Με κριτική και με εναλλακτική πρόταση στον Κ. Μουσουρούλη, οι Πράσινοι
Η κριτική για το έλλειμμα συντονισμού της κυβερνητικής πολιτικής για τις λιγνιτικές περιοχές, αλλά και για τις προβληματικές πλευρές του νομοσχεδίου για τη «Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση», που τέθηκε πρόσφατα σε διαβούλευση, είχε κεντρική θέση στη συνάντηση του νέου κόμματος των Πράσινων με τον Πρόεδρο της Συντονιστικής Επιτροπής ΣΔΑΜ κ. Κ. Μουσουρούλη. Οι Πράσινοι ενημερώθηκαν για τη μέχρι τώρα πορεία των κυβερνητικών ενεργειών, ενώ κατέθεσαν και συζήτησαν τις βασικές κατευθύνσεις των δικών τους προτάσεων, ως μόνο πολιτικό κόμμα που έχει μέχρι στιγμής καταθέσει συνολική εναλλακτική πρόταση απέναντι στο κυβερνητικό σχέδιο.
Η συνάντηση είχε ζητηθεί από την πλευρά των Πράσινων, σε συνέχεια της Πρότασης Διαλόγου που έχουν καταθέσει για συμμετοχική Πράσινη Μετάβαση με βιώσιμη ευημερία για όλους και όλες, αλλά και της περιοδείας τους στους λιγνιτικούς δήμους τον περασμένο Ιούλιο. Στην αντιπροσωπεία των Πράσινων συμμετείχαν ο συν-εκπρόσωπος του κόμματος Θανάσης Γούναρης, η δημοσιογράφος Βασιλική Γραμματικογιάννη και ο Γιάννης Παρασκευόπουλος, αναπληρωματικό μέλος της Γραμματείας. Από τον ευρύτερο οικολογικό χώρο της Δυτικής Μακεδονίας, συμμετείχε με τηλεδιάσκεψη ο Λευτέρης Ιωαννίδης, πρώην δήμαρχος Κοζάνης.
Αναλυτικότερα:
Στις προτάσεις των Πράσινων, ο συνδυασμός φυσικού πλούτου και καθαρής ενέργειας μπορεί να στηρίξει ισχυρή Ταυτότητα Πράσινης Μετάβασης με κορμό μικρές και μεσαίες τοπικές επιχειρήσεις, ικανή να δώσει πρόσθετη αξία και δυνατότητες επιτόπιας μεταποίησης στα τοπικά προϊόντα, να βάλει βάσεις για ήπιο τουρισμό όλο τον χρόνο, να γίνει πόλος έλξης για πράσινη έρευνα και καινοτομία. Μια τέτοια ταυτότητα θα έβρισκε απήχηση και σε ευρύ διεθνές κοινό. Το κυβερνητικό σχέδιο, όμως, όχι μόνο κλείνει τα μάτια στη δυναμική αυτή, αλλά και την ακυρώνει με την εμμονή του σε μαζικές επενδύσεις αερίου και με την αδιαφορία για ομαλή και έγκαιρη απεξάρτηση από τον κλάδο της γούνας, που όλα δείχνουν ότι θα είναι «ο επόμενος λιγνίτης».
Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί και το έλλειμμα συντονισμού των κυβερνητικών δράσεων, καθώς η δικαιοδοσία της Συντονιστικής Επιτροπή ΣΔΑΜ περιορίζεται αποκλειστικά σε όσες δράσεις συνδέονται με την απορρόφηση των (περιορισμένων) κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης.
Το προς κατάθεση νομοσχέδιο για τη «Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση» παγιώνει ένα σύστημα διακυβέρνησης επικίνδυνα συγκεντρωτικό, σχεδόν αποικιοκρατικό:
- Η αυτοδιοίκηση και οι τοπικοί φορείς δεν φαίνεται να συμμετέχουν πουθενά.
- Αποκλείεται ακόμη και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, που είχε μέχρι τώρα θετική συμβολή στον σχεδιασμό της Μετάβασης.
- Η υπό σύσταση «Μετάβαση Α.Ε.» θα εδρεύει στην Αθήνα και δεν προβλέπεται στο νομοσχέδιο ούτε καν συμβολική παρουσία της στην περιοχή, με τοπικό παράρτημα.
- Παράλληλα ακυρώνεται κάθε έννοια κοινωνικού ελέγχου, καθώς δεν προβλέπεται ούτε καν το Παρατηρητήριο Δίκαιης Μετάβασης που αναφερόταν στον αρχικό κυβερνητικό σχεδιασμό.
Πρόκειται για κυβερνητικές επιλογές στα όρια της προσβολής προς την τοπική κοινωνία, αλλά και για σοβαρή απόκλιση από το πνεύμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, που ζητά συνδιαμόρφωση και συνδιαχείριση κάθε μετάβασης από την αντίστοιχη τοπική κοινωνία. Πανευρωπαϊκά, άλλωστε, επιτυχημένες μεταβάσεις είναι αυτές που στηρίχθηκαν κυρίως στην ενεργή συμμετοχή των τοπικών δυνάμεων.
Στα υπόλοιπα ζητήματα, το νομοσχέδιο φαίνεται σχεδιασμένο στα μέτρα της ΔΕΗ που απαλλάσσεται από τις οικονομικές της υποχρεώσεις για αποκατάσταση των ορυχείων, ενώ αφήνει σε μεγάλο βαθμό αδιευκρίνιστο το θέμα της επιστροφής απαλλοτριωμένων εκτάσεων. Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί και η αποκλειστική στήριξη της τηλεθέρμανσης σε ορυκτό καύσιμο, το αέριο, πάρα τις επιπτώσεις του στην κλιματική κρίση, την αβεβαιότητα για την εξέλιξη των τιμών του και την προοπτική μεγάλης μακροπρόθεσμης ανόδου των Δικαιωμάτων Εκπομπής που το επιβαρύνουν.
Στη συνάντηση τέθηκαν, τέλος, και επιμέρους ζητήματα αιχμής για τη μετάβαση:
- Η αποκατάσταση των ορυχείων να παραμείνει οικονομική υποχρέωση της ΔΕΗ: μέρος από τα δις που εξοικονομεί με το κλείσιμο των μονάδων, να επανεπενδυθούν εδώ. Τα επιπλέον δημόσια κονδύλια, να αντισταθμιστούν με επιστροφή «αδιατάρακτης» απαλλοτριωμένης γης. Τα μέχρι στιγμής κονδύλια των 300 εκ. ευρώ, είναι τελείως ανεπαρκή.
- Τα μεγάλα φωτοβολταϊκά στα ορυχεία, να χωροθετηθούν αποκλειστικά μέσα στους χώρους εκσκαφών, όχι στις περιμετρικές αποθέσεις και τις «αδιατάρακτες» απαλλοτριωμένες εκτάσεις γύρω τους. Οι ΑΠΕ να προωθηθούν ορθολογικά, χωρίς «παράπλευρες απώλειες».
- Για ενεργειακές κοινότητες, στη Δυτική Μακεδονία υπάρχουν ήδη αρκετές αιτήσεις για να την αναδείξουν σε πρωτοπορία. Όμως η διαθέσιμη γη φαίνεται να έχει δεσμευθεί από εταιρίες, και μάλιστα ανορθόδοξα. Χρειάζεται επίσης χώρος στο ηλεκτρικό δίκτυο χαμηλής και μέσης τάσης, καθώς και επαρκή εργαλεία χρηματοδότησης.
- Η Πτολεμαΐδα 5 ως μονάδα αερίου, δεν θα είναι ποτέ εξίσου αποδοτική με όσες σχεδιάστηκαν εξαρχής για αέριο. Η πρόταση να λειτουργήσει για θερμική αποθήκευση 100% καθαρής ενέργειας δίνει οικονομικά βιώσιμη διέξοδο, διατηρώντας τις θέσεις εργασίας και τον τοπικό ρόλο της ΔΕΗ. Παρόλα αυτά δεν έχουν προχωρήσει ούτε καν οι μελέτες οικονομικής βιωσιμότητας που προτείνει η Παγκόσμια Τράπεζα.
- Από τις σιδηροδρομικές συνδέσεις, τη μεγαλύτερη σημασία για την τοπική οικονομία έχουν τα 60-70 χλμ που λείπουν για την απευθείας σύνδεση Κοζάνης-Θεσσαλονίκης μέσω Βέροιας αλλά δεν προβλέπονται στον κυβερνητικό σχεδιασμό.
- Οι εκκρεμείς μετεγκαταστάσεις οικισμών, όπως η Ακρινή Κοζάνης, οφείλουν να προχωρήσουν και να ολοκληρωθούν γρήγορα, για να σταματήσει η ομηρεία των κατοίκων.
- Τα σχέδια επενδύσεων στο υδρογόνο θέλουν προσοχή: μαζική και άκριτη στήριξη στο υδρογόνο μπορεί να διπλασιάσει σχεδόν τις μελλοντικές απαιτήσεις για ΑΠΕ, ενώ προβληματική παραμένει και η στενή τωρινή σύνδεσή του με το αέριο.
- Για τις επείγουσες διεξόδους που ζητά η εκτόξευση της ανεργίας, η μαζική ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων αποτελεί την πιο «ώριμη» επένδυση. Χρειάζεται όμως προοπτική τιμολογίων τηλεθέρμανσης που να την ενθαρρύνουν, καθώς και πρόσθετες επιδοτήσεις, με προεξόφληση μέχρι 80% του επιδόματος θέρμανσης για τα επόμενα 8-10 χρόνια για κτίρια σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης.