Αντί για μια στρατηγική ενίσχυσης της οικονομίας μέσω της αλλαγής της προς πράσινη και καινοτόμο κατεύθυνση, οι πολιτικές επιλογές που έγιναν από όλες τις κυβερνήσεις έπληξαν όχι απλώς το ΑΕΠ αλλά και την ραχοκοκαλιά της κοινωνικής συνοχής. Βασικό πρόβλημα της οικονομίας, τόσο στα 10 χρόνια κρίσης όσο και σήμερα που “βγαίνουμε από τα μνημόνια” και παρά τα δάνεια – συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων πόρων για διάσωση των τραπεζών – ύψους εκατοντάδων δις και τα διάφορα ευρωπαϊκά “εργαλεία”, παραμένει η αδυναμία των Μικρο-Μεσαίων και Κοινωνικών Επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση στην χρηματοδότηση, κάτι που έχει σημαντικές συνέπειες όχι μόνο στην πραγματική οικονομία αλλά και στην απασχόληση και στην κοινωνική συνοχή. Η πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας κι Ανάπτυξης διαπιστώνει όχι μόνο το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο πρόσβασης των επιχειρήσεων σε δανεισμό και χρηματοδοτήσεις αλλά και το υψηλό κόστος του χρήματος.
Θα περίμενει κάποιος/α να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος του πολιτικού συστήματος. Κι όμως, οι Μικρο-Μεσαίες Επιχειρήσεις – που αποτελούν σήμερα την ραχοκοκκαλιά της οικονομίας – έχουν υποστεί όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης το πιο μεγάλο πλήγμα, με χιλιάδες επιχειρήσεις να έχουν κλείσει, πολλές άλλες να είναι στα όρια της χρεοκοπίας, και οι περισσότερες να χρωστούν μεγάλα ποσά στις τράπεζες, στα ασφαλιστικά και στα Δημόσια Ταμεία αλλά και σε ιδιώτες. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι σχεδόν όλα τα προγράμματα και οι τραπεζικές χορηγήσεις δανείων (επιδοτούμενων από ευρωπαϊκούς πόρους) προβλέπουν κάποια πρόσβαση σε χρηματοδότηση μόνο σε όσες επιχειρήσεις είχαν κέρδη τα προηγούμενα χρόνια, όχι για νέες και παλιότερες επιχειρήσεις που έχουν ενδιαφέροντα επιχειρηματικά σχέδια που συνδυάζουν οικονομία με περιβαλλοντική και κοινωνική υπευθυνότητα. Στον Καιάδα λοιπόν όσες επιχειρήσεις δεν συμμορφώνονται στα κριτήρια “κερδοφορίας” σε μια κρίση που οδήγησε στην απώλεια μέχρι του 27% του ΑΕΠ
Αν στα χρόνια που οδήγησαν στην κρίση διαπιστώθηκε ένας υπερβολικός δανεισμός των Μικρο-Μεσαίων Επιχειρήσεων που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το σημερινό υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν εύκολα, τώρα έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, δηλαδή στην αδυναμία των Μικρο-Μεσαίων Επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση και δανεισμό είτε για λειτουργικά κόστη είτε – κυρίως – για την αγορά εμπορευμάτων, πρώτων υλών ή για την προώθηση νέων επενδύσεων, ιδιαίτερα σε καινοτόμους τομείς.
Πάνω από 200 δις Ευρώ διατέθηκαν τα τελευταία 8 χρόνια για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (που μετατράπηκε από χρέος προς ιδιώτες, σε χρέος προς δημόσιους φορείς – Κράτη Μέλη, κεντρικές τράπεζες και ΕΚΤ καθώς και προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) καθώς και για την διάσωση του συστημικού τραπεζικού συστήματος. Όμως, η αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας και η διάσωση των Μικρο-Μεσαίων Επιχειρήσεων δεν επωφελήθηκαν στο ελάχιστο.
Παρά το γεγονός ότι διατέθηκαν σημαντικά κεφάλαια από τους Ευρωπαϊκούς πόρους – το λεγόμενο ΕΣΠΑ – και δημιουργήθηκαν εργαλεία για την μείωση του κινδύνου από τον δανεισμό προς τις Μικρο-Μεσαίες Επιχειρήσεις, μικρό ποσοστό Μικρο-Μεσαίων Επιχειρήσεων κατάφερε να χρηματοδοτηθεί τελικά για επενδύσεις που είχε ανάγκη ή για να διασφαλίσει πρόσβαση σε πρώτες ύλες. Χαρακτηριστικά είναι τα εξής: το 2008 είχαν διατεθεί 23,23 δις ευρώ κρατικές εγγυήσεις για δάνεια ύψους 12,5 δις προς Μικρο-Μεσαίες Επιχειρήσεις, ενώ το 2014 διατέθηκαν 16,5 δις για δάνεια ύψους 2,33 δις και το 2016 περίπου 12,8 δις για δάνεια ύψους 1,06 δις.
Η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού – ακριβό χρήμα – αλλά και η απουσία εναλλακτικών χρηματο-οικονομικών εργαλείων σε συνδυασμό με τα capital controls, την βαριά φορολογία αλλά και την απουσία κοινωνικής και πράσινης καινοτομίας και ενεργειακής αποτελεσματικότητας έχουν ως συνέπεια κατά πολύ μεγαλύτερο κόστος παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών για τις ελληνικές Μικρο-Μεσαίες Επιχειρήσεις σε σχέση με αυτές άλλων χωρών. Η εσωτερική υποτίμηση που βασίστηκε στην μείωση μισθών είχε σημαντικές παρενέργειες στην κοινωνική συνοχή, στη βιωσιμότητα των κοινωνικών κι ασφαλιστικών συστημάτων, την ίδια στιγμή που δεν μειώθηκε ουσιαστικά το λειτουργικό κόστος των Μικρο-Επιχειρήσεων.
Οι γενικότερες δυσμενείς συνθήκες χρηματοδότησης και το ακριβό χρήμα έχουν, μεταξύ άλλων, οδηγήσει και σε αύξηση της καθυστέρησης πληρωμών από επιχείρηση προς επιχείρηση, δημιουργώντας μεγαλύτερα προβλήματα ρευστότητας στην αγορά.
Η κοινωνική οικονομία παραμένει στο περιθώριο των εξελίξεων
Παρά το γεγονός ότι από το 2011 είχε εξαγγελθεί πολλές φορές η δημιουργία ευνοϊκότερου πλαισίου πρόσβασης των κοινωνικών επιχειρήσεων σε χρηματοδοτήσεις και δανεισμό είτε μέσω των συμβατικών μηχανισμών (τράπεζες, ευρωπαϊκοί πόροι “ΕΣΠΑ”) είτε μέσω του “Ταμείου Κοινωνικής Οικονομίας”, κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν έχει συμβεί, περιορίζοντας το δυναμικό επενδύσεων και τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας σε πολύ χαμηλά επίπεδα, δυσανάλογα χαμηλά σε σχέση με το τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα μας δεν συμμετέχει σε όσα ενδιαφέροντα διαπιστώνεται να συμβαίνουν σε άλλες χώρες, όπου η κοινωνική οικονομία εμφανίζεται να παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο, αναδεικνύοντας όχι μόνο σταθερότητα μέσα στην κρίση αλλά και αυξητικές τάσεις σε παραδοσιακούς κοινωνικούς τομείς (πχ τραπεζικός και χρηματο-οικονομικός τομέας) αλλά και στην οικολογική και ενεργειακή μετάβαση και στην πράσινη οικονομία, ενώ αναλαμβάνει όλο και πιο ουσιαστικό ρόλο σε θέματα κοινωνικής ένταξης όσο και διασφάλισης της εργασίας και στο μέλλον και μείωσης των ανισοτήτων.
Τι προτείνουμε για την αναζωογόνηση της οικονομίας και την απασχόληση
Θεωρούμε αναγκαίο να ρυθμιστούν τα χρέη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών με ευέλικτο κι αποτελεσματικό τρόπο, χωρίς να ενθαρρύνονται οι επιτήδειοι κακοπληρωτές, ιδιαίτερα τα χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, λαμβάνοντας υπόψη και τα χρέη προς τράπεζες και ιδιώτες. Παράλληλα, τα χρέη του παρελθόντος, δεν πρέπει να στερούν από τους πολίτες την δυνατότητα να κάνουν μια νέα αρχή, να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία, γιατί αυτός είναι ο πιο λογικός τρόπος να μπορέσουν να αποσβέσουν και τα χρέη του παρελθόντος.
Αναγνωρίζουμε την ανάγκη να διαμορφωθεί μέσα από δομημένο διάλογο μια συνεκτική πολιτική και να αναπτυχθούν εργαλεία που θα συμβάλλουν στην πρόσβαση των Μικρο-Μεσαίων Επιχειρήσεων και των Επιχειρήσεων Κοινωνικής Οικονομίας σε χρηματοδοτήσεις αλλά και σε δανεισμό με χαμηλό κόστος. Για παράδειγμα, θα ήταν πολύ πιο σημαντικό για την ζωή των πολιτών η δημιουργία ενός Ταμείου για την Απασχόληση, την Οικολογική Βιωσιμότητα και την Κοινωνική Συνοχή με την διάθεση χρημάτων που
– προορίζονται για το “μαξιλαράκι ασφαλείας” για έξοδο στις αγορές, ένα ποσό που ξεπερνάει τα 24,1 δις, και προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από “υπερ-απόδοση” πρωτογενούς πλεονάσματος λόγω της υπερφορολόγησης
– διατίθενται με την μορφή ελεημοσύνης “μικρο-επιδομάτων” σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, με στόχο να ενισχυθεί η απασχόληση και η αναζωογόνηση της κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνης οικονομίας.
Παράλληλα, υποστηρίζουμε ότι απαιτείται αποτελεσματική διαχείριση των σημαντικών πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, τους οποίους διαχειρίζεται η ελληνική κυβέρνηση, ώστε να δημιουργούν πραγματικές κι αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας κι όχι να διατίθενται ως “επιδόματα ανεργίας” (όπως συμβαίνει σήμερα, για παράδειγμα, μέσω των προγραμμάτων της “κοινωφελούς εργασίας”, της απασχόλησης χιλιάδων ανέργων στο δημόσιο ή σε δήμους), χωρίς να συμβάλλουν στην έξοδό τους από την ανεργία, παρά μόνο στην στατιστική μείωση της καταγεγραμμένης ανεργίας.
Προτείνουμε, επίσης, να διαμορφωθούν κίνητρα με μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών για όσες μικρομεσαίες και κοινωνικές επιχειρήσεις επενδύουν στην πράσινη και κοινωνική καινοτομία και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Κάτι τέτοιο θα έκανε πιο αξιόπιστη την πρόταση της κυβέρνησης να διατεθούν “έξτρα ευρωπαϊκοί πόροι για επιπλέον χρηματοδότηση της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας” ή το “να μην υπολογίζεται στο χρέος η δημόσια δαπάνη για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας”.