Οι χώρες που έχουν συνεκτική κλιματική και ενεργειακή πολιτική έχουν απτά αποτελέσματα και στο κόστος της ενέργειας. Η Ελλάδα που προωθεί αντιφατικές πολιτικές για το κλίμα και την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου (μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές αερίου και ενέργειας που παράγεται με λιγνίτη (που εξάγουμε εμείς!) κι αέριο έχει από τις ΠΙΟ ΥΨΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ.
Η Ελλάδα παρουσίασε το 2024 μέση τιμή χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας 100,81 €/MWh (στις σκανδιαβικές χώρες τιμή μόλις στο 1/4) και μέση ένταση εκπομπών CO₂ περίπου 400 gCO₂/kWh. Και οι δύο τιμές από τις πιο υψηλές σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αν η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ αυξάνονταν, υπήρχε αποθήκευση και γίνονταν κυρίως μέσω ενεργειακών συνεταιρισμών (υπάρχουν ήδη Αθήνα και Ιωάννινα ηλιακά πάρκα ενεργειακών κοινοτήτων που παράγουν), τότε το όφελος για το κλίμα αλλά και την κοινωνία και την οικονομία θα ήταν πολύ μεγάλο.
“Ηλεκτρική Ενέργεια στην Ευρώπη το 2024: Κόστος, Εκπομπές CO₂ και η Θέση της Ελλάδας
Εξετάζοντας τα ευρωπαϊκά δεδομένα ηλεκτρικής ενέργειας του 2024, παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση τόσο στο κόστος όσο και στις εκπομπές CO₂ που σχετίζονται με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι μέσες τιμές χονδρικής επόμενης ημέρας κυμαίνονται από κάτω των 25 €/MWh σε ορισμένες περιοχές της Σκανδιναβίας έως πάνω από 100 €/MWh στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη. Η ένταση άνθρακα κυμαίνεται από λίγα μόνο gCO₂/kWh (Νορβηγία και Σουηδία) έως πάνω από 600 gCO₂/kWh (Πολωνία).
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι χαμηλότερες εκπομπές CO₂ (και οι φθηνότερες τιμές) εντοπίζονται στη Νορβηγία και στη Σουηδία, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους προέρχεται από υδροηλεκτρικά εργοστάσια (μερίδιο 37.68% το 2024 στη Σουηδία).
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, η Ελλάδα παρουσίασε το 2024:
– Μέση τιμή χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας: 100,81 €/MWh.
– Μέση ένταση εκπομπών CO₂: περίπου 400 gCO₂/kWh
Αυτά τα επίπεδα τιμών και εκπομπών κατατάσσουν την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες με υψηλότερες τιμές και εκπομπές στην Ευρώπη. Αυτό οφείλεται κυρίως στην εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, όπως ο λιγνίτης και το αέριο, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Εκτός από την παραγωγή από το ακριβό αέριο, η εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την Τουρκία και τη Βόρεια Μακεδονία, όπου η παραγωγή βασίζεται κυρίως σε ορυκτά καύσιμα (λιγνίτη και αέριο) υπονομεύει την πράσινη μετάβαση, καθώς η Ελλάδα καταλήγει να καταναλώνει ηλεκτρισμό από ρυπογόνες μονάδες, κάτι που αντίκειται στις κλιματικές δεσμεύσεις της χώρας.
Η εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνιτικές μονάδες (π.χ. Βόρεια Μακεδονία) ή από σταθμούς φυσικού αερίου χαμηλής απόδοσης (π.χ. Τουρκία) αυξάνει έμμεσα τις συνολικές εκπομπές CO₂ του ελληνικού ενεργειακού μείγματος. Στη Βόρεια Μακεδονία μάλιστα, ο λιγνίτης που χρησιμοποιείται προέρχεται από τα λιγνιτορυχεία της Φλώρινας, δηλαδή χρησιμοποιούν ελληνικά αποθέματα λιγνίτη.
Η Ελλάδα αντί να επενδύει σε τοπικές ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας και νέες διασυνδέσεις, διατηρεί την εξάρτησή της από εισαγόμενο ηλεκτρισμό.
Η σύνδεση μεταξύ του κόστους και των εκπομπών CO₂ είναι ξεκάθαρη: δεν υπάρχει καμία χώρα ή ζώνη με υψηλό κόστος και χαμηλές εκπομπές CO₂, ούτε με χαμηλό κόστος και υψηλές εκπομπές CO₂.