνου πυρκαγιών.
Η ενίσχυση της παρακολούθησης και της επιβολής των υφιστάμενων κανονισμών χρήσης γης και οριοθέτησης θα ήταν επίσης σημαντική, με σκοπό να σταματήσει η ανάπτυξη άτυπων κτιρίων και να περιοριστεί η απρογραμμάτιστη ή εξάπλωση της ανάπτυξης στη διεπιφάνεια άγριας γης-αστικού ιστού. Η οριστικοποίηση του εθνικού κτηματολογίου και των δασικών χαρτών της χώρας και η εισαγωγή αυστηρότερων κανόνων για την ανάπτυξη της γης και την περιβαλλοντική προστασία αποτελούν βασικές δράσεις προτεραιότητας προς αυτή την κατεύθυνση.
Όσον αφορά την εκτίμηση κινδύνου, η ενίσχυση και η επιτάχυνση των σημερινών προσπαθειών για τη χαρτογράφηση του φορτίου και του τύπου της καύσιμης ύλης για όλες τις άγριες περιοχές, η επικαιροποίηση του εθνικού χάρτη κινδύνου πυρκαγιάς και η ανάπτυξη χαρτών κινδύνου υψηλής ανάλυσης που θα λαμβάνουν υπόψη τα μεταβαλλόμενα επίπεδα κινδύνου, έκθεσης και τρωτότητας θα είναι καθοριστικής σημασίας για την καλύτερη ενημέρωση των αποφάσεων διαχείρισης πυρκαγιών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από μια πυρκαγιά.
Η ανάπτυξη λεπτομερούς εθνικής εκτίμησης κινδύνου καθώς και τοπικών εκτιμήσεων κινδύνου θα ήταν επίσης καίριας σημασίας για την ενημέρωση και την ιεράρχηση της πρόληψης, ετοιμότητα και τις προσπάθειες αντιμετώπισης σε όλη την επικράτεια. Οι υφιστάμενες προσπάθειες για την ευαισθητοποίηση των αγροτικών περιοχών σε θέματα κινδύνου θα μπορούσαν να επεκταθούν περαιτέρω μέσω της ανάπτυξης στοχευμένων εκστρατειών επικοινωνίας και την εισαγωγή υποχρεωτικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα σχολεία.
Τέλος, από τη σκοπιά του ευνοϊκού περιβάλλοντος, υπάρχει περιθώριο περαιτέρω ενίσχυσης του συντονισμού, της ανταλλαγής γνώσεων και της συνοχής των πολιτικών μεταξύ των τομέων και των επιπέδων διακυβέρνησης. Για να επιτευχθεί αυτό, η ανάπτυξη μιας συνολικής στρατηγικής για τη διαχείριση των πυρκαγιών φαίνεται να αποτελεί κρίσιμο ακρογωνιαίο λίθο για τον καθορισμό των στόχων και των σκοπών της πολιτικής της χώρας και την ευθυγράμμιση της πολιτικής και της διαχείρισης των πυρκαγιών σε όλη την επικράτεια.
Η ανάπτυξη μιας σαφούς αλυσίδας διαδικασιών που θα καθορίζει τις θεσμικές αρμοδιότητες και τις διαδικασίες συνεργασίας για τη διαχείριση των πυρκαγιών σε όλο τον κύκλο διαχείρισης των πυρκαγιών (συμπεριλαμβανομένης της φάσης της πρόληψης) θα ήταν επίσης κρίσιμη.
Τέλος, ο καθορισμός μιας ισχυρότερης και σταθερής εντολής για τις βασικές υπηρεσίες πρόληψης των πυρκαγιών και η διάθεση επαρκών τεχνικών και οικονομικών πόρων για τα δασαρχεία και τις τοπικές κυβερνήσεις θα διευκόλυνε επίσης την εφαρμογή της πρόληψης των πυρκαγιών και της ετοιμότητας σε όλη την εθνική επικράτεια και θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα της υφιστάμενης χρηματοδότησης.
Στο πλαίσιο της αύξησης των ακραίων πυρκαγιών, η κάλυψη του χάσματος μεταξύ της χρηματοδότησης για την καταστολή και την πρόληψη των πυρκαγιών και η εξασφάλιση κατάλληλης και σταθερής χρηματοδότησης για τα προληπτικά μέτρα είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση της οικονομικής επιβάρυνσης που προκαλούν οι πυρκαγιές και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της Ελλάδας στις ακραίες πυρκαγιές στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής”, καταλήγει η έκθεση
Translated with DeepL.com (free version)