Πόσοι μπορούν να κατανοήσουν ότι η “ανάπτυξη” δεν μπορεί να επιλύσει προβλήματα που σχετίζονται απολύτως με το μοντέλο ανάπτυξης, με την ίδια την έννοια της συνεχούς αύξησης της παραγωγής και της κατανάλωσης; Είναι όπως να πιστεύουμε ότι η “ανεξέλεγκτη αγορά” θα επιλύσει προβλήματα που προκαλεί η ίδια. Η “ανάπτυξη” μπορεί να προσθέσει νέα ερείπια, αφού στις πρώτες προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης είναι η επιτάχυνση των εξορύξεων υδρογονανθράκων και κατασκευής των σχετικών υποδομών ή μετατροπής της Μακεδονίας και της Θράκης σε ένα απέραντο πεδίο εξορύξεων μεταλλευμάτων ακριβώς γιατί πιστεύει ότι χρειαζόμαστε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Μια διαφορετική οπτική για την οικονομία και το παραγωγικό – καταναλωτικό μοντέλο θα ήταν η μείωση της χρήσης πρώτων υλών και φυσικών πόρων και φυσικά η ανάκτησή τους μέσα από προϊόντα που σήμερα καταλήγουν στα απόβλητα κάτι που θα δημιουργούμε πολύ μεγαλύτερο χώρο για την υπεύθυνη οικονομία αλλά και την απασχόληση. Η εξόρυξη για να καλυφθούν όλο και μεγαλύτερες ανάγκες σε πρώτες ύλες και φυσικούς πόρους προκαλεί νέες περιβαλλοντικές καταστροφές. Είναι ψευδαίσθηση ότι μπορούμε, λαμβάνοντας έστω κάποια περιβαλλοντικά μέτρα, να διευρύνουμε συνεχώς τις εξορύξεις, την παραγωγή και κατανάλωση παρθένων πρώτων υλών και φυσικών πόρων χωρίς να προκαλέσουμε τελικά οικολογική κατάρρευση.
Είναι δεδομένο ότι χωρίς πραγματική επεξεργασία, προβάλλεται ένας αχταρμάς εννοιών και πολιτικών που είναι αντιφατικές ή αντιθετικές μεταξύ τους. Διαβάζοντας κάτω από τις γραμμές μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι πολλές από τις εξαγγελίες της κυβέρνησης, ενώ θέλουν να παρουσιαστούν ως προϊόν επεξεργασίας και σχεδίου, αφορούν σε μεγάλο βαθμό εξαγγελίες που έχουν επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν (πχ ηλεκτρονική διακυβέρνηση και μείωση της γραφειοκρατίας). Άλλες εξαγγελίες είναι γενικόλογες και η παγκόσμια εμπειρία δείχνει ότι δεν ισχύουν πλέον (υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που θα επιλύσουν αυτομάτως όλα τα υπαρκτά προβλήματα). Σε άλλες μπορεί να διαπιστώσει κάποιος επικίνδυνα επιφανειακές προσεγγίσεις που δείχνουν, τουλάχιστον, άγνοια σημαντικών προβλημάτων (κατάρρευση του κλίματος, η υποχρέωσή μας να αποσυνδέσουμε την οικονομία από τα ορυκτά καύσιμα κ.ά.)
Δεν έχει γίνει κατανοητό – σε όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων – ότι δεν μπορούμε να βάζουμε σε ένα κουτάκι την κλιματική αλλαγή και σε άλλα κουτάκια κάποια διαφορετικά προβλήματα. Αν θέλουμε να επιλύσουμε σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν στην κοινωνία πρέπει να πειστούμε ότι η κλιματική κρίση μας υποχρεώνει να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε όλα τα άλλα προβλήματα (οικονομία, κοινωνικές υποδομές, πόλεις, ενέργεια, μετακινήσεις, απασχόληση) και να αναζητούμε λύσεις που έχουν συνοχή μεταξύ τους.
Η αλλαγή του ενεργειακού, παραγωγικού, καταναλωτικού, οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου είναι ζήτημα επιβίωσης αλλά δεν είναι εφικτή χωρίς συνειδητή και συμμετοχική διαμόρφωση των στρατηγικών και πολιτικών που απαιτούνται, με ρυθμούς μάλιστα που να είναι ανάλογοι, τουλάχιστον, της συντελούμενης αλλαγής του κλίματος.
Χαρακτηριστικό, είναι, για παράδειγμα το θέμα της ενεργειακής κατανάλωσης που συμμετέχει σημαντικά στις εκπομπές των αερίων που αλλάζουν το κλίμα. Μέσα σε έναν αιώνα αυξήθηκε η κατά κεφαλή κατανάλωση ενέργειας κατά 800%. Αν όλοι οι άνθρωποι φτάσουν στα επίπεδα κατανάλωσης ενέργειας του μέσου πολίτη μιας “αναπτυγμένης” χώρας χρησιμοποιώντας μάλιστα ορυκτά καύσιμα, είναι αδύνατον να συγκρατήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κάτω από 3,5-5 βαθμούς Κελσίου. Ακόμα, όμως, και αν μηδενίσουμε αύριο τις εκπομπές αερίων, αυτό δεν είναι αρκετό. Θα πρέπει να “μειώσουμε” αέρια που υπάρχουν ήδη σε πολύ μεγάλη συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα και θα συνεχίσουν να προκαλούν επιταχυνόμενη αλλαγή του κλίματος. Κάθε χρονιά που περνάει χωρίς να έχουμε μηδενίσει τις εκπομπές προσθέτει στην ατμόσφαιρα περίπου 40 δις τόνους CO₂ που θα πρέπει να τους μειώσουμε αργότερα ώστε να επανέλθει η ατμόσφαιρα μετά από εκατονταετίες σε μια ισορροπία. Το ετήσιο κόστος για κάτι τέτοιο ανέρχεται σε £ 8 τρισεκατομμύρια, που είναι λίγο ή πολύ το ποσό που ξοδεύει ολόκληρη η ανθρωπότητα ετησίως για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της. Η προσθήκη 7 τόνων CO₂ κατά κεφαλή προσθέτει κατ΄ελάχιστον οικολογικό χρέος (αποτιμώντας το μόνο σε οικονομικούς όρους) για κάθε πολίτη ύψους £ 1400 το χρόνο.
Παγκοσμίως παρατηρείται αύξηση της συχνότητας και της έντασης ακραίων καιρικών φαινομένων που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Το ζήτημα δεν είναι πλέον δευτερεύον, κάτι που μπορεί να απασχολεί μόνο τις δημόσιες υπηρεσίες ή τις ασφαλιστικές εταιρίες που καλούνται να καταβάλλουν μέρος του κόστους των ζημιών που προκύπτουν. Είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα, και εν τέλει πολιτικό, αφού καταγράφονται σημαντικές ζημιές, μεγάλες απώλειες ανθρώπινων ζωών και δοκιμάζονται οι αντοχές των κοινωνικών και τεχνικών υποδομών ακόμα και σε αναπτυγμένες χώρες, όχι μόνο στον τρίτο και τέταρτο κόσμο.
Υπάρχουν, επίσης, μεγάλες γεωστρατηγικές επιπτώσεις που θα συμβούν λόγω της κλιματικής κατάρρευσης (ήδη παρατηρούνται με εντεινόμενη ένταση), όπως βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών (κλιματικοί πρόσφυγες), αύξηση εντάσεων και συγκρούσεων λόγω πιέσεων στους φυσικούς και υδατικούς πόρους, καταστροφή στις καλλιέργειες και αύξηση της έλλειψης τροφίμων σε συγκεκριμές γεωγραφικές ζώνες, κίνδυνοι γενικευμένων πολεμικών συρράξεων. Δεν είναι τυχαίο που σε πολλές χώρες – με εξαίρεση για άλλη μια φορά τη χώρα μας – το θέμα της κλιματικής κρίσης και της ανάγκης επιτάχυνσης της υλοποίησης των διεθνών συμφωνιών για το κλίμα και της εξόδου από τα ορυκτά καύσιμα – έχει τεθεί στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Στη χώρα μας πάντως σε 4 εκλογικές διαδικασίες το θέμα της κλιματικής κρίσης δεν απασχόλησε τους εκλογικούς συνδυασμούς ούτε την δημόσια συζήτηση.