Η σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών την Πέμπτη 1 Μαρτίου, στον Έβρο, από τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις με την κατηγορία ότι “εισήλθαν παράνομα σε τουρκικό έδαφος” έρχεται να προστεθεί ως άλλο ένα επεισόδιο σε μια -τουλάχιστον προς το παρόν -“ελεγχόμενη ένταση” στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Παρόμοια περιστατικά συμβαίνουν συχνά όχι μόνο στο έδαφος αλλά και στη θάλασσα και στον αέρα, αλλά αυτή την φορά το θέμα πήρε διαφορετικές διαστάσεις και δεν επιλύθηκε μέσω των συνήθων διαδικασιών, λόγω ακριβώς αυτής της κλιμακούμενης έντασης. Οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί φυλακίστηκαν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας (με την δικαιολογία ότι δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα) και οι δικαστικές αρχές της Τουρκίας απέρριψαν αίτημα για αποφυλάκισή τους.
Η ελληνική πλευρά οφείλει να διαχειριστεί με ψυχραιμία την υπόθεση, παρέχοντας νομική υποστήριξη στους δύο στρατιωτικούς και διασφαλίζοντας – μέσω Ευρωπαίων παρατηρητών – ότι η δίκη θα διεξαχθεί με δίκαιο τρόπο, με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων των δύο στρατιωτικών. Οι ισορροπίες είναι λεπτές, γιατί, για παράδειγμα, μια οποιαδήποτε προσφυγή στην Τουρκική κυβέρνηση για επίλυση του θέματος -ακόμα και αν γνωρίζουμε στην πραγματικότητα ότι αυτή χειρίζεται το θέμα – θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη “παρέμβαση” στην δικαιοσύνη, κάτι που θα εντείνει τις ανεύθυνες απαιτήσεις του Ερντογάν για έκδοση των 8 Τούρκων στρατιωτικών, για πιο απροκάλυπτες παρεμβάσεις στην ελληνική δικαιοσύνη.
Σε καμία περίπτωση η υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών δεν πρέπει να συνδυαστεί με αυτή των 8 Τούρκων στρατιωτικών που κατέφυγαν στην Ελλάδα, ζητώντας άσυλο, ακόμα και αν ορισμένοι κύκλοι στην Τουρκία επιδιώκουν μια τέτοια συσχέτιση. Σωστά οι επικοινωνίες σε διπλωματικό επίπεδο παραμένουν στο επίπεδο της πρόληψης περαιτέρω κλιμάκωσης της έντασης.
Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ περιμένουμε τα αποτελέσματα της έρευνας για το πώς και γιατί βρέθηκαν οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί σε τουρκικό έδαφος. Θα πρέπει να απαντηθούν βασικά ερωτήματα που υπάρχουν σχετικά με την υπόθεσή αυτή, ιδιαίτερα σε σχέση με πληροφορίες που έχουν έρθει στην δημοσιότητα και συνδέουν την υπόθεση με θέματα εισόδου προσφύγων μέσω του Έβρου αλλά και πιθανές (παράνομες) επαναπροωθήσεις προσφύγων στην Τουρκία, όπως έχει καταγγελθεί πολλές φορές στο παρελθόν.
Είναι γεγονός ότι ο Ερντογάν έχει αποδειχθεί ένας, εκτός ελέγχου, φιλόδοξος πολιτικός που θέλει να γίνει “σουλτάνος” και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει βία μέσα στην ίδια την Τουρκία τόσο εναντίον των Κούρδων όσο κι εναντίον όσων ασκούν κριτική ή δεν υποτάσσονται στις φιλοδοξίες του. Η πρόσφατη εισβολή στην περιοχή Αφρίν, στη Συρία, οι μαζικές διώξεις – με πρόσχημα την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος – εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, ακαδημαϊκών, δημοσίων υπαλλήλων, εκπαιδευτικών, δημοσιογράφων, δικαστικών αλλά και η όλο και μεγαλύτερη εθνικιστική έξαρση στην κομματική αντιπαράθεση δείχνουν ότι η γειτονική χώρα είναι σήμερα ιδιαίτερα νευρική, κι ελάχιστα δεσμεύεται από κανόνες δικαίου και αρχές καλής γειτονίας. Αυτό σε συνδυασμό με την απομάκρυνση της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν από την Ευρώπη αλλά και τις ΗΠΑ μπορεί να οδηγήσει σε μη ελεγχόμενες καταστάσεις.
Ο κίνδυνος “ατυχήματος” που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επικίνδυνη κλιμάκωση είναι περισσότερο από ποτέ ορατός. Γιαυτό απαιτείται από την δική μας πλευρά προσοχή και έλεγχος των αντιδράσεων ορισμένων θερμοκέφαλων που είναι “έτοιμοι για πολεμική προετοιμασία” (με λόγια ή πράξεις) και δεν έχουν βάλει μυαλό από ανεύθυνες ενέργειες, όπως στην Κύπρο το 1974 ή στα Ίμια το 1995, που οδήγησαν στην κρίση του Γενάρη 1996.
Οι έρευνες για εξορύξεις πετρελαίου στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο (πέρα το γεγονός ότι η εξόρυξη πετρελαίου ή φυσικού είναι μια καταστροφική για το περιβάλλον και το κλίμα επιλογή) αυξάνουν – αντί να μειώνουν – τους κινδύνους θερμού επεισοδίου, αφού είναι φανερό ότι ο Ερντογάν θα κλιμακώσει την ένταση, ακόμα και με απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας, κάτι που συμβαίνει συχνά και σε άλλες περιοχές όπου υπάρχει ανταγωνισμός για το πετρέλαιο (Ιράν, Ιράκ, Νιγηρία, Καύκασος κα).
Η ασφάλεια της χώρας απαιτεί όχι ανεύθυνες στάσεις για “ανταπόδοση”, κλιμάκωση ή και ένταση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, όπως εισηγούνται διάφοροι ανευθυνο-υπεύθυνοι. Το συμφέρον της χώρας είναι να προλαβαίνουμε την ένταση και την αντιπαράθεση, να σταματάμε στο ξεκίνημά της την “ελεγχόμενη” κλιμάκωση. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται μια καλά επεξεργασμένη στρατηγική βασισμένη σε σωστή ανάλυση της στρατηγικής που ακολουθεί ο Ερντογάν κι αποδόμησή της στο ξεκίνημά της.
Απέναντι στην “ελεγχόμενη κλιμάκωση της έντασης”, κάτι που ορισμένοι αποκαλούν, “υβριδικό πόλεμο” που εξελίσσεται κυρίως στο πεδίο της επικοινωνίας και των συμβολισμών, με στόχο την άσκηση πίεσης και όχι την εμπλοκή σε μακροχρόνιο πόλεμο, χρειάζεται μεγάλη ψυχραιμία και απαντήσεις που βασίζονται στο διεθνές δίκαιο, στη συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Μια τέτοια ψύχραιμη στάση δεν είναι από φόβο ή υποχωρητικότητα αλλά είναι μια στρατηγική που προστατεύει τη χώρα από κινδύνους, όχι μόνο ατυχήματος που θα οδηγήσει σε στρατιωτική αντιπαράθεση έστω κάποιων ωρών, αλλά και – πιθανόν – παραπομπής όλων των θεμάτων σε μια υποχρεωτική διαπραγμάτευση, υπό δυσμενείς συνθήκες. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο σχεδιασμός μιας “προβοκάτσιας” από ορισμένους απόστρατους το καλοκαίρι του 1995 οδήγησε στην κρίση των Ιμίων, στην κλιμάκωση της έντασης και στο παραλίγο “ατύχημα”, που τελικώς είχαν ως αποτέλεσμα το “no troops, no ships, no flags” και την μεγαλύτερη αμφισβήτηση του καθεστώτος της βραχονησίδας των Ιμίων.
Αν και ο Ερντογάν έχει απομακρυνθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή παραμένει – έστω και με μειωμένες τις δυνατότητές της να επηρεάσει αποφασιστικά τις εξελίξεις – η κύρια προστάτης μας, το δίχτυ προστασίας μας, όχι μόνο μέσω δηλώσεων αλλά και με την συνεχή άσκηση πίεσης στην Τουρκία να σεβαστεί όσα επιβάλλουν το δίκαιο, οι σχέσεις καλής γειτονίας και αλληλοσεβασμού. Είναι προς το συμφέρον και της ΕΕ να προστατέψει με πολιτικά, διπλωματικά και ίσως οικονομικά μέσα τα ευρωπαϊκά και ελληνικά σύνορα, και να μην εξαρτά την πολιτική της για το προσφυγικό από τις διαθέσεις του Ερντογάν.